Με το πρώτο κιόλας μυθιστόρημά του, το «Μαύρη μπίρα» (2011), ο 36χρονος σήμερα Βασίλης Δανέλλης αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας γενιάς συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας. Ισως το πιο ενδιαφέρον γνώρισμα εκείνου του βιβλίου ήταν ότι η έρευνα του αυτοσχέδιου ντετέκτιβ και αφηγητή συνιστούσε μια διαμαρτυρία για την αδιαφορία όλων για την τύχη ενός μοναχικού, εξαθλιωμένου, περιθωριακού ανθρώπου που εξαφανίστηκε και ενδεχομένως δολοφονήθηκε.

Ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα δεσπόζουν και στο καινούργιο, τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Δανέλλη, με τίτλο «Ανθρωπος στο τρένο» (Καστανιώτης). Ενας δημοσιογράφος φτάνει σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό μόλις έχει συμβεί κάτι τραγικό: ένας άνδρας έπεσε στις ράγες και διαμελίστηκε από την αμαξοστοιχία που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στον σταθμό, ένας άλλος άνδρας, που φάνηκε να κυνηγάει τον πρώτο, έπαθε καρδιακή προσβολή, έχασε τις αισθήσεις του και λίγο αργότερα θα πεθάνει. Αυτοκτονία, δυστύχημα, έγκλημα; Ο δημοσιογράφος συλλέγει πληροφορίες από πέντε αυτόπτες μάρτυρες του συμβάντος. Αλλά οι μαρτυρίες τους δεν είναι απλώς αντιφατικές. Καθένας τους χτίζει πάνω σε αυτό που είδε ή νόμισε πως είδε μια ιστορία για το τι ήταν οι δύο νεκροί, τι σχέση είχαν μεταξύ τους, γιατί συνέβη ό,τι συνέβη στον σταθμό. Και η ιστορία αυτή μιλάει ουσιαστικά για τη δική του κατάσταση, τη δική του ζωή. Κάποια στιγμή μάλιστα παρασύρεται στο παιχνίδι αυτό και ο ίδιος ο δημοσιογράφος.

Μας θυμίζει κάτι αυτό; Μα βέβαια, την ταινία «Ρασομόν» του Κουροσάβα, βασισμένη σε δύο διηγήματα του σπουδαίου γιαπωνέζου συγγραφέα Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα! Εχουμε και εκεί διαφορετικές μαρτυρίες για ένα φονικό (στο τέλος ακόμη και από το φάντασμα του νεκρού!), οι οποίες «διευθετούν» την πραγματικότητα ανάλογα με την προσωπικότητα και τις επιθυμίες που ορίζουν την υποκειμενική σκοπιά του κάθε μάρτυρα. Η διαφορά είναι ότι εκεί οι μάρτυρες είναι και πρωταγωνιστές του επεισοδίου και ότι στο επίκεντρο των εκδοχών που παρουσιάζουν όλοι τους βρίσκεται το ζήτημα της τιμής. Στο «Ανθρωπος στο τρένο», από την άλλη, κυριαρχεί η προσπάθεια διαφυγής από την υπαρξιακή απομόνωση και την αισθηματική ξηρασία. Αυτό που φαίνεται να λέει ο συγγραφέας, αυτό που άλλοι χαρακτήρες του το πιστεύουν ακράδαντα, άλλοι το εύχονται και άλλοι το αμφισβητούν, είναι ότι οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με αδιόρατες επιρροές και ότι έχουμε ηθική ευθύνη για τους άλλους.

Η αντιπαραβολή με το «Ρασομόν» αναδεικνύει βέβαια και τη βασική αδυναμία του μυθιστορήματος του Δανέλλη. Ενώ εκεί το πλαίσιο είναι ποιητικό, γι’ αυτό δεν μας ενοχλούν οι έντεχνες αφηγήσεις των μαρτύρων ή η κατάθεση ενός φαντάσματος, στο «Ανθρωπος στο τρένο» η συνθήκη είναι απολύτως ρεαλιστική. Δύσκολα όμως πειθόμαστε, με τέτοιους όρους, ότι ο δημοσιογράφος συναντά απρογραμμάτιστα τους ίδιους πληροφοριοδότες τρεις φορές μέσα σε λίγες ημέρες, στο ίδιο μέρος, να περιμένουν ποιος ξέρει τι ή να χάνουν πάντα το τρένο (σαν να ζουν την ημέρα της μαρμότας!) και να του αναπτύσσουν τις υποθέσεις τους σαν να τις έχουν γράψει, χτενίσει και αποστηθίσει από πριν. Τελικά το μυθιστόρημα, παρά τον σοβαρό προβληματισμό του, αφήνει μια κάπως χάρτινη αίσθηση.

Ωστόσο έχει ενδιαφέρον. Θα μπορούσε, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τα δύο προηγούμενα βιβλία του Δανέλλη, να υποδεικνύει έναν καινούργιο δρόμο για το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Γιατί είναι αλήθεια ότι η χειρουργική ανάδειξη κοινωνικών ελκών μέσα από αστυνομικές ιστορίες έχει φτάσει στα όριά της και τείνει να εκφυλιστεί σε μανιέρα. Ο Δανέλλης πρωτοτυπεί, αφενός κάνοντας το έγκλημα ιδεατή προβολή του εσωτερικού κόσμου συνηθισμένων ανθρώπων, αφετέρου μετατοπίζοντας το αίτημα της ηθικής από ένα συμβατικό περιεχόμενο στην προσωπική ανάληψη ευθύνης για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.