Ο Πορτογάλος Γκονσάλο Μ. Ταβάρες είναι μια εξελισσόμενη δύναμη στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Μια απαιτητική πένα, με σπάνια ευρυμάθεια. Τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά με την «Ιερουσαλήμ» (εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Αθηνά Ψυλλιά – 2012). Ενα ελλειπτικό μυθιστόρημα που αφορά τις οριακές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων της μεγαλούπολης. Η στυφή γεύση της παραφροσύνης. Ευσύνοπτο, σπονδυλωτό μυθιστόρημα (η αγαπημένη φόρμα, καθώς φαίνεται, του συγγραφέα) μπεκετικών αποχρώσεων, που ανοίγει μονοπάτια στις αχαρτογράφητες περιοχές της συνείδησης. Ο Ζοζέ Σαραμάγκου τότε είχε δηλώσει εμφατικά: «ΗΙερουσαλήμ» είναι ένα βιβλίο που ανήκει στη μεγάλη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες δεν έχει το δικαίωμα να γράφει τόσο καλά μόλις στα 35 του χρόνια: μου έρχεται να τον δείρω!».

Αποτίνοντας φόρο τιμής σε συγγραφείς

Ο προβληματισμός του Ταβάρες και στο καινούργιο του έργο «Η γειτονιά» αφορά τη διάπλαση του ανθρωπίνου πνεύματος στην οντολογική του διάσταση. Πραγματοποιεί έναν ζωντανό διάλογο με μερικούς επιφανείς κυρίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ποίησης και φιλοσοφίας όπως ο κύριος Βαλερί, ο κύριος Μπρεχτ, ο κύριος Ανρί (Μισό), ο κύριος Χουαρός, ο κύριος Κράους, ο κύριος Καλβίνο, ο κύριος Βάλζερ (Ρόμπερτ), ο κύριος Μπρετόν, o κύριος Σβέντενμποργκ, ο κύριος Ελιοτ. Να σημειώσουμε πως στην Πορτογαλία και αλλού κυκλοφόρησαν δέκα ξεχωριστά βιβλία, ενώ στη χώρα μας συνενώθηκαν σ’ έναν τόμο. Οπως μας είπε ο Ταβάρες: «Κατ’ εμέ, «Η γειτονιά» ήταν ένα έργο που ξεκίνησε σταδιακά. Υστερα από τη δημοσίευση τεσσάρων – πέντε χαρακτήρων, κατάλαβα ότι σχημάτιζα μια γειτονιά. Μικρές ιστορίες, μικρά αποσπάσματα που χαρακτηρίζουν παράξενα, παράδοξα πρόσωπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η γειτονιά είναι ένα είδος ουτοπίας. Χωρίς τόπο και χρόνο, όπου διασταυρώνονται πρόσωπα που αποτίνουν φόρο τιμής σε συγγραφείς. Είναι μια επινόηση. Μια μικρο-ουτοπία όπου η ηλιθιότητα μένει απέξω. Οπου κατά κάποιον τρόπο τα πρόσωπα έχουν έναν πολύ ισχυρό νοητικό κόσμο, πολύ οργανωμένο. Είναι εκκεντρικοί χαρακτήρες, πρωτοπόροι στο είδος τους, που πόρρω απέχουν από την κοινοτοπία».

Πράγματι, δεν πρόκειται για βιογραφικά σημειώματα. Ασφαλώς και τα πρόσωπα του έργου, παρά το γεγονός ότι είναι κατασκευασμένα, σχετίζονται κάπως με τον τόνο γραφής των τιμώμενων συγγραφέων. Με όπλα το οξύ χιούμορ και το σουρεαλιστικό ύφος γραφής του, ο Ταβάρες «ξαναδιαβάζει» αυτές τις χαρισματικές προσωπικότητες και εναποθέτει πάνω τους τη δική του φιλοσοφία για τη λογοτεχνία. Ετσι καταφέρνει να οικοδομήσει ένα αφαιρετικό κολάζ που έχει και πάλι τη φόρμα σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Συγκροτούνται εκ νέου καλούπια μυθιστορηματικών χαρακτήρων που υποδύονται τα ιστορικά πρόσωπα.

Με χωνεμένη γνώση

και λαϊκό ένστικτο

Για να προσεγγιστεί ένα τέτοιο εγχείρημα, που παρέχει ταυτόχρονα και μπόλικη αναγνωστική απόλαυση, σημαίνει πως ο Ταβάρες είναι σίγουρα ένας «διαβασμένος» συγγραφέας, με χωνεμένη γνώση και λαϊκό ένστικτο. Ο κύριος Βαλερί μπερδεύει το καπέλο με τα μαλλιά του, ενώ έχει ένα σπίτι χωρίς όγκο. Πόρτα και πρόσοψη είναι τα μοναδικά πράγματα που υπάρχουν. Ο κύριος Ανρί ανιχνεύει τη σκέψη του στον κενό χώρο που υπάρχει ανάμεσα στα κύτταρα και στο αψέντι. Ο κύριος Μπρεχτ διηγείται παραβολές οξύτατης κοινωνικής κριτικής εντός μιας άδειας αίθουσας που γεμίζει σιγά σιγά. Ο κύριος Χουαρός σκέφτεται μόνο όταν είναι αναπόφευκτο. Προσπαθεί να δώσει ονόματα στα πράγματα χωρίς να υποκύψει στη δικτατορία των λέξεων. Ο κύριος Κράους σχολιάζει την πολιτική μέσα από τη σάτιρα των χρονογραφημάτων του. Παρακολουθεί τις δολιχοδρομίες του «αρχηγού» της κυβέρνησης, στηλιτεύοντας τον ναρκισσισμό τής εξουσίας. Ο κύριος Καλβίνο κρυφοκοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα όνειρά του. Ταΐζει τα ποιήματα με νέους ήχους. Το Σύμπαν μας είναι μια ζαβολιά. Ο κύριος Βάλζερ, περιπλανώμενος σ’ ένα απομονωμένο δάσος, κατάφερε μεθοδικά να χτίσει ένα απλό σπίτι. Το ιδανικό μέρος για να μιλά με άλλους ανθρώπους. Ο κύριος Μπρετόν παίρνει συνέντευξη από τον εαυτό του. Προβλέπει τη μελλοντική κίνηση των πραγμάτων και δίνει εξηγήσεις για τους τύπους των στίχων. Ο κύριος Σβέντενμποργκ διεξάγει γεωμετρικές έρευνες για τον σχηματισμό εννοιών και συναισθημάτων. Ενα εγκώμιο στην αταξία των ιδεών και τη φαινομενική ατομικότητα. Ο κύριος Ελιοτ σε μια σειρά διαλέξεων αναλύει χορεία ποιημάτων από τους Μεϊρέλες, Τσέλαν, Οντεν, Πλαθ, Μπρόντσκι. Οταν σύμμαχοι είναι οι νύξεις της Ιστορίας.

Ο Ταβάρες βρίσκει καταφύγιο στους γλύπτες της λογοτεχνίας, σε μια προσπάθεια κατανόησης του πυρήνα της λογικής που απαρτίζει τον προοδευτικό λόγο από τον 20ό αιώνα μέχρι και σήμερα. Σε μια προσπάθεια να προβεί σε μια ερμηνεία της γνώσης και να οδηγηθεί στην κατανόηση μιας παγκόσμιας γλώσσας, οι οποίες αντιτίθενται σθεναρά στην κατρακύλα των αξιών. Ο ίδιος μας λέει σχετικά: «Μ’ ενδιαφέρει πολύ η διαδικασία της σκέψης. Για παράδειγμα, η σκέψη του χαρακτήρα τιμής ένεκεν του Πολ Βαλερί έχει να κάνει με τη λογική. Με τις λογικές νοητικές διεργασίες. Τα ζητήματα της λογικής, του ορθολογισμού και του παραλόγου για μένα συνδέονται μεταξύ τους. Αν είμαστε απολύτως λογικοί, καταλήγουμε στο παράλογο. Για παράδειγμα, στη φυσική ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία είναι η ευθεία. Στην πραγματική ζωή, αυτό το σκεπτικό μάς οδηγεί σε παρεκκλίσεις, αφού πέφτουμε συνεχώς σε εμπόδια. Που συνήθως δημιουργούμε οι ίδιοι. Ο παραλογισμός είναι ίσως ο μόνος δρόμος για την αποδοχή μιας καταδυναστευτικής ζωής».

Στους ευφάνταστους μονολόγους του βιβλίου παρακολουθούμε τη διαμόρφωση των μεγάλων ερωτημάτων περί της φύσης των πραγμάτων, της θρησκευτικής πίστης, της πολιτικής υποκρισίας, παρακολουθούμε επίσης τον προβληματισμό για τη σχέση επιστήμης και τέχνης, για την αμφίδρομη επαφή του σώματος με τον χώρο, για την οδύνη του καλλιτεχνικού υποκειμένου, των μονάδων μέτρησης της ανθρώπινης πνευματικής αντοχής. Πρόκειται για τη μυθοπλασία της λογοτεχνικής πράξης. Για ένα αλληγορικό έργο που μας τοποθετεί απέναντι στα κρίσιμα ερωτήματα του ταραγμένου καιρού μας.

Από τον «Κύριο Μπρεχτ»

Οι τουρίστες και τα πτώματα

«Το ταξιδιωτικό πρακτορείο έκανε λάθος και οι τουρίστες προσγειώθηκαν ακριβώς στη μέση ενός πολέμου. Καθώς είχε ήλιο και μιας κι είχαν φέρει μαζί τους αντηλιακά και μαγιό, οι τουρίστες κάθησαν στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου για να αισθανθούν το ζεστό φως στο σώμα, ενώ ηχούσαν οι θόρυβοι από τις βόμβες και τους πυροβολισμούς. Μιας και είχαν φέρει μαζί τους χάρτες κι έναν οδηγό της πόλης, αποφάσισαν να κάνουν μερικές βόλτες και να επισκεφθούν τα ερείπια κάποιων κτηρίων, συγκρίνοντάς τα με τις ξεπερασμένες υποδείξεις του τουριστικού οδηγού. Μιας και είχαν φωτογραφικές μηχανές στο λαιμό τους, αποφάσισαν να βγάλουν φωτογραφίες τα σκορπισμένα στο δρόμο πτώματα».

Goncalo

M. Tavares

Η γειτονιά,δέκα φανταστικοί κύριοι

Mτφ. Αθηνά Ψυλλιά, Παναγιώτα Μαυρίδου

Eκδ. Καστανιώτη,

Σελ. 608

Τιμή: 23,32 ευρώ