Μια ατμόσφαιρα οικογενειακή
Μια εγγενής αντίφαση που, αντί να την απαλύνει, την κάνει πιο αισθητή το οπισθόφυλλο του βιβλίου καθώς θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν ακόμη και μέσα στα πιο φιλόδοξα –εννέα –διηγήματα, όσον αφορά την πρόθεσή τους να εξεικονίζουν μια ζοφερή πραγματικότητα, «άνθρωποι αθέατοι πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αθέατο και το αίμα τους που χύνουν για τους άλλους, αυτούς που τους νοικιάζουν το παρόν με πρόφαση τους νόμους της αγοράς και την τεχνοκρατική υπεροχή». Μην ξεχνάμε άλλωστε πως όσο και αν τα πρόσωπα των διηγημάτων κινούνται μέσα στις πόλεις –για την ακρίβεια σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην Αθήνα -, με ένα αίσθημα αντίστοιχο του βασικού ήρωα στον «Μετέωρο άνθρωπο» του Σολ Μπέλοου, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το αχανές της ελληνικής πρωτεύουσας αναδίνει μια σχεδόν οικογενειακή ατμόσφαιρα σε σχέση με το αντίστοιχο νεοϋορκέζικο.
Ενα καταγραμμένο κουβεντολόι
Ετσι, οι συμπτωματικές κουβέντες των ανθρώπων που θα οργανώνονταν από μόνες τους σε ένα σύνολο και θα απηχούσαν κάτι το οριστικό, όσον αφορά την ίδια την πραγματικότητα –έστω και αν στη θέση τους θα μπορούσε να φανταστεί κανείς άλλης τάξεως και μορφής διαλόγους -, τώρα με την παρέμβαση της συγγραφέως, χωρίς να χάνουν την αλήθεια ή την αληθοφάνειά τους και με το να φαίνεται ότι υπηρετούν ένα σχέδιο συγγραφικό, δεν είναι –όχι πάντα βέβαια –τίποτε περισσότερο από ένα καταγραμμένο κουβεντολόι. Γιατί για παράδειγμα χρειάζονται δύο διαφορετικά διηγήματα –αν και διαβάζονται απνευστί -, το «Ενοικιάζεται το παρόν» και το «Γουρούνια και μαργαριτάρια», για να ειπωθεί το ίδιο σχεδόν πράγμα, έστω και αν οι περιηγήσεις μέσα στην πόλη στο μεν πρώτο αφορούν τον Λόφο του Στρέφη, την Χαριλάου Τρικούπη, τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον Αρειο Πάγο και ένα γνωστό εστιατόριο για ξενύχτηδες, το Νοσοκομείο Αγλαΐα Κυριακού και τον τάφο του ηθοποιού Νίκου Κούρκουλου στου Ζωγράφου, ενώ στο δεύτερο διήγημα, την Σκουφά, τα καταστήματα Ζάρα, την Πλατεία Κοραή, την Χέυδεν, με «στάσεις» στο Public, τον Λαζόπουλο, τον Μάριο Χάκα και την «Athens Voice».
Αν δεν είχαν προηγηθεί το «σινεμά βεριτέ» στη Γαλλία και ορισμένοι διηγηματογράφοι της ίδιας χώρας που ανέδειξαν το ενσταντανέ σε υψηλή τέχνη, τα διηγήματα της Μάρτυς Λάμπρου θα μπορούσε να λογαριάζονται ακόμη και αποκαλυπτικά, ενώ τώρα διαβάζονται σαν μια από ολίγη σε σχέση με τη μοναξιά και την έλλειψη επικοινωνίας. Εστω και αν το γενικότερο σκεπτικό της εντάσσει φυσιολογικά μέσα στην αφηγηματική τους ροή στίχους όπως του Λευτέρη Πούλιου «Να πάμε να κατουρήσουμε όλα τα αγάλματα της Αθήνας προσκυνώντας μονάχα του Ρήγα».
Μάρτυ Λάμπρου
Ενοικιάζεται το παρόν
Εκδ. Κέδρος
Σελ. 176
Τιμή: 11 ευρώ