Πριν από σαράντα χρόνια, πάλι Ιούλιος, εδώ στον Μαραθώνα, το ιστορικόν πτολίεθρον, όπου και τώρα γράφω, μας είχαν επισκεφτεί ο Νίκος Χουρμουζιάδης, ο Κωστής Σκαλιόρας και ο Μίμης Μαρωνίτης. Αττικός ουρανός, καλό κρασί και ωραίοι μεζέδες. Και συζητήσεις μέχρι αργά προς το ξημέρωμα για τις κοινές αγάπες, τον Ομηρο, τους τραγικούς, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καβάφη και τον Μπέκετ.

Σαράντα χρόνια μετά, ούτε ο Νίκος ούτε ο Κώστας ούτε, τελευταίος, ο Μίμης ούτε και η Ναυσικά μπορούν να συνεχίσουν τη συζήτηση. Αλλά ούτε και ο Γιώργος Σαββίδης, γιατί μία εβδομάδα μετά εμείς επισκεφτήκαμε στο Πήλιο τον Νίκο και τον Γιώργο Χουρμουζιάδη, τον Σαββίδη και τους Μαρωνίτηδες φιλοξενούμενοι του Γιώργου και της Λένας Σαββίδη.

Νιώθω σήμερα σαν τον Οδυσσέα της ομηρικής Νέκυιας, της ραψωδίας λ της «Οδύσσειας», που κατεβαίνει στον Αδη, εκεί στη Γη των Κιμμερίων, πέρα από τον Ωκεανό, να ρωτήσει τον μάντη πότε θα φτάσει στην Ιθάκη. Κάνοντας θυσία με το αίμα μαύρου προβάτου, έρχονται να «γευτούν» οι νεκροί: ο Αχιλλέας, οι Ατρείδες, ο Αίγισθος και η μάνα τού Οδυσσέα που, φευγάτος δέκα χρόνια, δεν γνώριζε τον θάνατό της. Εξαίσιο θέμα που το αξιοποιεί ο Κάλβος στην «Εις θάνατον» ωδή και η ταπεινότητά μου στην «Ιθαγένεια» με την αθάνατη φωνή του Ξυλούρη, σε μια μεγάλη έμπνευση του Μαρκόπουλου, έργο που ο Μαρωνίτης άκουσε για πρώτη φορά μαζί με το «Χρονικό» στη φυλακή, όταν του έστειλε τους δίσκους ο άλλος πάρεδρός του στον Αδη Παύλος Ζάννας.

Εκεί λοιπόν στον ανοιχτό λάκκο στην αμμουδιά της Κιμμερίας Γης, ανάμεσα στους νεκρούς που ήρθαν να πιουν αίμα, έφτασε και ο Αίας, αλλά μόλις είδε τον Οδυσσέα γύρισε τις πλάτες του και αιώνια θυμωμένος αρνήθηκε να πιει και χάθηκε στο μέγα σκότος.

Με τον Μίμη Μαρωνίτη κακές στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας τα τελευταία χρόνια μάς χώρισαν, λόγια και πράξεις πικρές, ανεξάρτητα από το πνευματικό μας έργο. Εγώ τώρα «εμπρός εις του μνήματός του το ανοικτόν στόμα» τις λησμονώ. Και μετέχω στο «νεκρόδειπνο» ή, όπως το λέγαμε στα χωριά μας, στην «παρηγοριά» για να τιμήσω το μεγάλο φιλολογικό και μεταφραστικό έργο του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Γιατί με την απώλειά του φτωχαίνει ο έρμος αυτός τόπος και φτωχαίνουν και τα ελληνικά γράμματα και πράγματα.

Δεν σκοπεύω να γράψω μια επιστημονικά αυστηρή στη δομή και στην πληρότητα νεκρολογία. Υπάρχουν άλλοι συστηματικότεροι και επαρκέστεροι. Αλλά θα ξεκινήσω από το πρώτο ξάφνιασμα. Ο Μαρωνίτης απλώνει το χέρι του και αναδύονται μέσα από τα ιστορικά και μυθολογικά γραπτά τού παππού Ηρόδοτου οι αυτόνομες «Νουβέλλες» του, τα πρώτα έξοχα διηγήματα της αρχαίας γραμματείας. Γιατί αυτό ακριβώς γνωστοποίησε ο Μαρωνίτης, πως ο πρώτος ιστορικός της ευρωπαϊκής επιστήμης υπήρξε και ένας έξοχος αφηγητής, ένας απολαυστικός παραμυθάς και ένας πρωτοπόρος «ψυχολόγος». Με αυτήν την κατάθεσή του ο Μαρωνίτης ερχόταν να γκρεμίσει τα ηλίθια τείχη που έως τότε χώριζαν τους κλασικούς φιλολόγους με τους κριτικούς λογοτεχνίας, τη φιλολογική ξερή μετάφραση των αρχαίων με τη μεταφραστική δημιουργική γραφή.

Δεν πρόκειται να επιμείνω στη μεταφραστική του εποποιία πάνω στην «Οδύσσεια» και στην «Ιλιάδα», αυτός ο δικός του μόχθος ήρθε να προστεθεί στον πλούσιο «Ερανον» μεταφραστών από τον Πολυλά στον Πάλλη, από τον Εφταλιώτη στον Σίδερη, από τον Καζαντζάκη και τον Κακριδή στον Ψυχουντάκη και τους νεότερους.

Η είσοδος του Μαρωνίτη στη μεταφραστική εποποιία των τραγικών έγινε αργά αλλά έγκυρα και είναι κρίμα που δεν πρόλαβε μία εβδομάδα μετά τον θάνατό του την «Αντιγόνη» του.

Αλλά για μένα προσωπικά, ως άνθρωπο του καιρού μας και του τόπου μας, η μεγάλη προσφορά του Μαρωνίτη ήταν ο τρόπος με τον οποίο βρήκε τον κρίκο να συνδέσει αδιάσπαστα, νόμιμα και μεικτά (για να θυμηθούμε τον Σολωμό) τη φιλολογική αυστηρή μέθοδο με την ανημμένη παραδοσιακά λογοτεχνική κριτική. Και την εφάρμοσε σε τρεις-τέσσερις μείζονες ποιητές μιας εκατονταετίας, στον Σολωμό, στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Αναγνωστάκη (αλλά και στον υπερρεαλιστή Σαχτούρη).

Μετά την εξαντλητική φιλολογική αυστηρή μέθοδο που εφάρμοσε ο Τάσος Λιγνάδης για το «Αξιον εστί» του Ελύτη, ο Μαρωνίτης παγίωσε και απογείωσε την αυστηρή προσέγγιση, με κριτήρια φιλολογικής ανάλυσης και σύνθεσης, της λογοτεχνικής κριτικής.

Τότε με αυθεντικό τρόπο ο έλληνας αναγνώστης των μεγάλων ποιητών αντιλαμβάνεται την εσωτερική συνέχεια και της ελληνικής λογοτεχνικής διαχρονίας, όταν με τη μέθοδο ανάλυσης του Μαρωνίτη ανακαλύπτει την ομηρική δομή (24 ραψωδίες!) του «Μυθιστορήματος» του Σεφέρη και τις οφειλές του Ελύτη στον Ρωμανό τον Μελωδό και βέβαια του Καβάφη στην ελληνιστική επιγραμματογραφία και του Αναγνωστάκη στον Καβάφη. Αλλά και του Σαχτούρη στο αρχαιοελληνικό παράλογο, αφού σε καίρια στιγμή μετέφρασε το εξαίσιο απόσπασμα από το έργο του Dodds «Οι Ελληνες και το παράλογο».

Οταν ένας κριτικός τους αναλύει με την εμβρίθεια ενός ομηριστή ή ενός μελετητή του Ησίοδου ή του Ηρόδοτου τα παλίμψηστα στρώματα του «Κρητικού» του Σολωμού, ανοίγει δρόμους όχι στη λογοτεχνική κριτική μόνο, αλλά στην παιδεία και στην εκπαίδευση.

Γιατί βέβαια ο Μαρωνίτης υπήρξε πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα Δάσκαλος με φανατικούς μαθητές και αφοσιωμένους διαδόχους.

Γιατί, κακά τα ψέματα, λίγοι πλέον πανεπιστημιακοί γεμίζουν τα αμφιθέατρα και λίγοι δημιουργούν ζυμώσεις, αψιθυμίες και αντιπαραθέσεις, δηλαδή αυθεντική εκπαίδευση.

Πριν κλείσει το καθημερινό «Βήμα» συναντηθήκαμε με τον Μαρωνίτη στις επιφυλλίδες της εφημερίδας, εκεί στα πέλματα της πρώτης σελίδας, παρέα ανά ημέρα με τον Τερζάκη, τον Ανδρόνικο, τον Λίνο Πολίτη, τον Ιωάννη Κακριδή, συνεχίζοντας τη σκυταλοδρομία που άρχισε με τον Ξενόπουλο, τον Μελά, τον Φώτο Πολίτη, τον Βενέζη, τον Φτέρη, τον Γιάννη Σιδέρη, τη Βακαλό.

Ο Μαρωνίτης εξέδωσε τις επιφυλλίδες του, αυτό το ελληνικό υβρίδιο, αφού η εφημερίδα στον τόπο αυτόν ήταν συχνά το μόνο παράθυρο για να φωνάξουν τον λόγο τους πνευματικοί άνθρωποι του τόπου.

Η αρχαία γραμματολογία έχει τους διάσημους εριστικούς της κριτικούς. Ο Μαρωνίτης ήταν και εριστικός και ευερέθιστος και ως εκ τούτου γόνιμος. Θα μας λείψει.

ΥΓ: Αφήνω έσχατο τεκμήριο το έξοχο μυθιστόρημα «Λάμδα» του Γιώργου Μιχαηλίδη. Παραγνωρισμένο από τη μαφία της συντεχνίας.