Ο γεννημένος το 1947 στη Βομβάη Σάλμαν Ρούσντι έγινε διάσημος –πέραν της αναμφισβήτητης λογοτεχνικής του στόφας –λόγω του φετφά που εξέδωσε εναντίον του ο αγιατολάχ Χομεϊνί μετά τη δημοσίευση του τέταρτου μυθιστορήματός του «Σατανικοί στίχοι». Η βρετανική κυβέρνηση του προσέφερε καταφύγιο αλλά αυτό δεν εμπόδισε τουλάχιστον μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, κατά την οποία ο «μάρτυρας του Ισλάμ», μέλος μιας πρωτοεμφανιζόμενης τρομοκρατικής οργάνωσης από τον Λίβανο, έπεσε ο ίδιος θύμα της πρόωρης έκρηξης της βόμβας που κουβαλούσε. Δύο όροφοι ενός ξενοδοχείου ανατινάχτηκαν και ο «μάρτυρας» ετάφη με τιμές αγίου στο κεντρικό νεκροταφείο της Τεχεράνης. Ο Ρούσντι έζησε μεγάλο μέρος της μετέπειτα ζωής του κρυπτόμενος και τώρα ζει και διδάσκει στη Νέα Υόρκη. Στο μεταξύ έγινε μέχρι και μοχθηρός ήρωας μιας δημοφιλούς πακιστανικής ταινίας στην οποία τέσσερις μουτζαχεντίν εξουδετερώνουν τα σατανικά του σχέδια για την αποσταθεροποίηση του βασιλείου του Αλλάχ.

Η ποιοτική κάμψη

Τα «Παιδιά του μεσονυχτίου» είχαν ήδη δώσει το βραβείο Μπούκερ στον Σάλμαν Ρούσντι το 1981, αλλά μετά τον φετφά, και παρά τις δόξες και τις τιμές που του περιποιούσε ο δυτικός κόσμος και το φωτισμένο Ισλάμ, η παραγωγή του παρουσίασε μια ποιοτική κάμψη. Αναμενόμενο. Και να που πέρυσι επανήλθε με το εντυπωσιακό παρόν βιβλίο που αποτελεί τρόπον τινά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον εαυτό του, την ιστορία του και την ίδια την ιστορία του κόσμου. Ο Ρούσντι δεν εγκαταλείπει εδώ τις βασικές στυλιστικές αρχές του που τον κατέταξαν στην ήπειρο του μαγικού ρεαλισμού, ούτε τη θεματογραφία του που αντλείται κυρίως από τη μυθολογία και τη θεολογία της ινδικής υποηπείρου. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στον πόλεμο του φωτός και του σκότους –ή αλλιώς του ορθού λόγου και του θρησκευτικού φόβου –που διεξάγεται στις μέρες μας με επίκεντρο την πόλη της Νέας Υόρκης και που διαρκεί όσο ο τίτλος –δηλαδή 1.001 εικοσιτετράωρα. Η αναφορά στις «Χίλιες και μία νύχτες» όπου η Σεχραζάντ αφηγείτο ιστορίες στον κακό βασιλιά προκειμένου να σώσει το κεφάλι της είναι προφανής. Η μυθοπλασία θα σώσει τον κόσμο υπονοεί ο Ρούσντι και μας δίνει με την ευφάνταστη πένα του άφθονες ιστορίες εσωκλειόμενες η μία στην άλλη ή απορρέουσες η μία από την άλλη εν είδει παραμυθιών που εξιστορούν τον έσχατο αυτό Πόλεμο των Κόσμων και στον οποίο συμβαίνουν διάφορα παράδοξα –δηλαδή μη εμπίπτοντα στη σφαίρα των φυσικών νόμων: ένα βρέφος εντοπίζει τους διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς και τους σημαδεύει με δερματικά έλκη. Ενας χρηματιστής απειλεί να επιφέρει χάος στις αγορές. Ενας κηπουρός υπερίπταται μονίμως λίγα εκατοστά από το έδαφος. Ενας αποτυχημένος κομίστας δέχεται την επίσκεψη ενός εκ των υπερφυσικών ηρώων του. Μια φοβερή καταιγίδα –αναφορά στην κλιματική αλλαγή –απειλεί τον πλανήτη. Κεραυνοί σκοτώνουν ανθρώπους με ασυνήθιστη πυκνότητα. Και πίσω από όλα αυτά βρίσκονται τα κακά, πονηρά, σκανδαλιάρικα τζίνια της παράδοσης που έχουν βγει από τα μπουκάλια τους, έχουν συμμαχήσει με σκοταδιστές φιλοσόφους και διαρρηγνύοντας τα τοιχώματα των κόσμων της πίστης και της εμπειρίας θέλουν να οδηγήσουν τον πλανήτη στην τρέλα.

Πλάσματα του καπνού

Αυτός ο κόσμος των τζιν της ανατολικής παράδοσης είναι ενδιαφέρων και αναλύεται καταλεπτώς εν είδει αυτοϋπονομευόμενης επιστημονικής πραγματείας. Πλάσματα του καπνού και της φωτιάς ζουν σε έναν άλλον κόσμο, το Περιστάν, όπου δεν λείπει η βασική διαίρεση σε καλά και κακά τζίνια –έτσι για να μη βαριούνται –αλλά είναι άρτια δομημένος, αισθητικά τέλειος, πολεοδομικά ορθός. Εκεί τα τζιν (και οι θηλυκές τζίνιες) επιδίδονται σε διαρκές σεξ ως έσχατη απόλαυση (κάποιοι από μας ενδέχεται να βαριόνταν, υπονοεί με άφθονη δόση χιούμορ ο συγγραφέας). Τα ίδια τα τζιν βαριούνται ενίοτε και επισκέπτονται τον κόσμο των ανθρώπων όπου κανείς δεν προφταίνει να βαρεθεί εν μέσω συγκρούσεων, φθόνου, αιματοκυλισμάτων και γενικά μιλώντας, υπό τον βαρύ βηματισμό της Ιστορίας. Κάπως έτσι μια τζίνια με φιλοσοφικές τάσεις, η Ντούνια, είχε κατέβει στην ακμάζουσα υπό τους Αραβες Ανδαλουσία του 12ου αιώνα για να επισκεφθεί τον Ιμπν Ρουσντ (τον καθ’ ημάς Αβερόη), σπουδαίο ορθολογιστή φιλόσοφο και οπαδό του Αριστοτέλη.

Η νέα φυλή
Αυτός ο Ρουσντ λοιπόν (από τον οποίο έχει ίσως δανεισθεί και ο συγγραφέας το όνομά του) έχει πέσει σε δυσμένεια για τις αντικληρικαλιστικές πραγματείες του και έχει εξορισθεί από την Κόρντοβα και την αυλή του χαλίφη. Ζει φτωχικά, εμπορευόμενος άλογα και φτιάχνοντας πιθάρια μέχρις ότου η νεαρή Ντούνια τού προσφέρει τον έρωτά της και του παραγάγει εκατοντάδες απογόνους (οι τζίνιες, μας πληροφορούν οι αφηγητές, κάνουν παιδιά με το τσουβάλι έτσι κι επισκεφθούν τον κόσμο των ανθρώπων). Κάποτε ο Ρουσντ θα αποκατασταθεί και θα επιστρέψει στα προηγούμενα καθήκοντά του, του γιατρού και δικαστή, η Ντούνια πληγωμένη θα αναθρέψει τα παιδιά τους και θα τα σκορπίσει στα πέρατα του πλανήτη κι έτσι θα παραχθεί μια νέα φυλή που δεν γνωρίζει την προέλευσή της αλλά διαθέτει εν υπνώσει κάποια από τα χαρίσματα των τζιν. Είναι λοιπόν αυτή η νέα φυλή που θα αναλάβει να σώσει τον πλανήτη από τη σύγκρουση των δύο κόσμων, 800 ολόκληρα χρόνια μετά. Από ό,τι φαίνεται, πρόκειται για έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων, με στρατιές δυσαρεστημένων τζιν να έχουν κατέβει στη Γη ανατρέποντας όλες τις κοινωνικές παραδοχές και τους φυσικούς νόμους. Η Ντούνια και το Καλό θα θριαμβεύσουν τελικά ως φορείς της αγάπης και του λόγου. Ο φθόνος, ο φόβος και η θρησκοληψία θα ηττηθούν. Ο κολοσσιαίος τεμαχισμός της πραγματικότητας που ζούμε στη στροφή του 21ου αιώνα θα αποκατασταθεί.

Η «πολιορκία»

Γιατί λέμε ιστορίες;

Κεντρικό ερώτημα σε όλο το έργο του Ρούσντι, και βεβαίως εδώ – διαμέσου μάλιστα ενός συλλογικού αφηγητή που είναι η ίδια η ανθρωπότητα 1.000 χρόνια από σήμερα –, είναι το γιατί λέμε ιστορίες. Το πολιορκεί με ποικίλους τρόπους, άλλοτε θεωρώντας τη μυθοπλασία πολέμια της πλήξης (που βασιλεύει, ας το σημειώσουμε, στην άχρονη και ανιστορική χώρα των ξωτικών), άλλοτε ως προϊόν της συλλογικής συνείδησης, άλλοτε αποδίδοντάς το στις μέρες του βιβλικού παραδείσου και στο δέντρο της γνώσης, η οποία γνώση, άπαξ και αποκτήθηκε, δείχνει στον άνθρωπο τις μυριάδες μονοπάτια που η ύπαρξή του (και συνεπώς η Ιστορία) μπορεί να ακολουθήσει. Σε κάθε περίπτωση πάντως η μυθοπλαστική φαντασία, λέει ο Ρούσντι, οφείλει να υπόκειται στους κανόνες της λογικής. Υιοθετώντας τρία επίπεδα αφηγηματικού χρόνου – τον 12ο αιώνα στην Ανδαλουσία, τον παρόντα χρόνο του 21ου αιώνα πρωτίστως στη Νέα Υόρκη και τον κόσμο του μέλλοντος γύρω στο 3000 μ.Χ.,– αποκτά τη δυνατότητα να δώσει ιστορικό βάθος και να δικαιολογήσει έτσι την παραμυθία του για τους δύσπιστους. Η πλούσια φαρέτρα ιστοριών της Ανατολής που κουβαλάει αιτιολογείται με την απόσταση του χρόνου, που επιτρέπει στην ιστορία να γίνει μύθος, όπως και το αντίστροφο.

Σκοταδισμός

Το σημαντικότερο ωστόσο σ’ αυτό το φιλοσοφικά δύσβατο, πλην γεμάτο ανταμοιβές, βιβλίο είναι ότι ο Ρούσντι, πλησιάζοντας τα 70 του χρόνια, αισθάνεται ότι δεν έχει καιρό για χάσιμο κι έτσι εξαπολύει την επίθεσή του κατά του θρησκευτικού σκοταδισμού με όλα τα μέσα. Μπορεί οι ιστορίες του να διαδέχονται η μία την άλλη σε αλλεπάλληλους κύκλους που καταντούν ενίοτε κουραστικοί, αλλά εντέλει η κεντρική ιστορία του εκφοβιστικού μονοθεϊσμού αποδεικνύεται κάλπικη και επικίνδυνη. Ρητά δηλώνει ότι ο Θεός είναι εφεύρημά μας, ένα τζίνι που βγήκε από το μπουκάλι και πρέπει επειγόντως να το ξαναχώσουμε μέσα πριν είναι πολύ αργά. Σε όλο το βιβλίο ο λόγος αντιμάχεται την τυφλή πίστη που απειλεί να παραγάγει τέρατα. Και με μια ανεπιφύλακτη αισιοδοξία μάς δηλώνει πως αυτή η συναρπαστική ανθρωπότητα θα είναι ζωντανή, δημιουργική και ειρηνική 1.000 χρόνια από σήμερα, έχοντας κατανικήσει τα σκοτάδια του θεϊκού τρόμου οριστικά και αμετάκλητα. Σαν καλός μυθοπλάστης ωστόσο εφευρίσκει κι ένα τίμημα για τους ανθρώπους του μέλλοντος: είναι ανίκανοι να δουν όνειρα. Γι’ αυτό οι αφηγητές του λένε στην ακροτελεύτια παράγραφο: «(…) η ζωή μας είναι καλή. Μερικές φορές όμως ευχόμαστε να επιστρέψουν τα όνειρα. (…) Μερικές φορές, μην έχοντας απαλλαγεί τελείως από τη διαστροφή, λαχταράμε τους εφιάλτες».

Salman Rushdie

Δύο χρόνια, οχτώ μήνες και είκοσι οχτώ νύχτες

Μτφ. Εφη Τσιρώνη

Εκδ. Ψυχογιός 2016, σελ. 433

Τιμή 17,70 ευρώ