Ο Χένρι Τζέιμς δεν είναι όσο γνωστός θα έπρεπε να είναι στη χώρα μας, παρά τις ποικίλες εκδόσεις έργων του που είναι διασκορπισμένες σε διάφορους εκδότες και χρονικές στιγμές. Εκτός του ότι είναι Αμερικανός και αστός, παίζουν ρόλο σε αυτό και οι όχι πάντοτε ευτυχείς μεταφράσεις του –κάτι έτσι κι αλλιώς δύσκολο για τον μακροπερίοδο λόγο, τις δευτερεύουσες προτάσεις και το διαρκές «Στρίψιμο της βίδας» (τίτλος δημοφιλούς νουβέλας του) μέχρι να φωτισθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του. Στην παρούσα έκδοση ωστόσο έχουμε μια συνεπή προσπάθεια από τον Μιχάλη Μακρόπουλο να διατηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα ενός από τα σπουδαιότερα έργα του και πιθανότατα του πλέον πολιτικοποιημένου.

Ανοιχτό τέλος

Ο Χένρι Τζέιμς είναι αναμφίβολα ένας εμβληματικός συγγραφέας που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Κληρονόμος της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα, την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών του, σχετικοποίηση της θέσης/γνώσης του αφηγητή, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμωνη ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος με όλα τα ενδεχόμενα εξ ίσου «νόμιμα» –όπως ακριβώς συμβαίνει στις «Βοστονέζες». Το έργο του μοιάζει να μην ολοκληρώνεται ποτέ και, φαντάζομαι, οι σύγχρονοί του θα ανέμεναν ανυπόμονα το επόμενο συγγραφικό του βήμα, που θα εμπλούτιζε την πρόσληψή τους της πραγματικότητας με ένα ακόμη επεισόδιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Από αυτή την άποψη, είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ και την πληθωρική «Ανθρώπινη κωμωδία» του. Από την άποψη ωστόσο της θεματικής, θυμίζει περισσότερο τους μεγάλους Ρώσους, καθώς καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα και ταυτόχρονα δεν αρνείται έναν ορισμένο διδακτισμό στη λογοτεχνία. Οχι βέβαια με την έννοια της επιβολής στον αναγνώστη ηθικών προταγμάτων αλλά με εκείνη της σύλληψης της πραγματικότητας μέσω της ομορφιάς της αυτογνωσίας. Δηλαδή, μέσω του κτισίματος της συνείδησης του κόσμου.

Τοιχογραφία

Δύσκολα όλα αυτά; Μα δύσκολος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου, όμως, είναι και απολαυστικός. Ειδικά εδώ παρακολουθούμε μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της αμερικανικής κοινωνίας του ύστερου 19ου αιώνα, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του Εμφυλίου με την ήττα των Νοτίων, την απελευθέρωση των μαύρων και τη γένεση ποικίλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στην επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μοιάζει συχνά σαν να βρισκόμαστε στα χιλιοτραγουδισμένα σίξτις, μόνο που όλα συμβαίνουν έναν αιώνα πριν. Με επίκεντρο τη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη κυοφορούνται νέες ιδέες, ωριμάζει το φεμινιστικό κίνημα, ιδρύονται φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, ενώ ακμάζουν ποικίλα κοινόβια θρησκευτικού και «απελευθερωτικού» προσανατολισμού. Στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, τη «μεγαλύτερη μικρή πόλη» των ΗΠΑ, ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό συγγράφει το περίφημο «Γουόλντεν» του, ένα έργο ύμνο στη φύση και στην πολιτική ανυπακοή, ενώ ο Εμερσον επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό εισάγει την υπερβατικότητά του. Τέλος, ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Δύσης και νέες γαίες αλλάζουν χρήση και χρήστες, τροφοδοτώντας τον νέο κυρίαρχο πολιτισμό με το αίσθημα ότι όλα είναι δυνατά. Η ατμόσφαιρα αυτή τροφοδοτείται από τη βιομηχανική επανάσταση που μετασχηματίζει ραγδαία το αστικό τοπίο και την ύπαιθρο, από την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και από τεχνολογικά άλματα σε όλους τους τομείς.

Οι πρωταγωνιστές

Σε αυτό το λεπτομερώς αποτυπωμένο πλαίσιο τοποθετείται το βιβλίο. Αρκούν τρεις βασικοί ήρωες και μερικοί δευτερεύοντες για να εκτυλιχθεί το δράμα: ο δικηγόρος από τον βαθύ Νότο Μπέιζιλ Ράνσομ, βετεράνος του Εμφυλίου, ζει πλέον στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάλλον ανεπιτυχώς να χτίσει μια καριέρα στη νέα μητρόπολη του κόσμου και προσκαλείται από την ευκατάστατη μακρινή του εξαδέλφη Ολιβ Τσάνσελορ στη Βοστώνη για μια συνάντηση γνωριμίας. Η ίδια η Ολιβ περιγράφεται με υποδόριο χιούμορ ως φανατική φεμινίστρια επηρεασμένη από το πρώιμο έργο της Μάργκαρετ Φούλερ «Η γυναίκα τον 19ο αιώνα» (1843) και από τα σύγχρονα ριζοσπαστικά κινήματα, με συνδηλώσεις λεσβιακών τάσεων και αποφασισμένη να μείνει ανύπαντρη προκειμένου να υπηρετήσει ανεμπόδιστη τον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών. Το τρίτο πρόσωπο είναι η νεαρή, ακτινοβολούσα από υγεία, ομορφιά και πνευματικά χαρίσματα, δημόσια ομιλήτρια Βερίνα Τάραντ που θα αποτελέσει το πεδίο της πάλης των δύο πρώτων. Η Βερίνα χρησιμοποιείται ήδη ως κράχτης από τον απατεωνίσκο πατέρα της, έναν υποτιθέμενο δόκτορα που πουλάει όλων των ειδών τις υπηρεσίες (επί του παρόντος πνευματισμό και υπνωτισμό). Είναι εξαίρετη ομιλήτρια και γοητεύει μια σύναξη γυναικών οδηγώντας την Ολιβ σε απέλπιδα προσπάθεια να την προσεταιριστεί στον μεγάλο αγώνα. Η Ολιβ καταφέρνει εν τέλει να πείσει τους γονείς της εύπιστης Βερίνα να της επιτρέψουν έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου να μείνει μαζί της και της αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι.

Η σύγκρουση
Στην ίδια ωστόσο πρώτη δημόσια εμφάνιση της Βερίνα είναι παρών και ο Μπέιζιλ, που εκφράζει άμεσα τη δυσπιστία του προς τα κελεύσματα του φεμινισμού. Ο Μπέιζιλ διέπεται από παρωχημένες αρχές που προσομοιάζουν με τα ιδεώδη του ιπποτισμού και εκπηγάζουν από τη μακρά παράδοση της γαιοκτησίας του Νότου. Είναι, με άλλα λόγια, ένας συντηρητικός εν τω μέσω μιας αναβράζουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Η συμπάθειά μας κατευθύνεται ωστόσο εντέχνως από τον συγγραφέα προς το πρόσωπό του καθώς εκφράζει με ζωντάνια και χιούμορ τις απόψεις του, πιστεύει σε πανανθρώπινες αλήθειες και επιπλέον είναι ετοιμόλογος, αποφασιστικός και τίμιος. Η σύγκρουσή του με την εξαδέλφη του Ολιβ θα είναι ανελέητη καθώς η τελευταία κρατά δέσμια τη Βερίνα υπό το πρόσχημα του κοινωνικού αγώνα. Εν τέλει, βέβαια, θα θριαμβεύσει ο έρωτας και η πραγματική γυναικεία φύση της Βερίνα θα αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο. Το ανυπόμονο βοστωνέζικο κοινό που έχει κατακλύσει το μεγάλο θέατρο της πόλης για να την ακούσει θα προδοθεί. Η ζωή έχει τα δικά της κελεύσματα, η φύση επίσης, και οι δύο εραστές θα αποδράσουν στην ιδιωτική τους σφαίρα. Μόνο που τα δάκρυα της ταλαιπωρημένης ψυχικά από το μέγεθος της απόφασης Βερίνα θα κάνουν τον αφηγητή να μας εξομολογηθεί στην τελευταία παράγραφο την υποψία του ότι θα έχει και άλλες αφορμές στον βίο της για να κλάψει. Τέλος, αλλά τέλος ανοιχτό. Πιστό ωστόσο στη λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα που, όπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρυ Ευγενίδης στο «Σενάριο γάμου» του (Πατάκης), περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.

Αίσθημα ευθύνης

Γράφει ξέροντας ότι θα γίνει κλασικός

Η αφοσίωση του Τζέιμς στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι εξίσου «επιστημονική» και οι απόψεις/στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή του δράματος. Η περιγραφή τόπων και τοπίων είναι απολύτως συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής. Το βιβλίο λειτουργεί και ως προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν με ένα είδος εντυπωσιακής ενόρασης, σαν ο συγγραφέας να είναι βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, ο Χένρι Τζέιμς γράφει με την προγραμματική επίγνωση ότι θα παραμείνει ως κλασικός στη συνείδηση της ανθρωπότητας, αλλά και με ένα αίσθημα ευθύνης για αυτά που λέει και το πώς τα λέει. Κάποιοι σύγχρονοί του τον θεώρησαν κουραστικό, κάποιοι μεταγενέστεροι επίσης. Παραμένει ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός, απρόσμενα σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Εν τέλει μας πείθει ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτό τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.

Henry James

Οι Βοστονέζες

Μτφ. – πρόλογος – σημειώσεις: Μιχάλης Μακρόπουλος

Εκδ. Gutenberg 2016, Σελ. 688

Τιμή: 26 ευρώ