Ο Πέτρος Μάρκαρης, μετά την «Τριλογία της κρίσεως», τα τρία μυθιστορήματά του που είχαν στο επίκεντρό τους την ελληνική κρίση –και τα οποία ήταν στην πραγματικότητα τέσσερα μαζί με το επιλογικό «Τίτλοι τέλους» -, επανέρχεται με νέο αστυνομικό μυθιστόρημα και μια νέα περιπέτεια του αστυνόμου Χαρίτου, τοποθετούμενο αυτή τη φορά στην αμέσως μετά την κρίση περίοδο.

Το «αμέσως μετά την κρίση» είναι βέβαια σχετικό. Ελάχιστοι μήνες έχουν περάσει από τότε που ένα νέο κόμμα, φτιαγμένο από μεσαία στελέχη πολλών κομμάτων διαφορετικής ιδεολογικής κατεύθυνσης, κερδίζει –μέσω και μιας ισχυρής διαφημιστικής εκστρατείας –την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Το κόμμα αυτό καταφέρνει σε ελάχιστο διάστημα να αναστρέψει το οικονομικό κλίμα. Αυτό το επιτυγχάνει φαινομενικά πουλώντας «ασημικά», ιδιωτικοποιώντας εν μέρει το ασφαλιστικό σύστημα και ιδρύοντας ένα ταμείο που ενισχύει επιχειρήσεις όταν προσλαμβάνουν νέους. Αρχίζει και κινείται χρήμα στην αγορά και οι Ευρωπαίοι πανηγυρίζουν πως το πρόγραμμα πέτυχε. Σε λίγο δίνονται και αυξήσεις, ενώ όλοι είναι χαρούμενοι και μένουν κάποιοι ελάχιστοι μόνο να αναρωτιούνται «από πού προέρχονται τα λεφτά».

Τα πτώματα

Ενας από αυτούς είναι και η Αδριανή, η γνωστή σύζυγος του Κώστα Χαρίτου, που εκτός από καλή μαγείρισσα έχει και τετράγωνο μυαλό. Ο ίδιος ο Χαρίτος δεν έχει πολύ καιρό να το σκεφτεί γιατί στο μεταξύ αρχίζουν να εμφανίζονται πτώματα. Πρώτα ένας υπάλληλος του ΕΟΤ, μετά ένας εφοπλιστής και πάει λέγοντας. Σχεδόν ταυτόχρονα και περίπου ως διά μαγείας εμφανίζονται με χαρακτηριστική ευκολία και οι δράστες. Δράστες πάντα ξένοι (Γεωργιανοί, Πακιστανοί κ.ά.) που ομολογούν αμέσως. Στο μεταξύ υπάρχει ένας καινούργιος υπαρχηγός της Αστυνομίας, τοποθετημένος από τη νέα κυβέρνηση, που γίνεται βραχνάς τόσο στον Χαρίτο όσο και στον προϊστάμενό του Γκίκα, σε βαθμό που οι δύο αυτοί συνεργάτες με τις δύσκολες σχέσεις να μετατραπούν σχεδόν σε απόλυτους συμμάχους.

Παλιός καλός Μάρκαρης, θα λέγαμε, γρήγορος και σαφής, πολύ περισσότερο, κατά τη γνώμη μας, από ό,τι στην «τριλογία», όπου ηθελημένα ή αθέλητα έπρεπε να συμμετάσχει εν βρασμώ στη συζήτηση που δίχασε την Ελλάδα ως προς το «τις πταίει». Εδώ το δυνατό του πολιτικό αισθητήριο ξαναπαίρνει το πάνω χέρι, εντοπίζοντας το βασικό ερώτημα της επόμενης μέρας: να λευκάνεις ή όχι το μαύρο χρήμα για να σωθείς; Η απάντησή του είναι εντέλει αρνητική, αλλά ίσως και αυτό να μην έχει πια σημασία. Παρά το αλέγρο γράψιμο, τα στοιχεία που παίρνει ως δεδομένα δεν μπορούν παρά να φέρουν θλίψη: δεδομένη η καταστροφή της χώρας, δεδομένη η παντοδυναμία μιας μαφιόζικου και οργουελικού τύπου κρυφής οικονομίας, δεδομένη και η συνενοχή των Ευρωπαίων που μπαίνουν στη γελοία θέση να επιχαίρουν χωρίς –δήθεν –να αναρωτιούνται τίποτα παραπέρα. Αλλωστε, στις μέρες μας, μπορεί κανείς να πει ότι και το λευκό χρήμα δεν διαφέρει συχνά και τόσο από το μαύρο. Λέει ένας χαρακτήρας του βιβλίου: «Το λευκό χρήμα είναι νόμιμο, το μαύρο παράνομο. Εχουν όμως ένα κοινό σημείο που τα ενώνει, την αδιαφάνεια. Και το λευκό και το μαύρο χρήμα είναι το ίδιο αδιαφανή και κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει την προέλευσή τους. Αν αύριο αγοράσω ένα πακέτο μετοχών και σπρώξω σε άνοδο το Χρηματιστήριο της Αθήνας, κανείς δεν θα ρωτήσει πώς απέκτησα τα χρήματα για ν’ αγοράσω τις μετοχές. Ολοι θα πανηγυρίζουν για την άνοδο του Χρηματιστηρίου. Και αν αύριο πάλι αποφασίσω να ξεπουλήσω τις μετοχές μου και να σπρώξω σε πτώση το Χρηματιστήριο, πάλι κανείς δεν θα ρωτήσει πού πήγα τα λεφτά μου, είτε είναι λευκά είτε μαύρα. (…) Κανείς δεν ρωτάει από πού προέρχεται το χρήμα που εξασφαλίζει την ανάπτυξη, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται. Αρκεί που υπάρχει και μπορεί να βαφτιστεί επιτυχία».

Στιγμές συγκινητικές

Το βιβλίο αυτό έχει και στιγμές συγκινητικές, όπως όταν ο Χαρίτος τίθεται σε διαθεσιμότητα και πρέπει να σκεφτεί πώς θα το πει στην οικογένειά του ή όταν δολοφονείται ένας πολύ θετικός χαρακτήρας του βιβλίου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα που δείχνει την αγωνία αλλά και την απαισιοδοξία του συγγραφέα για την επόμενη μέρα.

«Ο Χαρίτος, γιος χωροφύλακα, δεν είχε εναλλακτική επαγγελματική επιλογή από το να γίνει αστυνομικός. Είχε όμως εξασφαλισμένη δουλειά. Αντίθετα οι σημερινοί νέοι έχουν τετρακόσιες εναλλακτικές λύσεις. Δουλειά όμως δεν έχουν» μας λέει ο Πέτρος Μάρκαρης με την ευκαιρία της έκδοσης –προχθές –του νέου του μυθιστορήματος με τον εύλογο τίτλο «Offshore». Τον συναντήσαμε στο Poems and Crimes, το καφέ που διατηρεί ο εκδότης του Σάμης Γαβριηλίδης δίπλα στο Μοναστηράκι. «Τα παιδιά είναι συλλέκτες πτυχίων χωρίς δουλειά» συνεχίζει. «Κάποια στιγμή αυτό θα καταλήξει άσχημα. Δεν ξέρω αν θα το ζήσω εγώ αυτό, αλλά θα συμβεί. Λέγαμε παλιά ότι ευτυχώς οι νεότερες γενιές μας δεν έζησαν πόλεμο. Οι καταστροφές όμως δεν έρχονται μόνο από πολέμους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον 19ο αι., την καταστροφή του παλαιού κόσμου που άφησε πίσω της η Βιομηχανική Επανάσταση. Σήμερα οι νέες τεχνολογίες καταργούν θέσεις εργασίας παντού. Επιπλέον το σημερινό σύστημα δημιουργεί παντού εικονικές πραγματικότητες. Μια τέτοια είναι και η σημερινή Ευρώπη. Οι Αμερικανοί το είχαν πει: δεν φτιάχνεις ενιαίο νόμισμα χωρίς ενιαία χώρα. Εδώ έχει φτιαχτεί ένα ενιαίο κράτος – μαϊμού, το κράτος Σένγκεν, και ιδού τα χάλια του. Καταρρέει παντού. Ξέρετε, η Ευρώπη έχει περάσει από διάφορες φάσεις: των θρησκευτικών πολέμων, της Αναγέννησης κ.λπ. Τώρα περνάει τη φάση της υποκρισίας».

Οργουελικός κυνισμός

Μεταθέτουμε την κουβέντα στο θέμα του παντοδύναμου επενδυτικού χρήματος, άσπρου και μαύρου. Στο βιβλίο υπάρχει ένας οργουελικός κυνισμός, οι πραγματικοί θύτες λένε στον Χαρίτο «μην ανησυχείς, εμείς θα σου βρίσκουμε πάντα ένοχο στα εγκλήματα, δεν θα σε αφήνουμε ακάλυπτο». Οι δε υποτιθέμενοι θύτες δέχονται να παίξουν αυτόν τον ρόλο για να εξασφαλίσουν την οικογένειά τους, έστω και αν αυτό σημαίνει για εκείνους φυλακή! Τα ελέγχει λοιπόν όλα η μαφία;

«Το μαύρο, όταν επενδυθεί, ασπρίζει» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Πέτρος Μάρκαρης. «Το είχα πει και στην «Περαίωση». Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος – μαφία που κατάφερε να χρεοκοπήσει. Οι άλλες μαφίες μια χαρά περνάνε. Κατά καιρούς, βέβαια, οι μαφιόζοι έμποροι χρειάζεται να παραδίδουν και κάποιον για να ηρεμεί η κατάσταση και να συνεχίζουν τη δουλειά τους. Είναι το ίδιο που γίνεται και με τα Panama papers. Αυτό που ζούμε είναι μια εικονική πραγματικότητα. Και οι περίφημες «επενδύσεις» δεν είναι παρά ένας μύθος. Κανείς δεν ψάχνει την προέλευση του χρήματος. Και οι περισσότεροι ούτε που νοιάζονται. Εξού και στο βιβλίο μόλις αρχίζει και κυκλοφορεί το χρήμα, οι κατά τα άλλα συνετοί Κατερίνα και Φάνης (σ.σ. η κόρη και ο γαμπρός του Κ. Χαρίτου) άρχισαν να θέλουν να αγοράσουν σπίτι. Η Αδριανή αντιδρά μόνο λόγω της ανασφάλειας της γυναίκας που ασχολείται με τα οικιακά. Η ανατροπή σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι δεν ψάχνεις τόσο τους δολοφόνους όσο την προέλευση του χρήματος».

«Το ευρώ έχει ημερομηνία λήξεως»

Ο Πέτρος Μάρκαρης συντάσσεται με εκείνους που πιστεύουν ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο: «Γίναμε πειραματόζωο περικοπών και μειώσεων. Δόθηκε με την Ελλάδα το νέο μοντέλο που επιθυμούν να εφαρμόσουν παντού, ακόμα και στις μεγάλες χώρες. Οι Αμερικανοί, που σ’ αυτά είναι ένα βήμα μπροστά, λένε τώρα “στα έσχατα σημεία δώστε μια ανάσα, ένα κούρεμα χρέους. Ωστε να ανακουφιστούν λίγο, αλλά να παραμείνουν και με το χέρι ανοιχτό”. Οι Γερμανοί δεν το έχουν μάθει ακόμα αυτό και ο Σόιμπλε θέλει να αφήσει την καυτή πατάτα στον επόμενο υπουργό Οικονομικών. Οποιος όμως νομίζει εδώ ότι επειδή θα κουρευτεί το χρέος θα ζήσει και καλύτερα είναι βαθιά νυχτωμένος. Το μεγαλύτερο κομμάτι πλούτου είναι ελεγχόμενο και οι άλλοι παίρνουν από ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά τα πράγματα είναι οριακά. Οι ψηφοφόροι του Μπέρνι Σάντερς είναι στην πλειοψηφία τους νέοι. Κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν οι σημερινοί εικοσάρηδες όταν θα φτάσουν στην έσχατη απελπισία» λέει ο αρμενικής καταγωγής έλληνας συγγραφέας.

Ο Πέτρος Μάρκαρης κάνει και αυτοκριτική, δηλώνοντας ότι είχε πιστέψει στην είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ και τώρα βλέπει ότι ήταν λάθος. «Αν μου πεις να βγούμε από το ευρώ, θα σου πω όχι γιατί είναι άγνωστες οι συνέπειες. Καλύτερα να μην το κάνουμε εμείς πρώτοι. Αλλά το ότι μπήκαμε αποδεικνύεται λάθος. Και οι Ιταλοί με τους οποίους μιλάω το ίδιο λένε: “Ημασταν ηλίθιοι που μπήκαμε”. Το λένε μάλιστα και οι ιταλοί βιομήχανοι. Οι μόνοι που ωφελήθηκαν ήταν οι Γερμανοί γιατί εκτός από χρηματιστηριακή οικονομία είχαν και παραγωγή με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αλλά το ευρώ θα διαλυθεί. Δεν έχω πια καμία αμφιβολία. Εχει ημερομηνία λήξεως. Τώρα απλώς του δίνουν παράταση ζωής γιατί δεν είναι έτοιμοι για το επόμενο βήμα. Αν φύγει και η Βρετανία, τότε η διάλυση θα επιταχυνθεί. Ο Γιαν Κοτ, ειδικός στο σαιξπηρικό έργο, είχε πει πως όταν συνωμοτούσαν εναντίον του Ριχάρδου Γ’, είχαν φτιάξει άθελά τους ένα μηχανισμό που κατέστρεφε συστηματικά τα πάντα χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί πια. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα. Εχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο αυτονομημένο μηχανισμό που δεν ελέγχεται. Ωρες ώρες θυμάμαι έναν αλβανό ταξιτζή το 2013, που είχε έρθει εδώ από τους πρώτους, το ‘90, και είδε τις αλλαγές. “Πώς κάνατε έτσι την Ελλάδα;” μου είπε. Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ τώρα για τους άλλους, τους πιο δυνατούς από εμάς: πώς κάνατε έτσι τον κόσμο;».

Πέτρος Μάρκαρης

Offshore

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2016, Σελ. 304

Τιμή: 16 ευρώ