Το μυθιστόρημα της Κατερίνας Καριζώνη «Η πόλη των αθώων» φαίνεται να διαθέτει ένα πολύ μεγάλο προσόν: την ίδια τη συγγραφέα που δείχνει να πιστεύει ότι αρκεί να υπάρχουν προσωπικές ιστορίες που μας έχουν γοητεύσει ενώ ακούσαμε να μας τις αφηγούνται, σε συνδυασμό με έναν συγκροτημένο ιστορικό άξονα, προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, χωρίς καμιά επιπλέον καινοτομία στη μορφή. Και φαίνεται να έχει δίκιο, όσον αφορά την περίπτωσή της βέβαια, αφού το εποχικό, κοινωνικό και υπαρξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι ιστορίες της είναι τόσο ευρύ ώστε εξίσου νόμιμα να χωράει η νεκροφάνεια ενός κομμουνιστή στη διάρκεια της Κατοχής με τις παραισθήσεις ενός γερμανού αξιωματικού, την ίδια περίοδο, που ψάχνει στο Αγιον Ορος το χρυσό, φυλαγμένο όμως από αόρατους μοναχούς, Αγιο Δισκοπότηρο.

Αδέξια σχολιαρόπαιδα

Με αποκορύφωμα μέσα στην «Πόλη των αθώων» μια εξοστρακισμένη από τη σύγχρονη πεζογραφία αρετή, που χαρακτήριζε τόσο τη μεγάλη όσο και την ήσσονος σημασίας λογοτεχνία περασμένων αιώνων, με τον χειρισμό της βέβαια να ποικίλλει ανάλογα με το τάλαντο του συγγραφέα: άντρες γενναίοι, ο φόβος και ο τρόμος αδίστακτων τυράννων, που παίζουν τη ζωή τους κάθε στιγμή κορόνα – γράμματα, να τρέμουν σαν αδέξια σχολιαρόπαιδα, έτοιμα να το βάλουν στα πόδια, μπροστά σε μια κοπέλα ενώ πρόκειται να της εξομολογηθούν τον έρωτά τους.

Μια συνολική βέβαια αντίρρηση θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή για τον τίτλο του μυθιστορήματος –όσο και αν οι γενικεύσεις και οι στρογγυλοποιήσεις δεν της είναι ξένες της Καριζώνη –αφού δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως αποκλειστικά αθώο ακόμη και έναν άνθρωπο, πόσω μάλλον μια ολόκληρη πόλη.

Μαγική Θεσσαλονίκη

Ενας ακόμη κρίκος της Καριζώνη σ’ αυτή την αλυσίδα που πάει να δημιουργηθεί ή, μάλλον, έχει σθεναρά σφυρηλατηθεί εδώ και δεκαετίες, με ό,τι δηλαδή έρχεται γραμμένο από τη Θεσσαλονίκη ή αφορά τη Θεσσαλονίκη, να συγκροτεί έναν κόσμο –για τους Νοτιοελλαδίτες ιδιαίτερα –που όσο και να προσπαθείς να εισχωρήσεις μέσα του τόσο πιο αδιαπέραστο τον αισθάνεσαι να ορθώνεται. Σάμπως να μην μπορείς να κοινωνήσεις τη μαγεία του παρά στον βαθμό που σου το επιτρέπουν οι ίδιοι οι συγγραφείς της και οι ποιητές της, είτε πρόκειται –ενδεικτικά –για τον Κώστα Ταχτσή, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Νίκο Γαβριήλ Πετζίκη, τη Στέλλα Βογιατζόγλου είτε για τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τη Ζωή Καρέλλη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Γ.Θ. Βαφόπουλο. Με αποτέλεσμα οι βόλτες στην Τσιμισκή, το Στρατιωτικό Θέατρο, τα βράδια του καλοκαιριού στον Λευκό Πύργο, η Αγορά Μοδιάνο, οι φυλακές του Γεντί Κουλέ και τα Λαδάδικα να παραμένουν κάτι ασυναγώνιστο, ενώ για την όποια τους καθημερινότητα θα ‘λεγες πως υφίσταται για να κάνει τη μυθολογία τους ακόμη πιο ακατανίκητα ελκυστική. Οσο σκληρή ή δραματική και αν υπήρξε η περίοδος της Κατοχής, με το να τη διεξέρχεται η Καριζώνη σε σχέση με τις διαδρομές των κυνηγημένων κομμουνιστών και των γερμανών κατακτητών σχεδόν σαν να αφορούσε σε μια μόνο γειτονιά της Θεσσαλονίκης, αυτή που επεκτείνεται ανάμεσα στο Αλατζά Ιμαρέτ, το Γενί Χαμάμ και τον ναό του Αγίου Δημητρίου, με την οδό Κασσάνδρου να μεταβάλλεται σε σημείο κομβικό και επιπλέον αναφοράς για συγκρούσεις που θα ξεσπούσαν σε ένα απέραντο σημείο μάχης, έχει ως συνέπεια ο απομακρυσμένος Χορτιάτης αλλά και η υπόλοιπη μακεδονική ενδοχώρα (Κατερίνη, Κιλκίς, Βέροια, Κοζάνη, Σέρρες, Γιαννιτσά, Δράμα) να παίρνει μια εντελώς ανάγλυφη θέση μέσα στον «χάρτη» των δοκιμασιών της περιόδου 1940-1944.

Μια τόσο θαυμαστή επιπλέον συγγένεια ανάμεσα στους χώρους ώστε σχεδόν δεν παρατηρείς κάτι που με διαφορετικές προϋποθέσεις θα σε προβλημάτιζε όσον αφορά τη συγκρότηση της «Πόλης των αθώων»: Ως μόνος δηλαδή συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δυο ιστορίες του μυθιστορήματος να μπορεί να θεωρηθεί η τοποθέτησή τους μέσα στην ίδια χρονική περίοδο. Αν δηλαδή το Αγιον Ορος δεν «επικοινωνούσε» με την πόλη της Θεσσαλονίκης –και βέβαια λόγω των δεσμών που έχουν δημιουργηθεί ανάμεσά τους εδώ και χίλια πενήντα χρόνια -, ο Κώστας Καζαντζόγλου, πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη, ως ο «γενάρχης» της πρώτης ιστορίας και ο γερμανός βυζαντινολόγος Φραντς Ντέλγκερ ως ο πρωταγωνιστής της δεύτερης, καμιά από τις δυο ιστορίες δεν θα είχε θιγεί στο παραμικρό με τη μη συνύπαρξή τους στις σελίδες του ίδιου βιβλίου.

Η ανάγκη ίσως για πληροφορίες που φαίνεται να τις χρειάζεται η «Πόλη των αθώων», ώστε η συγκίνηση να είναι όσο γίνεται γνησιότερη –και στην Καριζώνη οι πληροφορίες αυτές κλιμακώνονται από την παλιά ονομασία της Κομοτηνής (Γκιουμουρτζίνα) ώς τη συντήρηση του γερμανικού στρατού στη Βόρεια Αφρική, στην περίοδο της Κατοχής, με χρήματα που σηκώνονταν από τις ελληνικές τράπεζες -, η ανάγκη λοιπόν των πληροφοριών να δικαιολογεί δυο παράλληλες ιστορίες που φιλοδοξούν να διαβάζονται ως ενιαίο μυθιστόρημα.

Κατερίνα Καριζώνη

Η πόλητων αθώων

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 208

Τιμή: 15 ευρώ