Αγρια θάλασσα από κορμιά καμωμένη. Οι δρόμοι της μετανάστευσης καταπίνουν μίλια και συνειδήσεις. Η πληθυσμιακή μετακίνηση ως παράγοντας ανανέωσης και πύκνωσης των συμβόλων είναι μακρά στην ανθρώπινη Ιστορία. Η Ελλάδα ως δεξαμενή αποδημίας είχε επί δεκαετίες απωθήσει την ιδέα της προσφυγιάς. Η αγκάλη της ευωχίας των προηγούμενων χρόνων υπήρξε καθησυχαστική. Στην κάθοδο των βαλκάνιων πληθυσμών ανακινήθηκε έντονα το κατακάθι των παντός είδους διακρίσεων και αποκλεισμών. Η εκμετάλλευση ξεσάλωσε. Ομως οι σερπαντίνες της οικονομικής αμεριμνησίας απορρόφησαν, υποτίθεται, τους κραδασμούς των ψυχών.

Επειδή σ’ αυτή τη μικρή φέτα γης το φαντασιακό τρέχει ντοπαρισμένο, οι καραβιές των εξ ανατολών σπρωγμένων Αράβων προς μια απέλπιδα έξοδο θα μπορούσε να είναι ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για τις τοπικές κοινότητες των νησιών. Αν και είμαστε χώρα θαλασσινή, ξεχνάμε τις απότομες αλλαγές του ανέμου. Προς ώρας η ρεαλιστική προσγείωση στις μνήμες του πολύπαθου παρελθόντος σπάει τον φαντασιακό κύκλο. Εξάλλου είναι ακόμη πολύ νωρίς. Η ανάγκη για συνδρομή και βοήθεια υπερπηδά τις όποιες πολιτικές πωρώσεις ή εγωπάθειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο υπόστρωμα δεν σιγοβράζει το ανάθεμα ένθεν κακείθεν και για διαφορετικούς λόγους.

Κοινωνική μόχλευση

Ποιο λοιπόν το «χρέος» ενός συγγραφέα που δεν δύναται να αναμένει παθητικά το πλήρωμα των καιρών στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται; Μην ξεχνάμε πως ο φυσικός χρόνος στις μέρες μας έχει συρρικνωθεί τρομακτικά. Σε πρώτη φάση, ούτε να καταγράψει ούτε να διεισδύσει σε «αθέατες» ζυμώσεις. Αλλά να αφουγκραστεί μυθοπλαστικά τις διεργασίες της κοινωνικής μόχλευσης. Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του προσεγγίζει ακριβώς αυτό. Σε μια ώριμη στιγμή της καριέρας του ο συγγραφέας επιλέγει να αναμετρηθεί με τα αλλεπάλληλα κύματα των μεταναστευτικών ρευμάτων μέσα από μια πρόζα εσωτερικών κυρίως μονολόγων, με διάθεση εξομολόγησης. Η δημιουργία εντυπώσεων αποφεύγεται συστηματικά, σκιαγραφώντας με ταπεινότητα τη μάχη των φουρτουνιασμένων καιρών μας. «Το πέρασμα» είναι η κατά τον συγγραφέα απόδοση των τριγμών μιας ανθρωπογεωγραφίας που ξεκινά από τα βάθη της Ασίας και ξεβράζεται στα παράλια του Αιγαίου και της Ευρώπης. Συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και τους ημεδαπούς κατοίκους.

Σε ένα μικρό νησί του Ανατολικού Αιγαίου, εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας, ναυαγεί ένα μεγάλο καράβι γεμάτο πρόσφυγες. Αμέσως κινητοποιούνται οι κάτοικοι, ελλείψει άλλων δομών, για να τους περισυλλέξουν. Από κει και πέρα ο συγγραφέας εξυφαίνει ένα γαϊτανάκι χαρακτήρων που εμπλέκονται στην αγωνιώδη προσπάθεια για επιβίωση ή και συνύπαρξη. Μια de facto κατάσταση κόκκινου συναγερμού. Τίποτα το προαποφασισμένο. Η αμφιβολία για το «ξένο», εμφανής. Η διάθεση για προσφορά επίσης. Το πλαίσιο του συγγραφέα, ουμανιστικό. Οι ηθογραφικές τρικλοποδιές παραμονεύουν, αλλά αποφεύγονται. Το όριο των κόσμων, ένα στενό πέρασμα. Με την κοινωνική συνθήκη να επανατοποθετείται συνεχώς. Ο Τζαμιώτης ανοίγει τη δραματουργική βεντάλια σε πολλούς χαρακτήρες και «παρακολουθεί» τις πράξεις τους. Ενα μικρό πλήθος συνωθείται να γνωρίσει το Αλλο. Εσωτερικά ο καθείς, όποια γλώσσα κι αν μιλάει, μπαίνει στη διαδικασία να συνδράμει στις συναισθηματικές ταλαντώσεις της αλληλεγγύης.

Ανθρωπογεωγραφία ακριτών

Ο δήμαρχος, ο ανθυπολοχαγός, ο αγροτικός γιατρός, ο υπαστυνόμος, η φουρνάρισσα, ο κελευστής, ο συγγραφέας, ο επιστήμονας, οι πρόσφυγες, τα κλεφτρόνια, ο γερο-καπετάνιος. Ανθρωπογεωγραφία ακριτών, αυτοσχέδιοι υποδοχείς ανθρώπινων καραβανιών. Οι όποιες επαφές γίνονται σώμα με σώμα. Κυρίως με νεκρά και ξυλιασμένα σώματα. Μάρτυρες ενός αέναου αλισβερισιού των περασμάτων. Μια χιτσκοκική ειρωνεία. Ολοι γνωρίζουν από πού θα έρθουν οι πρόσφυγες και ίσως υποψιάζονται πώς θα καταλήξουν. Δεν είναι καθόλου εύκολο όμως να προβλέψουν με ακρίβεια τα καπρίτσια της μοίρας. Το πρώτο μέλημα της ντόπιας κοινότητας είναι να προλάβει. Τα βγάζει πέρα ολομόναχη. Οι επικλήσεις για βοήθεια δεν εισακούγονται. Οσο ο συγγραφέας εισχωρεί στο ιδιωτικό πεδίο των κατοίκων, τα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας φωτίζονται από διαφορετικές γωνίες. Ερχονται στην επιφάνεια γυμνές αλήθειες. Το συμφέρον αργοκυλά δίπλα στη δοτικότητα, η αποκοτιά γειτνιάζει με την κατανόηση. Ο Τζαμιώτης ψάχνει την αρχή του συμβεβηκότος στη σύγχρονη εποχή. Να ρίξει τις διαχωριστικές γραμμές του «εμείς» και οι «άλλοι», δίχως όμως να απολεστεί η ταυτοτική ιδιαιτερότητα. Ενα νέο κανονιστικό πλαίσιο γεννιέται από τον κύκλο του θανάτου. Η ζωή μέσα από το τέλος αναπνέει και συνεχίζει.

Αναζητείται υπέρβαση
Το ναυάγιο που πλήττει το νησί εμφανίζει ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα: εκείνο του μεγέθους των εισερχομένων. Μια ανθρωποθάλασσα, με τις προβλεπόμενες αντοχές να βρίσκονται στο ναδίρ. Αναζητείται λοιπόν υπέρβαση. Η οποία εκπορεύεται από μια προσέγγιση ψηλαφιστή. Οι κάτοικοι, όπως έχουν δουλέψει τη γη τόσα χρόνια, ρίχνονται στη μάχη με τις κόγχες της Ιστορίας. Οι πολιτισμικοί άξονες ντόπιων και ξένων δοκιμάζονται. Αγγελοι δεν υπάρχουν. Ο αντικατοπτρισμός των συναισθημάτων επαφής – απώθησης είναι έντονος και προκαλεί επί μέρους ρωγμές. Ο Τζαμιώτης αναδεικνύει σθεναρά πτυχές του Προσφυγικού μέσα από το βλέμμα των άμεσα εμπλεκομένων. Πέρα από την κάθετη παρέμβαση της πρόσφατης τηλεοπτικής εικόνας. Γι’ αυτό τον λόγο η αφήγησή του ακροβατεί ανάμεσα σε εύθραυστες ισορροπίες. Συνδέει ιστορίες ντόπιων και προσφύγων ως μικρά δραματουργικά ιντερλούδια ενός διαρκούς ενεστώτα. Το μικρό πλήθος δεν διαχωρίζεται σε «καλούς» και «κακούς». Η συνθήκη της έκτακτης ανάγκης (μονιμότερης του προσωρινού) είναι εκείνη που καθορίζει τη διάπλαση των προσώπων. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τις ανησυχίες αμφότερων των κόσμων. Οι πιο έμπειροι είναι πεπεισμένοι ότι αυτή η κατάσταση δεν θα είναι παροδική. Οι πρόσφυγες, από την άλλη μεριά, είναι σχεδόν αδύνατον να σκεφτούν κάτι τέτοιο. Εχουν κίνηση πάντα προς τα μπρος. Οπως ομολογεί και ο Ρασίντ, που σπούδασε στην Ελλάδα, «είμαστε δύο φορές εξόριστοι. Τόσο από την πατρίδα μας όσο και από τη συνείδησή μας».

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Το πέρασμα

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 264

Τιμή: 15,50 ευρώ