Ο Σόμερσετ Μομ (1874-1965) υπήρξε πρωτίστως ένας αφηγητής ιστοριών. Ο ίδιος, αυτοπροσδιοριζόμενος, επέμενε συχνά στον όρο «παραμυθάς», ίσως για να αντιδιαστείλει τον ρόλο και την αξία του από μια σκηνή που κυριαρχούνταν από τα ιερά τέρατα του μοντερνισμού –τον Τζέιμς Τζόις, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Ουίλιαμ Φόκνερ, τον Τόμας Μαν. Εγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη διάρκεια του Μεσοπολέμου με τα διηγήματα και τα θεατρικά του έργα, τέσσερα από τα οποία συνέβη να παίζονται ταυτόχρονα σε σκηνές του Λονδίνου. Η «Ανθρώπινη δουλεία», το «Φεγγάρι και οι έξι πένες» και η «Κόψη του ξυραφιού» θεωρούνται τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του. Αν και ομοφυλόφιλος, έκανε έναν πολυκύμαντο γάμο από τον οποίο γεννήθηκε μια κόρη που τον ταλαιπώρησε δικαστικά στας δυσμάς του βίου του. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Ιατρική και υπηρέτησε με τον Ερυθρό Σταυρό στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου –στο ίδιο σώμα οδηγών με τον Χέμινγουεϊ και τον Ντος Πάσος -, ενώ αργότερα οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες τον χρησιμοποίησαν σε αποστολές στην Ινδία, την Απω Ανατολή και τον Ειρηνικό. Από αυτά τα προνομιακά για έναν συγγραφέα ταξίδια ο Μομ άντλησε άφθονο υλικό, κυρίως για τα διηγήματά του. Ορισμένα από τα πιο πετυχημένα, όπως το έξοχο «Ο απομακρυσμένος σταθμός», «Τα χνάρια στη ζούγκλα» και το «Μάκιντος», βρίσκονται σε αυτήν τη συλλογή.

Σύντομα γίνεται αντιληπτό –από όποιο διήγημα και αν αρχίσει κανείς –ότι ο Σόμερσετ Μομ απομυθοποίησε εγκαίρως τη λάμψη του εξωτισμού και τη θεωρητικά ελκυστική, πλούσια ζωή των αποικιοκρατών στις εσχατιές της αυτοκρατορίας, με τους ιθαγενείς υπηρέτες, τις λέσχες και τις βίλες τους. Οι ήρωές του ταλαιπωρούνται από μοναξιά, καθώς ζουν ως διοικητικοί υπάλληλοι ή ιδιοκτήτες / καλλιεργητές φυτειών σε μέρη όπως η Βόρνεο, η χερσόνησος της Μαλαισίας, τα νησιά Σαμόα, η Χαβάη και η Σιγκαπούρη. Η επικοινωνία με τους ντόπιους στην καλύτερη των περιπτώσεων περιορίζεται στην εκδήλωση πατρικών, προστατευτικών αισθημάτων και στη χειρότερη στις απαράβατες εντολές για την εκτέλεση της καθημερινής τους υπηρεσίας, στην εξύβριση και τη χειροδικία. Η εκατέρωθεν καχυποψία και αυτό που θα ονομάζαμε στις μέρες μας ρατσισμό υφέρπουν στην καθημερινότητα. Οι ήρωες του Μομ δεν τη βγάζουν εύκολα καθαρή στις αποικίες. Πέραν των κλιματικών δυσκολιών, οι κοινωνικές συναναστροφές είναι ελάχιστες, η απομόνωση ακραία, τα μηνύματα από τη μητρόπολη φτάνουν με καθυστέρηση, οι τοπικές συνήθειες δεν είναι πάντα κατανοητές, η θλίψη των Τροπικών και η αέναη επαναληπτικότητα των φυσικών κύκλων παράγουν ακραία πλήξη. Τότε οι προσωπικές ιστορίες κορυφώνονται ως δράμα, με το φονικό να καραδοκεί στη γωνία.

Ωστόσο, ο συγγραφέας αποθαυμάζει μέσω των ηρώων του το τοπίο, την πλούσια βλάστηση, τα νωχελικά ποτάμια, τους ατελεύτητους ήχους της ζούγκλας, τους χρωματισμούς της θάλασσας. Μόνο που αυτό δεν είναι αρκετό. Το κυριότερο και πλέον συγκινητικό στοιχείο των αφηγήσεών του είναι η προσπάθεια αναπαραγωγής του τρόπου ζωής της θαλασσοκράτειρας σε άλλα μήκη και πλάτη, με εμμονική, σχεδόν γελοία προσήλωση σε ακατάλληλους ενδυματολογικούς κώδικες, παρτίδες τένις ή μπριτζ στην εκάστοτε επί τούτου στημένη λέσχη, με άφθονο πιοτό και απαίτηση από τους ντόπιους να μιμούνται όσα θα έπραττε ένας καλός εγγλέζος μπάτλερ στο Σάσεξ.

Ο Μομ γράφει για την ώριμη και ύστερη αποικιοκρατία, λίγο πριν ξεσπάσουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, με τους εγκαθιδρυμένους θεσμούς της και το άκαμπτο δικαιακό της σύστημα. Λάτρης της πλοκής και του κλασικού δράματος, βασίζεται σχεδόν πάντα σε ακραία γεγονότα προκειμένου να μας δώσει μια ιστορία που θα αξίζει να διεκδικήσει λίγο από τον χρόνο μας. Στο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ μητρόπολης και περιφέρειας, Ευρωπαίων και ιθαγενών, κυρίαρχων και «της γης των κολασμένων» κατά τη διατύπωση του Μαρτινικέζου Φραντς Φανόν, έρχεται να επιπροστεθεί η ταξική πινελιά ενός νέου κόσμου. Η μεταπολεμική κοινωνία που περιγράφεται, φέρ’ ειπείν, στον «Απομακρυσμένο σταθμό» έχει ήδη σημάνει το τέλος της μεγάλης γαιοκτησίας και των παραδοσιακών ευγενών, την άνοδο της εργατικής τάξης, την αλλαγή της θέσης της γυναίκας. Η σύγκρουση στη νήσο Βόρνεο μεταξύ ενός περιφερειακού διοικητή και του νεόκοπου υφισταμένου του θα λάβει ακραίες διαστάσεις καθώς στο ταξικό μίσος θα επιπροστεθεί η στάση απέναντι στους ντόπιους. Περισσότερο ρατσιστής θα αποδειχθεί περιέργως ο νεαρός υφιστάμενος που θα καταλήξει δολοφονημένος από το χέρι ντόπιου προς ικανοποίηση του ευγενούς προϊσταμένου του, ο οποίος κατανοεί καλύτερα τις τοπικές ευαισθησίες. Σαν μέσα από καθρέφτη, στο «Μάκιντος», ο διοικητικός υπεύθυνος στα νησιά των Δυτικών Σαμόα στον Ειρηνικό είναι άξεστος, ερωτύλος, χυδαίος, παμπόνηρος και εκμεταλλεύεται ανενδοίαστα τους ντόπιους. Ο λεπτεπίλεπτος διανοούμενος υφιστάμενός του θα καθοδηγήσει έμμεσα το χέρι ενός επαναστάτη γηγενούς στη δολοφονία του διοικητή του, αλλά στο κρεβάτι του θανάτου θα αποδειχθεί ότι ο άξεστος αυτός άνθρωπος κατανοεί θαυμάσια τα τοπικά ήθη, προστατεύει τους ιθαγενείς και τους θεωρεί παιδιά του. Οι ενοχές θα οδηγήσουν στην αυτοκτονία τον υφιστάμενο.

Πολιτισμική και ταξική σύγκρουση διασχίζουν λοιπόν χιαστί τα περισσότερα αφηγήματα της συλλογής. Στο εκ των ασθενεστέρων της συλλογής, το «Χονολουλού», έχουμε τη χρήση μαύρης μαγείας σε μια ερωτική διένεξη, κάτι που φυσικά φαντάζει απίστευτο στους Ευρωπαίους. Στο «Ναυάγια», μια ξεπεσμένη ηθοποιός β’ κατηγορίας έχει ξεμείνει από όνειρα και διαβιοί σε μια απόμακρη φυτεία υπό καθεστώς ακραίας πλήξης, μοναξιάς και εχθρότητας με τον καλλιεργητή σύζυγό της που πάλαι ποτέ την είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω με τον εραστή της. Πράγματι, τα αποικιακά ερωτικά ήθη, με τις μονομανίες και τις εμμονές τους, χρησιμοποιούνται συχνά ως κινούν αίτιο των ιστοριών του Μομ και κατά κανόνα οδηγούν σε φονικά προκειμένου οι ιστορίες να γίνουν αφηγήσιμες («Τα χνάρια στη ζούγκλα», «Ο σάκος των βιβλίων»). Τέλος, στον «Παντογνώστη» αποδεικνύεται ότι ο αποικιοκράτης αφηγητής είχε άδικο να εχθρεύεται τον κατώτερο ανατολίτη συνεπιβάτη του σε ένα ταξίδι με υπερωκεάνιο, καθώς ο τελευταίος αναδεικνύει το ανώτερο ήθος του προστατεύοντας μια κυρία από τον ηθικό διασυρμό.

Αυθεντικότητα

Ενας κόσμος που χάθηκε οριστικά

Μοιάζουν παλιομοδίτικες οι ιστορίες του Σόμερσετ Μομ και εντάσσονται στην κλασική παράδοση της αποικιακής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν προσποιούνται κάτι που δεν είναι. Αναδεικνύουν έναν κόσμο που χάθηκε οριστικά και που ελάχιστα ίχνη του μπορεί να βρει κανείς στις μέρες μας – αν και η σύγκρουση των πολιτισμών καλά κρατεί, κι ας έχει πάρει εντελώς διαφορετικές μορφές. Σε κάθε περίπτωση, διαβάζοντας την καλομεταφρασμένη αυτή συλλογή, με τις όποιες μικρές ατέλειές της, έχεις συχνά την αίσθηση ότι επιστρέφεις σε ένα μακρινό παρελθόν όπου οι άνθρωποι αφηγούνταν ιστορίες το βράδυ δίπλα στη φωτιά.

Somerset Maugham

Χονολουλού και άλλα διηγήματα

Mτφ. Παλμύρα Ισμυρίδου

Εκδ. Αγρα, 2015, Σελ. 336

Τιμή: 17,50 ευρώ