Ενα πολυτιμότατο ντοκουμέντο η αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με τη Μέλπω Αξιώτη που κρατάει από τις 6 Απριλίου του 1960 ώς τις 20 Ιανουαρίου του 1966 και για το οποίο δεν ξέρεις πραγματικά ποιον να πρωτοθαυμάσεις: τους ίδιους τους ποιητές και πεζογράφους Γιάννη Ρίτσο και Μέλπω Αξιώτη (όσο και αν δεν είναι ευρύτατα γνωστό, η δημιουργός της «Κάδμως» είχε γράψει και ποιήματα ενώ ο δημιουργός της «Τέταρτης διάστασης» είχε γράψει και πεζά) ή τη Μαίρη Μικέ που με την εισαγωγή της και τις σημειώσεις της στο τιτλοφορούμενο με το ευρηματικό «Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά» αυτό βιβλίο, αλλά και την επιμέλειά του, ορθώνει ένα αληθινό μνημείο που το διεξέρχεσαι σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.

Ετσι όπως τα ονόματα και τις μορφές που καταχωρίζονται στις σημειώσεις αισθάνεσαι να τις έχει εγκολπωθεί η Μικέ ως ξεκορμισμένες από μια γιγάντια, μυθικής προέλευσης τοιχογραφία. Σαν να συγκροτούν ένα σύμπαν που η αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με τη Μέλπω Αξιώτη, με όλη την ανεπανάληπτή της ουσία, μέλλει να χρησιμεύει στο απώτατο μέλλον και ως ένα πρόσχημα ώστε το σύμπαν αυτό να επανακάμπτει αενάως φρέσκο και δροσερό. Είτε πρόκειται για τις μορφές –ενδεικτικά –του πεζογράφου Δημήτρη Χατζή, του τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, του γιατρού, μέλους της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης και υπουργού της κυβέρνησης του βουνού Πέτρου Κόκκαλη το 1947, του ρώσου κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν και του πεζογράφου Κοσμά Πολίτη είτε του ηθοποιού Τζαβαλά Καρούσου, του αρθρογράφου της «Αυγής» και της «Επιθεώρησης Τέχνης» Κ. Πορφύρη, του πεζογράφου Πάνου Καραβία, της συντρόφου του Αρη Αλεξάνδρου, Καίτης Δρόσου, του ποιητή Τάκη Σπυρόπουλου, του Βασίλη Μάρκαρη, καθηγητή της στο μάθημα της Θεολογίας που τον παντρεύεται η Μέλπω Αξιώτη το 1925 και τον χωρίζει το 1929, ή τέλος της Μαρίκας Μινεέμης, πολιτικής εξορίστου, φίλης της Ελλης Αλεξίου και της Μέλπως Αξιώτη, μέλους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Αητόπουλα» («Μηνιάτικο περιοδικό για τα παιδιά μας που φιλοξενούνται στις Λαϊκές Δημοκρατίες»).

Γνωρίζουμε έναν καινούργιο Ρίτσο ή μια διαφορετική Αξιώτη χάρη στην αλληλογραφία τους, σε σχέση με ό,τι μας ήταν ήδη γνωστό; Ασφαλώς όχι, πράγμα άλλωστε που δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί και επιπλέον δεν θα είχε και κανένα απολύτως νόημα. Φτάνει και περισσεύει το γεγονός ότι επιβεβαιώνεται ανεκτίμητα ακόμη και από την πιο ελάχιστη λέξη που χρησιμοποιεί ο Ρίτσος –όπως και από το πιο σύντομο ή εκτεταμένο γράμμα του –ότι ο ίδιος υπήρξε ως φυσική παρουσία ένα τόσο εντελές έργο τέχνης όσο και η σύνολη ποιητική του δημιουργία. Η καλλιγραφία του, ο τρόπος που κάπνιζε ή έσβηνε το τσιγάρο του, που βάδιζε ή απευθυνόταν στον συνομιλητή του, που έφερνε στον καλεσμένο του τον δίσκο με το γλυκό του κουταλιού και το ποτήρι με το δροσερό νερό, που απαξίωνε, χωρίς να θίγει κανέναν, οτιδήποτε έκανε τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ανάγωγα ή χυδαία, που εξέφραζε τέλος τη συγκίνησή του για την πολύτιμη καθημερινή συντροφιά που του έκανε ο «Αγιος Σεβαστιανός» του Γιάννη Τσαρούχη, θα ‘λεγες πως όλα επάνω του κατέτειναν στη δημιουργία μιας αρμονίας και μιας τελειότητας. Γίνονταν όλα ένας αναβαθμός ώστε η καθημερινότητα να μπορεί να υπάρξει ως ένας επικοινωνιακός παράδεισος σε σχέση με τον εαυτό μας και με τους άλλους.

Με τι όμως τελικά θα «πίστωνε» ή θα «χρέωνε» κανείς την Αξιώτη και τον Ρίτσο σε σχέση με το περιεχόμενο των γραμμάτων τους; Αξίζει προηγουμένως να σημειωθεί ότι το σύνολο των 83 γραμμάτων (θεωρούμε ως γράμματα και τις ελάχιστες καρτ ποστάλ και τα ακόμα λιγότερα τηλεγραφήματα που περιλαμβάνονται στο σύνολο αυτό) κατανέμεται με έναν εντελώς ανισομερή τρόπο, αφού τα 66 έχουν γραφεί από τον Γιάννη Ρίτσο και μόνο τα 17 από τη Μέλπω Αξιώτη. Εξήντα έξι λοιπόν γράμματα του Ρίτσου, με τα 50 να γράφονται στην Αθήνα, τα 6 στο Καρλόβασι της Σάμου, τα 4 στο Βουκουρέστι, τα 3 στην Πράγα, τα 2 στο Βερολίνο και το ένα στο Ντόμπριτς (θερινό ανάκτορο λίγη ώρα έξω από την Πράγα). Με πολύ λιγότερους τους τόπους γραφής τους για την Αξιώτη, αφού είναι μόνο 2, το Βερολίνο και η Γένοβα. Ουσιαστικά η αλληλογραφία, έστω και αν συνεχίζεται ώς τις 20 Ιανουαρίου του 1966, κρατάει ώς τις 22 Οκτωβρίου του 1962, αφού το τελευταίο γράμμα της Μέλπως Αξιώτη γράφεται αυτή ακριβώς την ημερομηνία. Στη συνέχεια η ίδια παραμένει απλή παραλήπτρια των 27 γραμμάτων του Ρίτσου, χωρίς όμως αυτή η μονομερής σχέση να καθιστά την αλληλογραφία λειψή, αφού ο δημιουργός της «Εαρινής συμφωνίας» έγραφε τα γράμματά του με έναν τρόπο που θα περιλαμβάνανε μέσα τους τον παραλήπτη τους, ακόμη κι αν δεν ήταν τόσο γνωστός όσο ήταν η Μέλπω Αξιώτη ή ακόμη κι αν ήταν εντελώς άγνωστος.

Μήπως σημαίνει το γεγονός αυτό ότι ο Ρίτσος αγαπούσε την Αξιώτη περισσότερο από ό,τι τον αγαπούσε η ίδια; Θα μπορούσε να το υποθέσει κανείς διαβάζοντας τις δουλειές που του ανέθετε να της κάνει και που δεν ήταν μόνο να φροντίσει να της βρει εκδότη ή να επιμεληθεί τις τυπογραφικές διορθώσεις των ποιημάτων της. Αλλά και να παρακολουθεί ο ίδιος το τύπωμά τους στο τυπογραφείο και να στέλνει τα αντίτυπα του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου σε φίλους και κριτικούς. Ενώ είναι βέβαιο πως θα παρακινούσε ο Ρίτσος ορισμένους από τους τελευταίους, τουλάχιστον τους αριστερούς –όπως για παράδειγμα τον Θέμο Κορνάρο ή τον Κ. Πορφύρη -, να γράψουν για το βιβλίο της φίλης του. Πράγμα που το αντιλαμβάνεται κανείς από τη χαρά με την οποία της ανήγγελλε οτιδήποτε σχετικό ή της έστελνε το απόκομμα της εφημερίδας με το δημοσιευμένο κριτικό σχόλιο.

Και μιλάμε για χρόνια όπου ο Ρίτσος γράφει συνεχώς, τα βιβλία του εκδίδονται απανωτά, δημοσιεύονται μεταφράσεις ποιημάτων του σε περιοδικά ή και ολόκληρων βιβλίων του στο εξωτερικό, συνθέτες μελοποιούν ποιήματά του, τέλος ταξιδεύει συχνά – πυκνά, με λίγα λόγια πολιορκείται έσωθεν και έξωθεν πανταχόθεν. Φτάνει να αναγνωρίζεις το είδος της πραγματικής μεγαλοσύνης όταν τον συγκρίνεις με τον Γιώργο Σεφέρη, που δεν θα διανοούνταν να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι για τον οποιονδήποτε ή έστω να χάσει χρόνο μιλώντας του στο τηλέφωνο. Μια πραγματικά άδολη χαρά από πλευράς του Ρίτσου που φτάνει ώς το σημείο, ενώ είναι ο ίδιος στο Βερολίνο και περιμένει την Αξιώτη να επιστρέψει από την Ιταλία, είναι δηλαδή θέμα ωρών η συνάντησή τους, να της γράφει: «Βερολίνο, 14.ΙΧ.62. – Μέλπω μου, επιτέλους έρχεσαι. Ηθελα πολύ να σε υποδεχτώ στον σταθμό, μα δεν κατάφερα να μάθω πότε θα βρίσκεσαι εδώ. Στο μεταξύ το πρόγραμμα συνεχίζεται κι έτσι είμαι υποχρεωμένος να λείψω όλο το πρωί απ’ το Γιοχάνισχοφ. Μου ‘χουν κανονίσει κι ένα ραντεβού για το απόγευμα. Πότε θάσαι εδώ, και πότε θα ιδωθούμε; Δε μπορώ να σκέφτομαι πως θάχεις έρθει κι εγώ να κουβεντιάζω με τους Γερμανούς «περί ποιήσεως». Κι ούτε θάθελα να σου γράψω. Λαχτάρησα να σε δω και να μιλήσουμε. Μα πάλι, να μπεις στο ξενοδοχείο χωρίς να βρεις τίποτα δικό μου. Καλύτερα απ’ το τίποτα τούτο το σημείωμα. Καλώς μας ήρθες. Φιλιά. Γιάννης».

Περπατώντας με ξένα πόδια

Πώς συνειδητοποιούμε τη Μέλπω Αξιώτη σε σχέση με τα γράμματά της και, κυρίως, σε σχέση με τον απροκάλυπτο στο ενδιαφέρον του, την αγάπη του και τη συγκίνησή του για την ίδια, Γιάννη Ρίτσο; Oσο και αν θα την χαρακτήριζε κανείς άνθρωπο κυκλοθυμικό, αφού – για παράδειγμα – από τη μια προτρέπει τον Ρίτσο να ζητήσει χρήματα από την ετεροθαλή αδελφή της για την έκδοση του βιβλίου της και από την άλλη την αναφέρει παρεμπιπτόντως, με την έννοια να φροντίσει να της στείλει – ο Ρίτσος, πάντα – ένα αντίτυπο του εκδομένου βιβλίου της (χωρίς να έχει δώσει η αδελφή τα χρήματα), την ίδια στιγμή, αντίθετα, θα την αναγνώριζε ως έναν άνθρωπο βαθιά συναισθηματικό. Oταν ο Ρίτσος της παραπονείται ότι ενώ στα γράμματά του την αποκαλεί «Αγαπημένη μου Μέλπω» η ίδια η Αξιώτη αρχίζει τα δικά της γράμματα με την προσφώνηση «Αγαπητέ φίλε», θα μπορούσε, παρά την επαρκή εξήγηση που του δίνει, επαρκέστερη ή μάλλον συγκλονιστική να θεωρηθεί μια ομολογία της σε ένα προηγούμενο γράμμα της, όταν του γράφει: «Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δυο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του – αυτό είναι τίποτα μπροστά στο κάθε βήμα που πρέπει να κάνουν τα ξένα πόδια σφηνωμένα στο δικό σου κορμί – Eτσι μπορείς να μάθεις να βαδίζεις, μα ξεμαθαίνεις να μιλείς με το διπλανό σου – κατάλαβε λοιπόν γιατί δεν σου ‘γραψα παρά για τα πραχτικά ζητήματα».

Δεν χρειάζονται περισσότερα για να κατανοήσουμε ότι αν έρχεται κάποια στιγμή που οι ζωές των ανθρώπων διαβάζονται σαν παραμύθι, είναι γιατί έχουν βασανιστεί. Αν μάλιστα έχουν μαρτυρήσει, τότε το παραμύθι γίνεται ακόμα πιο γοητευτικό.

Γιάννης Ρίτσος,

Μέλπω Αξιώτη

Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)

Εκδ. Αγρα, σελ. 320

Τιμή: 19,50 ευρώ