Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα «Μάρμαρα στη μέση» (Ικαρος) αρχίζει με την περιγραφή μιας τοιχογραφίας σ’ ένα καπηλειό της Γερμανίας, φιλοτεχνημένης από Ελληνα (το κεντρικό πρόσωπο του προηγούμενου μυθιστορήματος του Νόλλα). Αριστερά απεικονίζονται σκηνές από τη μαρτυρική θανάτωση των ηγετών της χιλιαστικής κομμούνας των Αναβαπτιστών στο Μίνστερ τον 16ο αιώνα, μπροστά σ’ ένα πλήθος που παρακολουθεί με σαδιστική διέγερση. Με μια ανάδρομη κίνηση στον χρόνο και στη γεωγραφία το ανθρώπινο αυτό ποτάμι περνάει στη δεξιά πλευρά του πανοράματος, φτάνοντας στον 14ο αιώνα και στη Θεσσαλονίκη μιας άλλης κομμούνας, αυτής των Ζηλωτών. Υπάρχει κι εδώ επαναστατική βία, όχι όμως σαδισμός. Μια πομπή ρασοφόρων, που ο κόσμος από τα μπαλκόνια ραίνει με άνθη, ενώνεται με το τρικυμισμένο πλήθος και καταλήγει πανηγυρικά στην Αχειροποίητο. Στο κέντρο της σκηνής δεσπόζουν δύο λαμπρές μορφές: η Αννα Παλαιολογίνα και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, οι μεγάλοι αντίπαλοι στη διαμάχη για τον βυζαντινό θρόνο. Ολα εδώ είναι πιο ευγενικά, πιο πνευματικά. Παρότι προγενέστερη κατά δύο αιώνες, η κομμούνα της Θεσσαλονίκης ήταν πιο μπροστά σε πολιτισμό και ποιότητα αιτημάτων από τον «κομμουνισμό των σπηλαίων» των Αναβαπτιστών, των Οστρογότθων και των Ουραγκοτάγκων, όπως δεν αντέχει τελικά να μη σχολιάσει ο συγγραφέας, βάζοντάς τους όλους αυτούς στο ίδιο τσουβάλι.

Οι απόψεις του Νόλλα για τη σχέση της ορθόδοξης Ανατολής με τη «Φραγκιά» είναι γνωστές από προηγούμενα μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά του. Αλλά πρώτη φορά μπαίνει σ’ ένα μυθιστόρημά του δηλώνοντας τόσο διάτορα τη θέση του, έστω και αν (κατά προσφιλή του μέθοδο) αποποιείται την ευθύνη για τον φτηνό μανιχαϊστικό συμβολισμό αποδίδοντάς τον σ’ έναν από τους χαρακτήρες του. Σε μερικούς θ’ αρέσει αυτό το σταράτο ξεμπρόστιασμα των Δυτικών (στο στυλ «Οταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες…»). Αλλοι μπορεί να θυμώσουν. Κάποιοι άλλοι, που θαυμάζουν τον Νόλλα για ό,τι και αν γράψει, ίσως θορυβηθούν, αλλά θα βρουν όπως πάντα τρόπο να δώσουν μια ανακουφιστικά αποϊδεολογοποιημένη ερμηνεία. Αλλοι τέλος, που έχουν σε μεγάλη εκτίμηση τα πρώιμα έργα του Νόλλα, όπως εγώ, θ’ αναρωτηθούν αν είναι δυνατόν ένας τόσο καλός συγγραφέας να πέσει τόσο χαμηλά και θα συνεχίσουν την ανάγνωση, ελπίζοντας σ’ επιμέρους έστω νίκες του ταλέντου του πάνω στις ιδεοληψίες του.

Και υπάρχουν πράγματι τέτοιες νίκες. Η γραφή του Νόλλα είναι εδώ πιο εσωτερική από άλλοτε, έχει μια δραματικότητα εκφρασμένη με μακροπερίοδες, ανήσυχα συστρεφόμενες προτάσεις, λοξοκοιτάζει τον εαυτό της μ’ εμβόλιμες ειρωνικές παρατηρήσεις για τις λογοτεχνικές συμβάσεις και με προκλητικές προαναγγελίες ανατροπών τους. Κρίμα που μια τόσο αντισυμβατική γραφή υπηρετεί μια τόσο συμβατική και στερεοτυπική σκέψη.

Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος –το γενικό ξεπούλημα ανθρώπων και αξιών με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση –είναι αυτονόητα ενδιαφέρον. Αλλά ο Νόλλας το ξαπλώνει χωρίς πολλά πολλά στην προκρούστεια κλίνη του. Ο Ντοστογέφσκι, που ήθελε και αυτός να δείξει ότι το δυτικό πνεύμα σκοτώνει το αίσθημα του ιερού στις ανθρώπινες σχέσεις, μελέτησε βαθιά τον δυτικό Αντίχριστο, σαν να τον κουβαλούσε μέσα του (που τον κουβαλούσε). Ο Νόλλας, αντίθετα, φτιάχνει με τηλεγραφικά βιογραφικά και χάρτινες φιγούρες αντίχριστους κομμένους και ραμμένους στα ιδεολογικά μέτρα του. Το «Μάρμαρα στη μέση» είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που άρχισε με το «Ταξίδι στην Ελλάδα», όπου η βαλκανική μαγεία άντεχε ακόμη στην αστική βαρβαρότητα. Πολύ εύκολα μαντεύει κανείς τι θα λέει το τρίτο μέρος, όπως μάλιστα είναι σήμερα τα πράγματα σ’ Ελλάδα και Ευρώπη.