Είναι περιττό να κάνω οποιαδήποτε εισαγωγή για τον Φρίντριχ Νίτσε, έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της σύγχρονης εποχής. Αυτό το θραυσματικό δοκίμιο γράφτηκε λίγο μετά το αριστουργηματικό πρώτο του έργο, τη «Γέννηση της Τραγωδίας» (1872), στον πρόλογο του οποίου υπάρχει η περίφημη φράση […] να κοιτάζεις την επιστήμη με τα μάτια της τέχνης και την τέχνη με τα μάτια της ζωής […] Στο τέλος της ίδιας χρονιάς προσφέρει στη δεύτερη σύζυγο του Βάγκνερ και κόρη του Λιστ, Κόζιμα, τους «Πέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία», ένας εκ των οποίων είναι και ο συγκεκριμένος: «Αγών Ομήρου». Στη «Γέννηση της τραγωδίας» ο φιλόσοφος έγραφε:

[…] Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Ελληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Ετσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε εποχή) ο,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος […]

Στο «Αγών Ομήρου» ο Νίτσε ενστερνιζόμενος έναν κλασικά δοκιμιακό λόγο πιο απομακρυσμένο από τη συνήθη φορτισμένη και ενίοτε λυρική του πρόζα, προσπαθεί να φωτίσει μ’ έναν ιδιάζοντα τρόπο τον βασικό πυρήνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Στο μικρό αυτό «δοκίμιο» η κυρίαρχη ιδέα είναι η απόρριψη της θεώρησης της ομηρικής εποχής ως μιας μεγαλειώδους και καταλυτικής φάσης της ανθρωπότητας. Για να στηρίξει αυτή τη θέση ο Νίτσε κάνει ένα φλας μπακ στην περίοδο που προηγήθηκε. Η προ-ομηρική εποχή είναι γεμάτη τερατώδεις, άγριες συγκρούσεις που αναδύονται από αρχέγονα, βίαια ένστικτα: το τρομακτικό, το αποτρόπαιο, τον φόβο. Κι όπως τονίζει ο μεταφραστής εδώ «κοιτάμε ολόισα την άβυσσο της ανθρώπινης Φύσης». […] Δίχως το χέρι του Ομήρου, για προστάτη και οδηγό μας, αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και γυρίσουμε στην προ-ομηρική εποχή, τι αντικρίζουμε; Μόνο νύχτα και τρόμο, πλάσματα μιας φαντασίας μαθημένης στη φρίκη […]

Δύο χρόνια πριν, ο Νίτσε έγραφε: «Δεν υπάρχει όμορφη επιφάνεια χωρίς τρομερό βάθος». Εδώ αντιπαραθέτει τον ομηρικό (απολλώνιο) κόσμο και τον προ-ομηρικό (διονυσιακό) έτσι όπως αντανακλάται στη Θεογονία του Ησίοδου. Στην Ιλιάδα μάς λέει, ο Ομηρος χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική σύλληψη ως έναν πέπλο νοήματος και φόρμας πάνω στον μη νοηματοδοτημένο και οριακής βίας κόσμο του πολεμικού του θέματος. Το σημείο επαφής του Απολλώνιου με το Διονυσιακό. Εναν διονυσιακό κόσμο που ωστόσο καταφάσκει, δίχως να πτοείται από τον πόνο, τη βία και τον τρόμο. Εναν κόσμο που ανοίγει τον δρόμο για την αισχύλεια τραγωδία, η οποία, κοιτώντας τον τρόμο στα μάτια, λέει ναι στη ζωή.

Κάθε μεγαλειώδης εποχή προϋποθέτει μια προηγούμενη καταστροφική, σκληρή. Η ομηρική περίοδος θεωρείται μια εποχή «ήρεμου μεγαλείου», καλλιτεχνική και εν πολλοίς υψηλότατης αισθητικής και πολιτισμού. Εάν ωστόσο αφαιρέσουμε τον Ομηρο από την εξίσωση τι μας μένει; ρωτάει ο Νίτσε. Αίμα, βία, έριδες, φρίκη και άγριοι θεογονικοί μύθοι. Ο αρχαιοελληνικός χαρακτήρας, το αρχαιοελληνικό Ιδεώδες, υποστηρίζει ο συγγραφέας, εδράζεται στον Αγώνα, στην Εριδα, στον Πόλεμο. Το συνειδητοποιημένο δίποδο, ο άνθρωπος, ταλανίζεται από τα ποικίλα θέλω του. Αλλωστε το γράφει καθαρά στον «Αγώνα Ομήρου» ο φιλόσοφος […] οι τρομακτικές και οι λεγόμενες απάνθρωπες πλευρές (του ανθρώπου) είναι, πιθανότατα, το γόνιμο έδαφος κάθε είδους ανθρωπισμού […]

Ενας Αγώνας λοιπόν με ιδιαίτερη ηθική, μια και η ζηλοφθονία π. χ. δεν θεωρείται κάτι κακό. Ενας Αγώνας επίσης που διεξάγεται υπό τη σκέπη του συνόλου. Ο αρχαίος Ελληνας πρέπει να αγωνίζεται όχι για να είναι εκείνος ο πρώτος, αλλά για την πόλη. Δεν είναι τυχαίος ο εξοστρακισμός, ο οποίος εμποδίζει την ύπαρξη της μιας και μοναδικής μεγαλοφυΐας. Πρέπει να εξοντωθεί για να τη διαδεχτεί μια άλλη.

Στα ομηρικά έπη, το κόσμημα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αναδεικνύεται ότι η εχθρότητα, ο πόλεμος, η φιλοδοξία, η αγριότητα υπήρξαν ανέκαθεν κυρίαρχα θεμέλια του συγκεκριμένου πολιτισμού. Αλλά και την κλασική περίοδο ο πολιτισμός και η κοινωνία ήταν βασισμένα σε παρόμοιες έννοιες (ο Θεμιστοκλής ζηλεύει τον Μιλτιάδη, ο Ξενοφάνης απαξιοί τον Ομηρο), ο Ελληνας αγωνίζεται διαρκώς για τα πρωτεία σε έναν αέναο αγώνα.

Τι έκανε την πεμπτουσία της ανθρωπότητας τρομακτική σε σχέση με τα πιο εκλεπτυσμένα παραδείγματα που μας προσφέρει η Φύση; Ο Νίτσε απαντά τονίζοντας το απόκοσμο, αλλόκοτο υπόβαθρο της ανθρώπινης φύσης στη δεύτερη κιόλας παράγραφο παραθέτοντας πέντε παραδείγματα από κείμενα των αρχαίων Ελλήνων, πέντε παραδείγματα της […]τίγρης που ορμούσε σα χείμαρρος (με) τη λάγνα σκληρότητα (που) άστραφτε στα τρομερά της μάτια […]

Ο εγωισμός και η άμιλλα είναι φυσικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, ωστόσο ο Νίτσε επισημαίνει ότι ο στόχος του αγωνιζόμενου αρχαίου Ελληνα δεν είναι ατομικός αλλά αφορά την ευημερία της πόλης. Χωρίς αγώνα, έχουμε ύβρη η οποία εδράζεται στην προ-ομηρική εποχή και επεκτείνεται στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον οποίο επιφυλάσσει διάφορα «κοσμητικά» επίθετα υποβαθμίζοντάς τον σε τεράστιο βαθμό.

Η ύψιστη λοιπόν καλλιέργεια δεν είναι αποτέλεσμα εκπολιτισμού αλλά μετουσίωση της αγριότητας. Η άγρια ελκυστικότητα της αρχαίας τραγωδίας βασίζεται στη βιαιότητα, τα δε μεγαλύτερα έργα είναι γεμάτα αίμα, πόλεμο και έγκλημα.

Μια απόπειρα αποδόμησης ενός μεγαλειώδους μύθου, μια προβοκατόρικη ανάγνωση του αρχαιοελληνικού κόσμου; Μια επανατοποθέτηση της ανθρώπινης φύσης στο πραγματικό της επίπεδο που εμπεριέχει και το Υψηλό αλλά και το Φρικώδες; Σε ό,τι κι αν στόχευε, ο Νίτσε παραμένει αιρετικός, αμφισβητίας και ένας από τους πιο λαμπρούς στοχαστές στην ιστορία της φιλοσοφίας.

Οι εκδόσεις Gutenberg μας προσφέρουν δύο από τους πέντε «Προλόγους» του Νίτσε («Αγών Ομήρου» και «Το πάθος για την αλήθεια») στη σειρά «Ψήγματα», σε έξοχη μετάφραση και εκτενή σχολιασμό του Βαγγέλη Δουβαλέρη, και αντίστοιχη υψηλοτάτου ποιότητας φιλολογική επιμέλεια του Ηρκου Ρ. Αποστολίδη.

Friedrich Nietzsche

Αγών Ομήρου

Πρόλογος – μετάφραση – σχόλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης

Φιλολογική επιμέλεια:

Ηρκος Ρ. Αποστολίδης

Εκδ: Gutenberg 2015, Σελ. 96,

Τιμή: 7 ευρώ