Είχα τη μεγάλη χάρη να βρεθώ εκδρομέας από την επαρχία μου στην πρεμιέρα της επίσημης έναρξης του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955. Την προηγούμενη χρονιά δοκιμάστηκε μια πρώτη απόπειρα να αναβιώσει μια παράσταση στο θέατρο της Αργολίδας της πρώτης το 1938 θρυλικής παράστασης με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Το 1954 ο Ροντήρης πάντα ανέβασε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και η αθρόα προσέλευση του κοινού (με φορτηγά, κάρα, μοτοσικλέτες και επαρχιακά ταξί και βέβαια λεωφορεία της γραμμής ή της περιηγητικής) ενθάρρυνε ώστε το 1955 να γίνει η γενέθλια χρονιά ενός μείζονος πολιτιστικού θεσμού ευρωπαϊκής αποδοχής. Το 1955 τα εγκαίνια έγιναν με την «Εκάβη» του Ευριπίδη στη συμβολιστικής υφολογίας μετάφραση του Μελαχρινού με μουσική του Μενέλαου Παλλάντιου, σκηνικά Κλώνη και αριστουργηματικά κοστούμια του μεγαλοφυούς ερασιτέχνη Αντώνη Φωκά.

Ο Μινωτής σκηνοθέτησε το έργο. Ας μου επιτρέψετε σήμερα να αναφερθώ σ’ αυτήν την εξαίσια συντεχνία που θεμελίωσε την εποποιία της ερμηνείας στον σύγχρονο κόσμο και στο αρχαίο Αμφιθέατρο του αρχαίου ελληνικού δράματος. Βέβαια η επιστροφή στο αρχαίο κοίλον οφείλετο στον μεγάλο Εκτορα Ρομανιόλι που από το 1916 εγκαινίασε παραστάσεις αρχαίου δράματος στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών. Ακολούθησε στα πρότυπά του ο Σικελιανός στους Δελφούς το 1927. Αλλά η έρευνα για το αρχαίο δράμα και από μετάφραση στα νέα ελληνικά ξεκίνησε στην Ελλάδα με τον Θωμά Οικονόμου στο Βασιλικόν Θέατρον το 1903 με την «Ορέστεια» του Αισχύλου (και τα ματωμένα «Ορεστειακά» των αντιδραστικών πανεπιστημιακών που δογμάτιζαν υπέρ της παράστασης από το… πρωτότυπο) και την «Αντιγόνη» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου στην έξοχη δημοτική με στιχουργικές μνήμες δημοτικού τραγουδιού του Κ. Μάνου. Και συγχρόνως και την «Αλκηστιν» του Ευριπίδη στη μετάφραση σταθμό του ίδιου του Χρηστομάνου (την εξέδωσα εγώ στον Πατάκη και την έπαιξε ύστερα από 80 χρόνια η Κονιόρδου!). Σ’ αυτήν την παράσταση έπαιζε ο Σικελιανός και η ποιήτρια Μυρτιώτισσα!

Οταν λοιπόν το καλοκαίρι του 1955 κι ενώ ακουγόταν η κουκουβάγια στην απόλυτη σιωπή πριν ξεκινήσει το δράμα, πρώτος εμφανίστηκε στον ρόλο του «Φάσματος» του Πολυδώρου ο Αλέκος Αλεξανδράκης (περυσινός Ιππόλυτος). Επαναφέρω μάλιστα στη μνήμη και στις εποχές μας ένα άλλο ντοκουμέντο: υπάρχουν στο «Θεατρικό Μουσείο», που βάρβαροι ορνεοκέφαλοι (για να θυμηθώ τον Ελύτη) κρατούν κλειστό, δύο φωτογραφίες του Ιππολύτου∙ Στην αυλή του ανακτόρου εικονίζεται η Φαίδρα (Ελ. Βεργή) και δίπλα τις ως παραστάτισσες κρατώντας αγγεία θυσίας δύο μαθήτριες της Δραματικής Σχολής: η Τζένη Καρέζη και η Τζένη Ρουσσέα! Στην άλλη φωτογραφία εικονίζεται η στιγμή που ο νεκρός Ιππόλυτος σε νεκρικό κρεβάτι μεταφέρεται στους ώμους των συντρόφων του και συγκυνηγών του. Δύο απ’ αυτούς που φαίνονται είναι οι μαθητές της Δραματικής Σχολής Δημήτρης Παπαμιχαήλ και Νίκος Κούρκουλος.

Αντιλαμβάνεσθε τι σημαίνει υποκριτική παράδοση, Σχολή;

Μέσα απ’ αυτές τις αισθητικές, ηθικές και πολιτισμικές δομές ξεπήδησε ο σπόρος που θα φυτρώσει και θα καρπίσει η παράδοση της ερμηνείας του αρχαίου δράματος: Θωμάς Οικονόμου (δάσκαλος του Ροντήρη), Χρηστομάνος, Φώτος Πολίτης (δάσκαλος του Ροντήρη και του Μινωτή), Ροντήρης, Μουζενίδης, Κατσέλης (μαθητής του Φ. Πολίτη), Κωστής Μιχαηλίδης (βοηθός του Πολίτη και του Ροντήρη – σύζυγος της Αρώνη), Σπύρος Ευαγγελάτος (μαθητής του Μουζενίδη και του Βόκοβιτς και του Τερζάκη), Λ. Βογιατζής (μαθητής του Μιχαηλίδη και της Αρώνη).

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο παγκόσμιο θέατρο θα συμμεριστεί αυτή εδώ την άποψη. Πως δεν γίνεται χωρίς συνέχεια, αλληλοδιδακτική, συντεχνιακή συνείδηση για τα ουσιώδη και θεμελιώδη μιας τέχνης Σχολή.

Και στην υποκριτική παράδοση του τόπου μας η συνέχεια και η αλληλεγγύη είναι και δεδομένη και γόνιμη. Μια υπέροχη σκυταλοδρομία μαστόρων. Ο Μινωτής δήλωσε κάποτε σε μια δημόσια συζήτηση μαζί μου πως ο Φώτος Πολίτης, δάσκαλός του, όπως ο Ροντήρης, η Παξινού, ο Κατσέλης, ο Κωτσόπουλος, η Μανωλίδου, η Αρώνη, ο Βόκοβιτς, ο Δενδραμής, αυτός σκηνοθέτης και συνάμα μέγας κριτικός θεάτρου και λογοτεχνίας αλλά και ηθών είχε «πνευματοποιήσει το θέατρό μας».

Η Αννα Συνοδινού που μας άφησε πριν από μια εβδομάδα πλήρης ημερών ήταν ακρογωνιαίος λίθος στο οικοδόμημα αυτής της πνευματικής συντεχνίας. Πρωτομάστορας.

Μαθήτρια του Ροντήρη και του Τερζάκη στα θεωρητικά, του Βόκοβιτς, της Αρώνη μπήκε στον στίβο όπως ο Ροντήρης όριζε. Μέσα από τον Χορό της αρχαίας τραγωδίας. Δεν υπάρχει σημαντική ηθοποιός του θεάτρου μας που να μη μυήθηκε στα μυστικά της υποκριτικής χωρίς να περάσει από τους Χορούς του αρχαίου δράματος –από την Ασπασία Παπαθανασίου και την Αλέκα Παΐζη (ήταν στον Χορό της «Εκάβης» το 1944 στο Ηρώδειο με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη) έως την Κονιόρδου, τη Μάρω Κοντού, τη Χρονοπούλου και τη Λήδα Τασσοπούλου.

Η Συνοδινού στη μυθική «Ορέστεια»του 1949 με Κλυταιμνήστρα τη Μαρίκα Κοτοπούλη (δασκάλα του Ροντήρη, αφού στον θίασό της εκείνος πρωτόπαιξε θέατρο) και Ορέστη τον Μυράτ και Απόλλωνα τον Αλεξανδράκη, Αθηνά την Θ. Καλλιγά, Τροφό τη μεγάλη Αθηναία Μουστάκα, Κήρυκα τον Βόκοβιτς, ήταν μέλος του Χορού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει δοκιμές επί οκτάωρο από τον Σεπτέμβριο του 1948 έως τον Σεπτέμβριο του 1949 χωρίς τότε αργία της Δευτέρας. Ο Ροντήρης δίδασκε προσωπικά τον Χορό με τις προδιαγραφές των δοκιμών μιας ορχήστρας που παίζει Μπετόβεν. Κάθε μέλος ξεχωριστά και μικρές ομάδες και εν συνεχεία ως σύνολο (ο σκηνοθέτης αυτός συνήθως αριθμούσε 24 μέλη στον Χορό!) ακολουθούσαν την παρτιτούρα που είχε ο δάσκαλος συγκροτήσει.

Από αυτήν την «πειθαρχία» έρχεται ο υποκριτικός σεισμός που υπήρξε εξ αρχής η Αννα Συνοδινού.

Παίζοντας την Πολυξένη δίπλα στην Παξινού στην «Εκάβη» το 1955 έβαλε πλησίστια πορεία για την κλασική «Αντιγόνη» του 1956, τότε που έπεσε η Επίδαυρος από τη συρροή του κόσμου και για να καθήσει ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής επιστρατεύτηκε καρέκλα από τα καμαρίνια.

Αυτή η παράσταση μαζί με τον Οιδίποδα με Παξινού – Μινωτή και τη «Λυσιστράτη» του Σολωμού με την Αρώνη, τον Νέζερ, την Καρέζη δοξάστηκε και βραβεύτηκε το Εθνικόν Θέατρον στο Φεστιβάλ των Εθνών επικρατώντας ιστορικών εθνικών παραδόσεων Αγγλίας, Γαλλίας, Νορβηγίας και Γερμανίας (με έργο του Μπρεχτ!).

Αλλά η Συνοδινού δεν θριάμβευσε μόνο ως Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα (με την «Ορέστεια» του Ροντήρη δέκα χρόνια έπειτα από τη συμμετοχή της στον Χορό του 1949) το 1959 πάλι με τον Ροντήρη, τις Ιφιγένειες, την Ανδρομάχη, την Ελένη, την Εκάβη, τις Τρωάδες, τις Φοίνισσες, τον Οιδίποδα Τύραννο με τον Κιμούλη. Επαιζε ελληνική φάρσα δίπλα στον Ηλιόπουλο, τον Φωτόπουλο, έπαιζε Σικελιανό, την «Τρισεύγενη» του Παλαμά, την «Κοντέσσα Βαλέραινα» του Ξενόπουλου αλλά και τον νεότερο και μακαρίτη κι αυτόν, τον Σπύρο Γαλαίο («Ο Φωταγωγός»).

Επαιζε Σαίξπηρ, Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Μπ. Σο, Ανούιγ, Ζιροντού, Λόρκα στον «Ματωμένο γάμο» και τη «Μαριάννα Πινέδα», την «Αντιγόνη» του Μπρεχτ. Εμένα προσωπικά (που έχω δει τα πάντα από το 1944 έως την τελευταία της παρουσία στην Επίδαυρο με τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου στη δική μου μετάφραση –Δική μου ήταν και η μετάφραση του Οιδίποδα Τυράννου) με έχει εφ’ όρου ζωής σημαδέψει η ερμηνεία της στην Κόρη στο αριστούργημα του Πιραντέλο «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» με σκηνοθέτη τον Σολωμό και δίπλα στον Παπαμιχαήλ και τον Λ. Καλλέργη.

Είχα τη μεγάλη χαρά να επικοινωνώ μαζί της έως το επώδυνο τέλος της. Εφυγε πικραμένη που δεν βρέθηκε κανείς να εκμεταλλευτεί ως δάσκαλος την 60χρονη πείρα της. Και οργισμένη γιατί έβλεπε πως μια παράδοση που χτίστηκε με γνώση, πάθος, συνέπεια, μόχθο και όραμα στα χέρια ξυλοσχιστάδων κοντεύει να γίνει χλεύη των ανίδεων. Εβλεπε τα όσια τοις κυσίν κυριολεκτικά όταν στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου στην Επίδαυρο είδε τον Χορό των Αργείων προυχόντων να μετατρέπεται σε αγέλη αδέσποτων σκύλων που μαρκαλίζονταν και κατουρούσαν τα σανδάλια του Αγαμέμνονα.

Ας μας συγχωρέσει!