Είναι ένα εγχείρημα το οποίο, πριν μάθουμε την ύπαρξή του, ευχόμασταν να υπάρχει. Μια επιστημονική έρευνα, στο πλαίσιο της κρίσης, που να δίνει φωνή στα θύματά της και να καταγράφει συνέπειες και εμπειρίες. Σημαντικό βήμα στη μελέτη του φαινομένου σήμερα και πολύτιμη πηγή για τους ερευνητές αύριο. Οχι τυχαία, ξεκίνησε από δύο συνεχιστές του έργου του γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ –και μάλιστα με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε ο ίδιος στο βιβλίο του «Η αθλιότητα του κόσμου» (La misère du monde).

Την αρχή είχε κάνει προ δεκαετίας και πλέον ο καθηγητής του ελβετικού Πανεπιστημίου του Σεν Γκάλεν, Φραντς Σουλτχάις, ο οποίος, με μια ομάδα είκοσι κοινωνιολόγων, πραγματοποίησε και επεξεργάστηκε δεκάδες εκτεταμένες συνεντεύξεις με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων, Γερμανούς, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρεάστηκαν από την «Ατζέντα 2010», τη στροφή δηλαδή που αποφάσισε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, το 2003, προς μια οικονομία βαθιά νεοφιλελεύθερη, η οποία οδήγησε στο «γερμανικό οικονομικό θαύμα». Εκεί μπορεί να δει κανείς τις περιπέτειες οδηγών ταξί αλλά και πρώην στελεχών μεγάλων εταιρειών.

Ο Σουλτχάις, πρόεδρος σήμερα του Ιδρύματος Μπουρντιέ που έχει έδρα τη Γενεύη, αμφισβητεί αυτό το οικονομικό θαύμα και καταγράφει τις βαθύτερες συνέπειες αυτής της πολιτικής που περιθωριοποίησε μεγάλο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας.

Στην Ελλάδα, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νίκος Παναγιωτόπουλος, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μπουρντιέ, ξεκίνησε ανάλογη έρευνα το 2010, μόλις ξέσπασε η ελληνική κρίση. Με δική του ομάδα κοινωνιολόγων και με την ίδια μέθοδο της «κοινωνιο-ανάλυσης», πραγματοποίησε και επεξεργάστηκε δεκάδες συνεντεύξεις με ανθρώπους κάθε ηλικίας, φύλου, επαγγέλματος –συνεντεύξεις που κρατούσαν ώρες ή γίνονταν και σε πολλαπλές συναντήσεις.

Ετσι μπορεί κανείς να διαβάσει για νέους που δουλεύουν για 400 ευρώ, αλλά και για έναν επιχειρηματία, ιδιοκτήτη μεγάλου μηχανουργείου στην Κρήτη, που έπεσε στην παγίδα τραπεζικών δανείων σε λάθος χρόνο και χρεοκόπησε.

Το βιβλίο που αφορά το ελληνικό κομμάτι λέγεται «Η οικονομία της αθλιότητας» και έχει έκταση 900 σελίδων. Η κάθε περίπτωση προλογίζεται σχολιασμένη επιστημονικά και κατόπιν ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη. Το αντίστοιχο γερμανικό κομμάτι αποτυπώνεται στο βιβλίο «Η αθλιότητα της οικονομίας» που αποτελεί «περίληψη» 400 σελίδων της ξένης έκδοσης (την επιλογή των συνεντεύξεων που μεταφράστηκαν για την ελληνική έκδοση έκανε ο Φραντς Σουλτχάις). Οι αφηγήσεις, που είναι εκ βαθέων, δίνουν την εντύπωση διηγημάτων, η σχέση δηλαδή του εγχειρήματος με τη λογοτεχνία είναι έκδηλη, με μια λογοτεχνία όμως που δεν «βασίζεται» σε πραγματικά γεγονότα αλλά «είναι» η ίδια αυτά τα πραγματικά γεγονότα.

Αυτό ήταν στο κέντρο των προθέσεων των δύο κοινωνιολόγων, οι οποίοι θέλουν να φτάσει το μήνυμά τους στην κοινωνία και να μη μείνει στο στενό πεδίο ενός επιστημονικού σιναφιού. Εξού και υπάρχει και τρίτο βιβλίο στο πρότζεκτ! Ζήτησαν από τη γλύπτρια Βένια Δημητρακοπούλου (της οποίας το μνημειακό έργο «Προμαχώνες», που αποτύπωνε μια οιονεί κατάσταση κοινωνικής σύγκρουσης, είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση όταν εκτέθηκε πέρυσι στο Μουσείο Μπενάκη) να αποτυπώσει εικονογραφικά τη δική της εμπειρία από την ανάγνωση των συνεντεύξεων, με απώτερο σκοπό να δείξουν ότι η επιστήμη χρειάζεται τη διαμεσολάβηση της τέχνης για να διαχυθεί. Το έργο της λέγεται «Mirrors» και αποτυπώνει το αντικαθρέφτισμα των αφηγήσεων Γερμανών και Ελλήνων.

Οπως λένε οι δύο κοινωνιολόγοι: «Μέσα από τις αφηγήσεις που συγκεντρώνονται στα δύο βιβλία, η απλοϊκή εικόνα που «αντιπαραθέτει» Γερμανούς και Ελληνες δίνει τη θέση της στην αναγνώριση μορφών διεθνούς κυριαρχίας, οι οποίες παράγουν κοινωνικά πραξικοπήματα και ανθρώπινο πόνο πέρα από τα σύνορα. «Η οικονομία της αθλιότητας» που επιβάλλεται στον ελληνικό λαό συνιστά την άλλη όψη της «Αθλιότητας της οικονομίας» που βασίζεται σε μια λογική καθολικής και ριζικής εμπορευματοποίησης «χωρίς εναλλακτική»». «Είναι μια έρευνα κλινικού τύπου», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «η οποία θέλει να κατανοήσει τις κοινωνικές οδύνες που παράγει η κρίση και τις αιτίες τους. «Εγινε μια τεράστια δουλειά, ξοδεύτηκε τεράστια ενέργεια, χωρίς να υπολογίζουμε κόπο. Καθεμία από τις 65 συνεντεύξεις Ελλήνων που εντέλει δημοσιεύουμε (από τις 100 συνολικά που κρίθηκαν επιτυχημένες) διήρκεσε μήνες. Στόχος ήταν να περιβάλλει πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Θέλαμε στις συνεντεύξεις αυτές να μιλήσει όλη η Ελλάδα. Ανθρωποι που δεν παίρνουν εύκολα τον λόγο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να γίνει και ο ίδιος κοινωνιολόγος. Πρόκειται για την αποθέωση της συλλογικής δουλειάς, σε μια εποχή τσιγκούνα και ατομικιστική. Δουλειά παλιάς κοπής σε μια εποχή που γίνονται όλα στο πόδι. Με στόχο να δώσουμε αντισώματα στο αναγνωστικό κοινό απέναντι στον πανοικονομισμό των ημερών».

Τα τρία είδη της οδύνης

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος διακρίνει τρία είδη οδυνών: «Είναι οι οδύνες κατάστασης, εκεί δηλαδή που υπάρχει απόλυτη ένδεια, είναι οι οδύνες θέσης –αφορούν ανθρώπους που θα ήθελαν να είναι λίγο αλλού από εκεί που είναι -, και είναι και οι οδύνες πίστης. Οδύνες δηλαδή που αντιστοιχούν σε ανθρώπους των οποίων έχουν κλονιστεί και καταρρεύσει τα αυτονόητά τους και βρίσκονται στον αέρα, αισθανόμενοι ότι δεν μπορούν να πιστέψουν σε κάτι. Αυτές οι τρεις κατηγορίες οδυνών παράγουν τη συλλογική μας θλίψη».

Στη Γερμανία, η εξαγγελία της «Ατζέντας 2010» από τον Σρέντερ τον Μάρτιο του 2003 (με πρόδρομό της το «έγγραφο Μπλερ – Σρέντερ» του 1999) οδήγησε, σύμφωνα με τον Φραντς Σουλτχάις, τη γερμανική κοινωνία σε ριζικές αλλαγές μια δεκαετία μετά: ένα 15% του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ένα στα πέντε παιδιά σε συνθήκες φτώχειας και τον πιο άνισο καταμερισμό πλούτου στην ευρωζώνη: το 10% των πλουσιότερων νοικοκυριών κατείχε το 2012 το 60% του καθαρού πλούτου του συνόλου, ενώ το λιγότερο προνομιούχο 50% κατείχε μόλις το 3% του καθαρού πλούτου του συνόλου των νοικοκυριών!

Mini-Jobs των 400 ευρώ

Οπως εξηγεί στο «Βιβλοδρόμιο» ο πρόεδρος του Ιδρύματος Μπουρντιέ, «με το πρόγραμμα δημιουργήθηκαν mini-jobs όπως λέγονται, δουλειές δηλαδή στον ιδιωτικό τομέα με αμοιβή μέχρι 400 ευρώ. Το 2011 πέντε εκατομμύρια Γερμανοί είχαν ως μοναδική αμοιβή μια τέτοια δουλειά. Ταυτόχρονα, στον δημόσιο τομέα δημιουργήθηκαν και δουλειές του ενός ώς δύο ευρώ την ώρα (καθαρισμός πάρκων κ.ά.) στις οποίες κάποια στιγμή δούλευαν μέχρι και 300.000 άνθρωποι. Η προσωρινότητα έγινε καθεστώς και ναι μεν χτυπήθηκε η ανεργία, αλλά με πολύ μεγάλο τίμημα. Το κοινωνικό κράτος που αναπτύχθηκε λόγω της εμπειρίας του Γ’ Ράιχ ήταν πάντα στο στόχαστρο των νεοφιλελευθέρων. Οπότε θυσιάστηκαν οι εργαζόμενοι στο όνομα καλών οικονομικών στατιστικών. Οι ανισότητες μεγάλωσαν, ενώ στον επίσημο λόγο περάσαμε από τον τεϊλορισμό, όπου ο εργαζόμενος ήταν ένα γρανάζι της αλυσίδας παραγωγής, στη θεωρία του Ich-AG («Εγώ ΑΕ»), όπου ο καθένας είναι «επιχειρηματίας» και υπεύθυνος του εαυτού του, και της απασχολησιμότητας. Η ιδέα ήταν να έχουν όλοι μια δουλειά, αλλά οι πολλοί να έχουν μια δουλειά μικρή και κακοπληρωμένη ή να πρέπει να κάνουν δυο – τρεις μικρές δουλειές για να ζήσουν.

Ολα αυτά γιατί θεωρήθηκε ότι το παλιό καθεστώς δεν είχε ευελιξία και ήταν υπερβολικά ευνοϊκό για τον μισθωτό, ενώ υπήρχε έλλειψη ελαστικών θέσεων εργασίας. Δεν πρωτοπόρησε η Γερμανία σε όλα αυτά, ήρθαν μέσα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Σύμφωνο Λισαβόνας) με την επιρροή της θατσερικής Βρετανίας. Ηδη πάντως από τη δεκαετία του 1990 υπήρξε αλλαγή στην κουλτούρα των επιχειρήσεων προς το «αμερικανικότερο». Εκεί εισήχθη η έννοια του «απασχολήσιμου». Είναι όμως εντυπωσιακό πώς οι άνθρωποι συνηθίζουν αυτή τη διαρκή προσωρινότητα. Πρόκειται για τη φτώχεια ως πολιτισμική πραγματικότητα, με την έννοια ότι κανείς δεν πεθαίνει από την πείνα, αλλά υπάρχει κοινωνικός αποκλεισμός από την ώρα που δεν μπορείς να πας διακοπές ή να προσφέρεις ένα σινεμά στο παιδί σου μια φορά την εβδομάδα. Τώρα η διαδικασία αφαίρεσης της κοινωνικής προστασίας προχωράει πολύ γρήγορα. Δεν πρέπει όμως να δείξουμε μοιρολατρία απέναντι στο καινούργιο μοντέλο που δημιουργείται. Χρειάζεται μια νέα γλώσσα και γι’ αυτό πρέπει να δουλέψουμε μαζί με τους καλλιτέχνες.

Εμείς ως κοινωνιολόγοι θέλουμε να δείξουμε το κοινωνικό κόστος όλων αυτών των μεταβολών. Την απελπισία των πιο αδύναμων και τη ρατσιστική μνησικακία που αναπτύσσεται και που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε εθνικές συγκρούσεις».

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Franz Schultheis,

Βένια Δημητρακοπούλου

Mirrors – Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κοινωνικό κόσμο σε κρίση

Εκδ. Αλεξάνδρεια

Σελ. 1.400 (τρεις τόμοι)

Κυκλοφορεί στις 3 Ιανουαρίου