Θα ξεκινήσω με μια φράση που είχε πει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς για «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, διέδωσε η Ελλη Αλεξίου και αποθησαυρίζω από κείμενο του δικού μας Θανάση Θ. Νιάρχου σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού «Η λέξη»: «»Το τρίτο στεφάνι» έχει να κάνει με δύο γυναίκες που συζητάνε για την Ιστορία πάνω από τα μπουγαδόνερα». Και πίσω από αυτήν τη –σε πρώτη ανάγνωση –«υποτιμητική» φράση κρύβεται όλη η σημασία του εμβληματικού μυθιστορήματος του Ταχτσή. Πόσα θα άλλαζαν, για να θυμηθούμε κάτι που σημείωνε και ο Τσαρούχης, αν στο νεότερο μυθιστόρημα οι συγγραφείς μιλούσαν αληθινά για όσα κουβεντιάζει ο απλός λαϊκός κόσμος στο κουζινάκι ή στο σπίτι του;

Αυτά σκέφτηκα καθώς διάβαζα το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Π. Καψή.

Από τα έγκατα

του λαϊκού κόσμου

Ο πολυγραφότατος πρώην υπουργός και δάσκαλος της έντυπης και ηρωικής δημοσιογραφίας –γεννηθείς το 1929 –επανέρχεται τώρα με μια απλή ιστορία, βγαλμένη από τα έγκατα του λαϊκού κόσμου. Και με κέντρο της πλοκής μια ταβέρνα. «Βαρναλική» και υπόγεια σαν το Δίπορτο της Σωκράτους, θα τολμούσα να πω. Ο Γιάννης Π. Καψής εδώ επινοεί δεκατέσσερις καθημερινούς χαρακτήρες ανθρώπων. Οχι πάντως φανταστικούς –όπως σημειώνει, για την ακρίβεια. Και μέσα από αυτούς αναπαριστά μια ολόκληρη τοιχογραφία ενός δραματικού αιώνα με γλαφυρό τρόπο. Δεν θα είναι υπερβολή να πω πως μπορεί κάποιος να απολαύσει ένα γρήγορο φλασμπάκ στη νεότερη Ιστορία αυτού του τόπου μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους και τον τρόπο που αλληλοσυμπλέκονται τα πρόσωπα τούτου του μυθιστορήματος. Και έχει σημασία εδώ πως μέσα από τους ήρωες που συναντιούνται στο υπόγειο καπηλειό εκπροσωπούνται οι βασικοί χαρακτήρες της νεοελληνικής ζωής του 20ού αιώνα. Στο κέντρο είναι ο Ασλάνης ή «Διανόηση», ο φιλόδοξος συγγραφέας – ωτακουστής των αφηγήσεων και των εικόνων. Και γύρω του ο «θίασος» των προσώπων συμπληρώνεται από τον Σαλονικιό ή Καμμί, Εβραίο της Θεσσαλονίκης που γλίτωσε τους φούρνους των Ναζί στο Μπούχεβαλντ. Τη Μαρίκα, ελευθέρων ηθών αλλά και αμφίσημη. Τον καταδότη στο Μπλόκο της Κοκκινιάς «Σπουργίτη», τον ίδιο τον ταβερνιάρη Ρουμπίνη, έναν ηθοποιό, τον φονιά με το θύμα αγκαλιά (δηλαδή έναν εσατζή της χούντας και το βασανισμένο θύμα του παρέα), έναν χτίστη και έναν καπετάνιο. Το λαϊκό εντευκτήριο γίνεται ο τόπος όπου αναβιώνουν εικόνες και μνήμες από τον Πόλεμο, την Κατοχή, τη δικτατορία.

Οι πικρές τους εξομολογήσεις

Η Ιστορία εδώ ξετυλίγεται από τη μαρτυρία των θνητών φορέων της. Από τις αντιφάσεις, τα δράματα και τις πικρές τους εξομολογήσεις. Η εμπλοκή του καθενός στα γρανάζια των μεγάλων γεγονότων δεν δικαιολογείται, δεν ερμηνεύεται. Η διήγηση μπαίνει πάνω απ’ όλα στη γλαφυρή γραφή του Γιάννη Π. Καψή. Ο μασκοφόρος «Σπουργίτης», δωσίλογος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, για παράδειγμα, λέει πως «νέο παιδί ήμουνα, δεν ήξερα. Αλλοι μου είπαν ότι οι κομμουνιστές θα μας έπαιρναν όλο το βιος μας. Ετσι δεν λέγατε; Εσείς δεν μου τα μάθατε; Ε, κι εγώ πήγα από την άλλη μεριά». Ακόμη και οι εικόνες που αναπαριστούν οι «φτωχοδιάβολοι» μοιάζουν να στέκονται με επάρκεια, χωρίς άγχος να αναπαραστήσουν τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής, του μεταπολέμου. «Είχαν εξαφανιστεί οι αρρώστιες, όλες οι αρρώστιες. Θέριζαν μόνον η πείνα και το χτικιό, που κι αυτό πείνα ήταν. Είχαν εξαφανιστεί και τα ανθρώπινα συναισθήματα, μόνο το ένστικτο της επιβίωσης λειτουργούσε, όπως στα ζώα. Μη και δεν είχαμε γίνει όλοι ζώα;» θυμάται σε ένα σημείο ο Ρουμπίνης για την περίοδο 1941-1944. Ο Γιάννης Π. Καψής με θητεία στην ιστορική καταγραφή και στη λογοτεχνία (ας θυμίσω μόνο πως το βιβλίο του «Χαμένες πατρίδες» που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1960 έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα) συναρμολογεί μια τοιχογραφία. Η μνήμη –και η έγνοια του για μνήμη –πολύτιμη και μετουσιωμένη σε αυτό το ωραίο βιβλίο.

Γιάννης

Π. Καψής

Το συναξάρι των απόκληρων

Μια τοιχογραφία του 20ού αιώνα

Εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2015, σελ. 192

Τιμή: 15,50 ευρώ