Αν έχει κανείς να θαυμάσει κάτι από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου του Νίκου Αλιβιζάτου «Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι», δεν είναι τόσο η βαθιά γνώση, ούτε η επιστημονική εγκυρότητα σε συνδυασμό με τη γλαφυρότητα του λόγου. Αυτά, παρόλο που δεν είναι καθόλου αυτονόητα, αποτελούν αυτονόητη προσδοκία κάθε απαιτητικού αναγνώστη από κείμενα ενός διανοουμένου αυτού του διαμετρήματος. Εκείνο που θαυμάζει κανείς είναι κάτι που θα έπρεπε να είναι πολύ πιο αυτονόητο: η ψυχραιμία, η αποστασιοποίηση, οι ίσες αποστάσεις που με τον διαβήτη τηρεί από κάθε πολιτική προσωπικότητα στην οποία εγκύπτει, ανεξαρτήτως αν τη συμπαθεί πολιτικά ή όχι. Οταν θέλει, δε, να παρεκκλίνει από αυτόν τον κανόνα, το λέει ρητά: λ.χ. όταν μιλάει με μεγαλύτερη συμπάθεια από αλλού για το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού» –παρόλο που ασκεί σε αυτό και σημαντική κριτική –ή όταν διαγράφει μονοκοντυλιά τις προσωπικότητες του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και του Ιωάννη Μεταξά, κατατάσσοντάς τες μεταξύ εκείνων των οποίων η προσφορά υπήρξε καθαρά αρνητική.

Εχει δηλαδή, θα έλεγε κανείς, κάτι κληρονομημένο από τον θείο του, τον Γιώργο Θεοτοκά, που όταν στο «Ημερολόγιό» του περιέγραφε εν θερμώ τα Δεκεμβριανά ήταν αφοπλιστικά δίκαιος στις κρίσεις του, χωρίς να επηρεάζεται από ιδεοληψίες. Ακόμη περισσότερο, έχει μάλλον προικοδοτηθεί με μια καθαρά πεζογραφική αρετή: του συγγραφέα εκείνου που μπαίνει στο πετσί του κάθε χαρακτήρα που φτιάχνει, του κάθε ρόλου χωριστά δηλαδή, ώστε να προσπαθήσει να καταλάβει τα πραγματικά του κίνητρα από τη σκοπιά του ίδιου του δρώντος χαρακτήρα. Και όχι από τη σκοπιά του συγγραφέα.

Αυτά όλα σήμερα δεν είναι προφανή. Οι φανατισμοί και οι προκαταλήψεις αποτελούν τον κανόνα, από τον οποίο δεν ξεφεύγει συχνά ούτε ο μεσαίος χώρος, δίνοντας λαβές για χαρακτηρισμούς του τύπου «ακραίο Κέντρο». Ο Νίκος Αλιβιζάτος όμως, την ώρα που εκφράζει την άποψή του καθαρά, είναι το ίδιο έντιμος, προσεκτικός και ανοιχτός είτε μιλάει για τον Ελευθέριο Βενιζέλο είτε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είτε για τον Αλέξη Τσίπρα. Εχει, ακόμη και την ώρα που τα γεγονότα τρέχουν, «το σπάνιο ταλέντο να διακρίνει το σημαντικό από το ασήμαντο», για να χρησιμοποιήσουμε μια δική του έκφραση σε βιβλιοκρισία του για την «Αναλαμπή» του Νίκου Θέμελη. Κάτι που, είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι μαζί του στις ποικίλες θέσεις που αναπτύσσει, αποτελεί αξεπέραστη συμβολή στην κατεύθυνση ενός ανοιχτού, δημιουργικού διαλόγου όπως αυτός πρέπει να διεξάγεται σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το βιβλίο, που έχει υπότιτλο «Πολιτικοί, διανοούμενοι και η πρόκληση της εξουσίας», αποτελεί ένα σύνολο κειμένων επικεντρωμένων κυρίως σε πρόσωπα: ο Νίκος Αλιβιζάτος λέει ότι ορθά στη Μεταπολίτευση μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους από την προσωποκεντρική διδασκαλία της Ιστορίας στους βαθύτερους νόμους της, ωστόσο συχνά φτάνουμε στο άλλο άκρο με αποτέλεσμα να προσπερνάμε τη συμβολή –θετική ή αρνητική –συγκεκριμένων προσώπων στις εξελίξεις. Κάτι που φαίνεται και στη μειωμένη, σε σύγκριση με άλλες χώρες, καλλιέργεια της βιογραφίας στην Ελλάδα ως κατηγορίας της βιβλιοπαραγωγής.

Το βιβλίο αυτό περιέχει άρθρα γραμμένα σε διάφορες εποχές –από το τέλος της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα –και δημοσιευμένα σε ποικίλα έντυπα (περιοδικά και εφημερίδες). Αυτό, αν δεν το ήξερε κανείς εξαρχής, δεν θα το αντιλαμβανόταν αμέσως, γιατί, ενώ είναι γραμμένα πάντα με κάποια αφορμή, δεν έχουν τίποτα το επικαιρικό πάνω τους. Καλού – κακού, συνοδεύονται και από μια μικρή κάθε φορά σημερινή εισαγωγή, κάτι όμως που δεν θα το είχαν αναγκαστικά ανάγκη. Ο συγγραφέας του τόμου έκανε μια ενδιαφέρουσα μείξη, περιλαμβάνοντας στα ενδιαφέροντά του τόσο τα πρόσωπα της πολιτικής δράσης που θεώρησε πιο σημαντικά όσο και σημαντικούς διανοουμένους με τους οποίους αυτά συνδιαλέχθηκαν. Και δεν χώρισε τα πρόσωπα χρονολογικά, όπως γίνεται συνήθως, αλλά σύμφωνα με την ιδεολογική τους προέλευση. Ετσι στο πρώτο μέρος περιλαμβάνει πρόσωπα της «αστικής παράδοσης», στο δεύτερο της «σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης» και στο τρίτο της «κομμουνιστικής παράδοσης».

Μέσα από τα πρόσωπα αυτά και τον ρόλο τους ο αναγνώστης μπορεί να διατρέξει ολόκληρη τη νεότερη ελληνική Ιστορία, έστω και αν ο συγγραφέας διατείνεται ότι η ματιά του είναι αυτή του συνταγματολόγου, κάποιου δηλαδή που ασχολείται με την εξουσία υπό το πρίσμα του δικαίου και των θεσμών. Αυτό ισχύει σε έναν βαθμό, εξού και συμπληρώνεται κάθε μέρος του βιβλίου, στο τέλος, με κάποια άρθρα που εξετάζουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει τον νομοθέτη και τον δικαστή, από τον όρο «πολιτικό έγκλημα» μέχρι το σύμφωνο συμβίωσης, το πολιτικό χρήμα ή το Μεταναστευτικό. Ο συγγραφέας πηγαίνει όμως πολύ πέρα από αυτό, κατορθώνοντας να μετατρέψει ένα άθροισμα μελετημάτων σε ενιαίο, ελκυστικό σύνολο.

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαρίλαος Τρικούπης, Γεώργιος Α’, Ελευθέριος Βενιζέλος, Γεώργιος Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Στέφανος Μάνος είναι τα πολιτικά πρόσωπα που για διάφορους λόγους επιλέγει από τον χώρο της «αστικής παράδοσης». Και κοντά τους, από την ίδια δεξαμενή αλλά από τον χώρο των διανοουμένων, παρουσιάζει πρόσωπα όπως ο συνταγματολόγος Ν.Ν. Σαρίπολος, οι συγγραφείς Γιώργος Θεοτοκάς, Ρόδης Ρούφος, οι νομικοί Φαίδων Βεγλερής, Γιώργος Κουμάντος και ο λόγιος δημοσιογράφος (διευθυντής του «Βήματος» και των «ΝΕΩΝ») Λέων Καραπαναγιώτης, κυρίως με άξονα τη συμμετοχή του στην έκδοση του περιοδικού «Εποχές».

Από τη «σοσιαλδημοκρατική παράδοση» ο Νίκος Αλιβιζάτος ξεχώρισε τους πολιτικούς Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Σημίτη και μαζί –μεταξύ πανεπιστημίου και πολιτικής –τους Αλέξανδρο Σβώλο, Τάσο Γιαννίτση, τους συνταγματολόγους Αριστόβουλο Μάνεση, Δημήτρη Τσάτσο, τον ιστορικό της εκπαίδευσης Αλέξη Δημαρά, τον συγγραφέα –και σύμβουλο του Κώστα Σημίτη –Νίκο Θέμελη. Ενώ από την «κομμουνιστική παράδοση» παρουσιάζονται ο πρωτεργάτης του τροτσκισμού και νομικός Παντελής Πουλιόπουλος, οι ηγετικές μορφές του χώρου της κομμουνιστικής ανανέωσης Ηλίας Ηλιού, Κώστας Φιλίνης, Λεωνίδας Κύρκος, ο Μίκης Θεοδωράκης για την αντιδικτατορική του δράση και από τον χώρο των διανοουμένων οι Νίκος Σβορώνος, Νίκος Πουλαντζάς, Μισέλ Μιάιγ και Αννα Φραγκουδάκη. Αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας που, ενώ «τον συνοδεύει ένα μεγάλο ερωτηματικό καθώς διανύει ακόμη την πολιτική του εφηβεία», είναι πρόσωπο που «μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε όσα ούτε καν είχαν ονειρευτεί ηγέτες του διαμετρήματος ενός Ηλία Ηλιού ή ενός Λεωνίδα Κύρκου».

Οι επισημάνσεις του Νίκου Αλιβιζάτου δεν είναι πάντα κολακευτικές. Ενώ λ.χ. αναγνωρίζει στον Ιωάννη Καποδίστρια την τιτάνια προσπάθειά του να φτιάξει κράτος εκ του μηδενός και επιχειρηματολογεί υπέρ της επιλογής του να φτιάξει συγκεντρωτική εξουσία που να καταργεί τις εξουσίες των τοπικών κοινοτήτων, ταυτόχρονα ασκεί κριτική στην αναστολή της ισχύος του Συντάγματος της Τροιζήνας που επέβαλε –η οποία με σημερινούς όρους μπορεί να θεωρηθεί πραξικόπημα –και υποστηρίζει πως εντέλει «έσπρωξε» την επιλογή τής (συνταγματικής) μοναρχίας, καθεστώτος ξένου προς τις μέχρι τότε πραγματικότητες της περιοχής, και που στο Σύνταγμα της Τροιζήνας δεν προβλεπόταν.

Ακόμα περισσότερο, στην περίπτωση του πολύ κατοπινού Κωνσταντίνου Τσάτσου, μας λέει ότι το ήπιο μεταπολιτευτικό του προφίλ –υπό την προστατευτική φτερούγα του Κωνσταντίνου Καραμανλή –μας κάνει να λησμονούμε το προδικτατορικό αντικομμουνιστικό του μένος. Στον Γεώργιο Α’ βάζει θετικό πρόσημο, όπως και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, παρά τα παρατράγουδα της δεκαετίας του ’60. Το ίδιο και στον Ελευθέριο Βενιζέλο στον οποίο αφιερώνει πολλές σελίδες. Για τον Γεώργιο Παπανδρέου, που έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις για τον ρόλο του στα Δεκεμβριανά, ο Νίκος Αλιβιζάτος έχει την ενδιαφέρουσα οπτική ότι ασχέτως του τι συνέβη με τα Δεκεμβριανά και ιδίως με τον Εμφύλιο πρέπει να πιστωθεί ως επίτευγμα στον «Γέρο» η αναίμακτη Απελευθέρωση.

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος

Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι

Εκδ. Πόλις, 2015,

Σελ. 578

Τιμή: 26 ευρώ