«Οταν σε επισκέπτονται οι αναμνήσεις νομίζεις καμιά φορά ότι βλέπεις τον περασμένο χρόνο μέσα από ένα γυάλινο βουνό, κι αν τώρα που στα λέω αυτά κλείσω τα μάτια, είπε η Βιέρα, μας βλέπω και τους δυο μας, σμικρυσμένους μέσα στις αφύσικα διεσταλμένες κόρες μας να κοιτάζουμε από τον πύργο στο λόφο του Πέτρζιν κάτω τους πράσινους λόφους, όπου το τελεφερίκ σκαρφαλώνει σαν χοντρή κάμπια, και πιο πέρα, στην απέναντι πλευρά της πόλης, βγαίνει ανάμεσα απ’ τα σπίτια στους πρόποδες του Βύσεχραντ το τρένο που περίμενες πάντοτε ανυπόμονα, αφήνοντας πίσω του ένα άσπρο σύννεφο καπνού, και περνάει πάνω απ’ τη γέφυρα».

Ο Ζακ Αούστερλιτς ζει μια ήρεμη ζωή σε μια τυπική, βαρετή κωμόπολη της Αγγλίας. Οταν οι ηλικιωμένοι γονείς του πεθαίνουν, ο Ζακ μαθαίνει για πρώτη φορά ότι εκείνοι που αποχαιρέτησε για πάντα δεν αποτελούσαν παρά τη θετή του οικογένεια. Γόνος Τσέχων Εβραίων είχε σταλεί -τετράχρονο παιδί – στο Ηνωμένο Βασίλειο για να σωθεί από τον αφανισμό που έμοιαζε αναπόφευκτος.

Λίγο μετά τη βιαστική, μοναχική του αναχώρηση από τον σταθμό της Πράγας, η πραγματική του μητέρα θα ανέβαινε σ’ ένα άλλο τρένο προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ακολουθώντας κάποιο από εκείνα τα δρομολόγια που δεν είχαν ελπίδα επιστροφής.

Εκλεισα τη γερμανική έκδοση του βιβλίου κάποια χρόνια πριν αυτό εκδοθεί στα ελληνικά όχι μόνο πιστεύοντας πως είχα διαβάσει ένα αριστούργημα αλλά και με την πεποίθηση πως είχα ανακαλύψει έναν κορυφαίο συγγραφέα, από αυτούς που δικαιούμαστε να αποκαλούμε «μοντέρνους κλασικούς». Το όνομα του άγνωστου μέχρι πριν από λίγα χρόνια Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ πρωτοψυθιριζόταν τότε σαν κρυφό μυστικό στους κύκλους της λογοτεχνίας.

Τον διάβασα σχεδόν βουλιμικά προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα της γραφής του, την επιλογή των λέξεων και το συντακτικό, την ανάπτυξη του θέματος. Στο τέλος πάντα κάτι ξέφευγε, κάτι διελάνθανε, για τα καλά κρυμμένο πίσω από τη «μυστηριώδη ελαφρότητα» του ύφους του όπως εύστοχα παρατήρησε για τον Ζέμπαλντ ένας άλλος μάστορας, ο Τζ. Μ. Κουτσί.

Η λογοτεχνική πορεία του δεν είχε τα χαρακτηριστικά ενός πυροτεχνήματος παρά μάλλον μιας βραδυφλεγούς βόμβας που εκρήγνυται με εκκωφαντικό τρόπο. Ο συγγραφέας σμίλευε με προσοχή από βιβλίο σε βιβλίο τον προσωπικό του τόνο, κατακτώντας κάθε φορά και μια ψηλότερη λογοτεχνική κορυφή. Ο τρόπος αυτός της εξέλιξής του μου θύμιζε την ίδια του την πρόζα που δεν εντυπωσιάζει με την πρώτη ανάγνωση αλλά παρασύρει βαθμηδόν και με τρόπο γεωμετρικά κλιμακούμενο στα δίχτυα μιας εντελώς προσωπικής αφηγηματικής υποβολής.

Γεννημένος τον Μάιο του 1944 σ’ ένα χωριό της περιοχής του Αλγκόι, ο Ζέμπαλντ έδειξε τις θεματικές εμμονές του από τα πρώτα κριτικά και επιστημονικά του κείμενα. Η καταστροφή, η μνήμη και η λήθη, η υπαρξιακή μελαγχολία, η ειδολογική μείξη της αμιγούς λογοτεχνίας με το δοκίμιο και την καθαρή βιογραφία, ο ιδιότυπος χειρισμός της Ιστορίας, το έξυπνο διακειμενικό παιγνίδι που αγγίζει φορές φορές τα όρια της εκούσιας λογοκλοπής και η πρωτότυπη διαχείριση της εικόνας εντός του κειμένου, είναι χωρίς αμφιβολία τα χαρακτηριστικότερα θέματα της πεζογραφίας του.

Η ίδια η αφήγηση κατέχει κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα: μακροσκελείς προτάσεις, έλλειψη παραγράφων και ένας πανταχού παρών καταγραφέας των προφορικών αφηγήσεων του Αούστερλιτς όσο ο τελευταίος προσπαθεί να ανασυγκροτήσει λέξη προς λέξη το ξανακερδισμένο παρελθόν. Ωστόσο, η πιστότητα της προφορικής μαρτυρίας αμφισβητείται συχνά από τον ίδιο τον αφηγητή καθώς περνάει από στόμα σε στόμα μέχρι να φτάσει στον ίδιο και να πάρει τη μορφή γραπτού λόγου.

Πολλές φορές η μνήμη των γεγονότων παραλλάσσεται, παραποιείται, παραχαράσσεται, άλλοτε ακούσια και άλλοτε με τη δημιουργική παρέμβαση του εκάστοτε «μεταπράτη» κάποιας ιστορίας. Στα διηγούμενα, μοιάζει να υποστηρίζει ο Ζέμπαλντ, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος μιας μερικής ή ολικής παραποίησης, γι’ αυτό και συχνά χρησιμοποιεί λέξεις όπως «νομίζω» ή «μου φαίνεται» για να τονίσει τη σχετικότητα της προσωπικής μαρτυρίας.

Ο συγγραφέας-αφηγητής ξεδιπλώνει στο μυθιστόρημα όλο το πάθος του για την καταγραφή μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο είδος που θα τον βοηθήσει να σώσει τα γεγονότα μιας ζωής από τη διαβρωτική λήθη. Το κείμενό του μπολιάζεται με ζωγραφικές και κινηματογραφικές εικόνες, με φωτογραφίες και αποκόμματα κάθε λογής, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να κρατήσει ζωντανό ένα θνήσκον παρελθόν μέσα στο παλλόμενο τώρα.

Διαβάζοντας το «Αούστερλιτς» μού ήρθαν στο μυαλό βιβλία από τη λεγόμενη «λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος», όπως εκείνα του Αμερί, του Κλέμπερερ ή του Λέβι. Πρόκειται για μια παράδοση που ο Ζέμπαλντ κατόρθωσε να αφομοιώσει και να υπερβεί μ’ έναν υπέροχα προσωπικό τρόπο. Γιατί όσο το μυθιστόρημα αναπτύσσεται, αντιλαμβανόμουν ολοένα και περισσότερο πως το κύριο ζητούμενο για τον συγγραφέα ήταν να σκηνοθετήσει τη μνήμη και να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους αυτή λειτουργεί, να δοκιμάσει τα όρια και τη διαλεκτική σχέση της με το παρόν.

Το αληθινά βιωματικό στοιχείο του εβραίου πρωταγωνιστή δεν μετατρέπεται σε γλωσσική ψίχα μόνο προς χάριν της διατήρησής του από την αδηφάγο λήθη, σκέφτηκα. Πολύ περισσότερο μπλέκεται με στοιχεία μιας φανταστικής βιογραφίας για να μας δώσει μια νέα αλληγορία παρασύροντας τη σκέψη μας σε άγνωστα μονοπάτια. Τα δεινά των ηρώων του Ζέμπαλντ, οι προσωπικές τους διαδρομές μέσα στους δαιδάλους της Ιστορίας με συνεπήραν και με συγκλόνισαν, έγιναν μέσα συνειδητοποίησης του ίδιου μου του εαυτού. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω από ένα τόσο σημαντικό βιβλίο;

Καθηγητής Γερμανικής στη Μέση Εκπαίδευση και δόκιμος μεταφραστής, ο Χρήστος Αστερίου έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες» και τα μυθιστορήματα «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη» (Πατάκης) και «Ισλα Μπόα» (Πόλις)