Γεννημένος το 1912 στη βρετανοκρατούμενη Ινδία, στο Παντζάμπ, από γονείς επίσης γεννημένους εκεί, ο Ντάρελ αγάπησε και υιοθέτησε μικρότερες πατρίδες. Εζησε στο Παρίσι, στην Κέρκυρα, στην Αθήνα, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στη Ρόδο, στο Μπουένος Αϊρες, στο Βελιγράδι, στην Κερύνεια, στη Λευκωσία και στη Νιμ. Με μια «θιβετιανή» αντίληψη της ζωής, ο εκπατρισμένος Βρετανός μίσησε τον αγγλικό τρόπο ζωής που τον χαρακτήριζε «αγγλικό θάνατο», σαν «αυτοψία». Αναζήτησε πρωτίστως την ευρωπαϊκή ταυτότητα, κάτι που τότε επιδίωκαν πολλοί άγγλοι συγγραφείς και βίωσε τη λογοτεχνική του επιφοίτηση λουσμένος στο φως και στα νερά της ελληνικής Μεσογείου.

«Στιγματίστηκα έντονα από την Ελλάδα, την αρχαία και τη σύγχρονη. Για να με κατανοήσετε πρέπει πρώτα να εκτιμήσετε την Ελλάδα». Στην Ελλάδα έγινε συγγραφέας και μιλούσε καλά ελληνικά. Θα δικαιωνόταν – κατά τον Γιώργο Σαββίδη – ακόμη και ο εξελληνισμός του ονόματός του: Λαυρέντης Δουρέλλης. Μπολιασμένος με το γονίδιο της περιπλάνησης, ο Λάρι κατέφυγε πρώτα στο Παρίσι του μοντερνισμού, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και μετά στην Κέρκυρα όπου έφερε και τους οικονομικά αδύνατους συγγενείς του. Εκεί έζησαν λιτά σε ένα κλίμα που προσομοίαζε με εκείνο της Ινδίας. Στο χωριουδάκι Καλάμι, μακριά από την πόλη, ο εκπατρισμένος Ντάρελ έγραψε και το πρώτο του σημαντικό μυθιστόρημα, «Το μαύρο βιβλίο» (1938), επηρεασμένο από τον «Τροπικό του Καρκίνου» (1934) του Χένρι Μίλερ. Οι δυο τους συνάντησαν στην Ελλάδα ό,τι καλύτερο πνευματικά είχε να επιδείξει τότε ο τόπος μας. Γνώρισαν τον Γιώργο Κατσίμπαλη, στο Μαρούσι, ακούγοντάς τον να απαγγέλλει ποιήματα του Σεφέρη στα αγγλικά. Η αρχή της πιο σημαντικής λογοτεχνικής ελληνοαγγλικής παρέας είχε γίνει. Η παρέα συμπεριελάμβανε τον ζωγράφο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον ποιητή Αντωνίου, τον γιατρό Θεόδωρο Στεφανίδη, την Ιωάννα Τσάτσου. Οταν ο Στεφανίδης μετέφρασε στα αγγλικά τον «Ερωτόκριτο» ο Ντάρελ θα έγραφε τον πρόλογο. Κοντά τους θα προσέρχονταν και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι. Ο ποιητής Μπέρναντ Σπένσερ μαζί με τον Ντάρελ και τον Νάνο Βαλαωρίτη θα μετέφραζαν πρώτη φορά τον Σεφέρη στα αγγλικά.

Φυσικά η Ελλάδα των Ντάρελ και Μίλερ ήταν ένα κατασκεύασμα των δικών τους ιδεοληψιών: άπλετο φως, ταπεινή ζωή, σεμνοί άνθρωποι, συνέχεια της παράδοσης και της ιστορίας. Και οι δύο πάντως, έσκυβαν περισσότερο στην καθημερινότητα της χώρας και αφουγκράζονταν τον λαό και την παράδοση διαμορφώνοντας τον νέο φιλελληνισμό που, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, συνομιλούσε διαδραστικά με τη δική μας Γενιά του ’30. Ο Εντμουντ Κήλυ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο Ντάρελ καταθέτει στη δεκαετία του ’30 την πιο αποτελεσματική απόπειρα της αγγλικής ποίησης να αμφισβητήσει τη μεταβυρωνική οπτική για την Ελλάδα, που πρόβαλε ο λογοτεχνικός φιλελληνισμός του 19ου αιώνα. Με τα ποιήματά του «έδωσε μια νέα προοπτική και έναν νέο τρόπο αποτύπωσης της χώρας που βασιζόταν σε αυτό που έβλεπε και που μετέτρεπε σε λόγο σύγχρονο, λυρικό ή άλλο».

Ο Λόρενς Ντάρελ έφυγε από την Κέρκυρα το 1940, φοβούμενος τον πόλεμο. Από το νησί θα κουβαλούσε μέσα του ένα άγραφο βιβλίο, τη «Σπηλιά του Πρόσπερου» (1945), που θα γραφόταν στην Αλεξάνδρεια, όταν θα φυγαδευόταν εκεί μέσω Κρήτης. Σε αυτό το βιβλίο διέσωζε στη μνήμη τις ομορφιές ενός νησιού, μιας «Εδέμ» που έβγαινε μέσα από την ποίηση του Σαίξπηρ: το νησί του Πρόσπερου. Η αγάπη του βρετανού συγγραφέα για τα ελληνικά νησιά καταγράφηκε και στα άλλα έργα του. Στη Ρόδο θα γράψει τη «Θαλάσσια Αφροδίτη» (1953) και πολύ αργότερα «Τα ελληνικά νησιά» (1978) που υμνολογούν το ελληνικό φως, «το γυμνό μάτι του Θεού». Οπως ο Τζον Φάουλς και παλαιότερα ο Εντουαρντ Λίαρ, έτσι και ο Ντάρελ θα προσδώσει μια μυθολογική καθημερινότητα στα νησιά, θα τα καταστήσει τόπους απόδρασης από την κουρασμένη, «συναχωμένη», Δύση. Οι κριτικοί μίλησαν για «islomania» του Ντάρελ, δηλαδή για τη «νησομανία» του. Ο Ντάρελ προώθησε την Ελλάδα ως έναν τόπο πνευματικής αναπτέρωσης και αυτό παρέσυρε τα μετέπειτα χρόνια και άλλους συγγραφείς και ταξιδιώτες, όπως ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, που αναζητούσαν τη μεσογειακή Ανατολή. Τα μισά και παραπάνω από τα 280 ποιήματά του έχουν ελληνικό θέμα.

Ο Ντάρελ μετακόμισε το ’40 από την Αθήνα στην Καλαμάτα για να διευθύνει ένα αγγλόφωνο σχολείο. Μετά τη γερμανική εισβολή κατέφυγαν οικογενειακώς με καΐκι στην Κρήτη όπου συναντήθηκε με τον Σεφέρη, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Στη συνέχεια βρέθηκε, μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του, στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια, έχοντας οδηγό τα βιβλία του Φόρστερ και τα ποιήματα του Καβάφη, προσπάθησε να ξαναβιώσει την πόλη. Εκεί, ο Ντάρελ υπηρέτησε στο Γραφείο Τύπου της Βρετανικής Στρατιωτικής Διοίκησης και ήταν περιζήτητος στα σαλόνια, στις φιλολογικές παρέες, μα κυρίως στις συντροφιές των αλεξανδρινών γυναικών, κράμα φυλών και αινιγματικής ομορφιάς. Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε και τη δεύτερη γυναίκα του, την Εύα Κοέν, στην οποία αφιέρωσε την «Ιουστίνη».

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ντάρελ μετακομίζει στη Ρόδο όπου υπηρέτησε ως Υπεύθυνος Πληροφοριών, εκδίδοντας μια εφημερίδα στα ελληνικά, ιταλικά και τουρκικά, όταν το νησί απελευθερώθηκε από τους Ιταλούς και βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή. Στο μεταξύ στην Αθήνα είχαν ξεσπάσει τα Δεκεμβριανά, ο Ντάρελ όμως διέθετε περιορισμένο πολιτικό ένστικτο για να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από τα Δωδεκάνησα. Τότε είναι που αρχίζει να μεταστρέφεται ιδεολογικά, καθώς η αφοσίωσή του στις υπηρεσίες της πατρίδας του αρχίζει να ρίχνει σκιές στο φιλελληνικό παρελθόν. Οταν η Ρόδος ενσωματώνεται στην Ελλάδα, αυτός φεύγει στο Βελιγράδι όπου ολοκληρώνει το βιβλίο της Ρόδου. Στο μεταξύ οι πολιτικές του απόψεις, αντικομμουνιστικές και συντηρητικές, τον αποξενώνουν από τους έλληνες φίλους του.

Η καθοριστική μεταστροφή των πολιτικών του πεποιθήσεων γίνεται όμως όταν περνά στην Κύπρο το 1953-56. Ο Σεφέρης, του οποίου μετέφρασε μια ανθολογία ποιημάτων όσο ήταν στη Ρόδο, ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε και ανησύχησε. Ως διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Κύπρο ο Ντάρελ τήρησε καθαρά φιλοβρετανική στάση και έγινε στόχος επιθέσεων, «τρομοκρατικών», όπως τα περιγράφει στο βιβλίο του «Πικρολέμονα» (1957), ένα μυθιστόρημα που, όταν εκδόθηκε, εξόργισε τον κύκλο του και σήμανε το τέλος των επισκέψεών του στο νησί και στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά ο Ντάρελ συνέβαλε στην αναγνώριση του Σεφέρη στο εξωτερικό αν και η ψύχρα ανάμεσά τους παρέμενε για χρόνια μετά. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «ανθυποkipling» και «κυνικό φιλέλληνα». Με τα «Πικρολέμονα» ο Ντάρελ προκάλεσε τη συγγραφή δύο σημαντικών ελληνικών βιβλίων. Ο Ρόδης Ρούφος, που υπηρετούσε ως υποπρόξενος στο νησί το 1954, έγραψε το 1960 κατευθείαν στα αγγλικά τη «Χάλκινη εποχή», αλλά από την αγγλική έκδοση αφαιρέθηκε το κεφάλαιο όπου κρινόταν το βιβλίο του Ντάρελ. Αργότερα ο Κώστας Μόντης, με τις «Κλειστές πόρτες» (1964), έδωσε μια ολοφάνερη απάντηση στα «Πικρολέμονα».

Ο Ντάρελ θα πεθάνει εντέλει στη Γαλλία, σε ηλικία 78 ετών, από εγκεφαλικό στο σπίτι του το 1990. Παντρεμένος τέσσερις φορές είχε αποκτήσει τέσσερις κόρες, αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκιάστηκαν από την αυτοκτονία της κόρης του Σαπφούς (από την Εύα Κοέν) το 1975, που παρουσίαζε ψυχολογικά προβλήματα και άφησε ημερολόγια όπου κατηγορούσε τον πατέρα της για ερωτική κακοποίηση. Τίποτε δεν μπορεί να στηρίξει τα επιχειρήματά της, αλλά η ιστορία αυτή θα παραμείνει ένα αναπόδεικτο σκοτεινό αίνιγμα.