Είναι ο συγγραφέας που έγραψε το πιο φρέσκο και ακομπλεξάριστο μυθιστόρημα για τη μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή («Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά», εκδ. Μελάνι) και γεννήθηκε το 1977 στη Νέα Υόρκη. Ηταν 25 ετών το 2002 όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Ολα έρχονται στο φως», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Εξωφρενικά νέος για ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα, κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο που θα ζήλευαν υπερώριμοι μυθιστοριογράφοι. Ενα μυθιστόρημα που μιλά χωρίς φόβο, με πάθος, για τις πληγές της Ιστορίας, τη γεωγραφική μοίρα, την οικογένεια, την κοινότητα, τη ζωή και τον θάνατο. Θα πίστευε κανείς πως χρειάζεται συσσωρευμένη βιογλωσσική εμπειρία για να παίξει κάποιος με τη μνήμη και τις λέξεις. Στον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ η κωμωδία αντικρύζεται με το δράμα, η Ιστορία συναντά το σήμερα, η διαπολιτισμική φιλία αποδεικνύεται λυτρωτική μέσα στο αλαλούμ της.

Από το 1791 ώς το 1997, από την Ουκρανία των χωρικών ώς την Ουκρανία του υπερμοντέρνου Συντάγματος, ο Φόερ ανοίγει τη βεντάλια της εξιστόρησης. Με πολλαπλούς αφηγητές αναπτύσσει σπείρες αφηγήσεων. Κεντάει τρεις επιφανειακά ασύνδετες ιστορίες, οι οποίες συμπλέκονται σε ένα πολυσύνθετο χρονικό. Αποτυπώνει την ιστορία ενός τόπου (της Ουκρανίας), τις ιστορίες πολλών γενεών (χριστιανών και εβραίων), αλλά και την Ιστορία που σφράγισε τις ζωές όλων, γηραιότερων και νεώτερων: τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Αλεξάντερ Πέρτσοφ ζει στην Οδησσό, με τη μητέρα, τον βίαιο πατέρα, τον θλιμμένο χήρο παππού και τον μικρό Ιγκορ, τον ατζαμή αδελφό του. Γνωρίζει κάτι κουτσοαγγλικά, γι’ αυτό υποχρεώνεται από τον πατέρα να αναλάβει το έργο του ξεναγού για έναν παράξενο εβραίο χορτοφάγο, τον… Τζόναθαν Φόερ. Ο Φόερ έρχεται στη χώρα αναζητώντας τη γυναίκα που έσωσε τον παππού του από το Ολοκαύτωμα. Στα κεφάλαια στα οποία ο Αλεξ αναλαμβάνει το έργο της αφήγησης, τα γλωσσικά παίγνια και η τεχνική της ειρωνείας αφθονούν. Η στραμπουλιγμένη γλώσσα του Αλεξ αναδεικνύεται σε αιχμηρό εργαλείο. Υπονομεύει, τιθασεύει, εμφαίνει. Μετακινεί αιφνιδίως τα σημαινόμενα, κατορθώνει τις πιο απίθανες γλωσσικές συναντήσεις. Στην κυριολεξία της, διατυπώνει τις πιο ηχηρές αλήθειες: «Επιβαίνω στο λεωφορείο για μια ώρα για να δουλέψω όλη την ημέρα κάνοντας πράγματα που μισώ. Θέλεις να μάθεις γιατί; Για σένα, Αλέξι-σταμάτα-να-με-οξυθυμείς! Κάποια μέρα θα κάνεις για μένα πράγματα που μισείς. Αυτό σημαίνει οικογένεια» (σελ. 11, μιλά η μητέρα στον Αλεξ).

Ο Αλεξ στέλνει επιστολές στον Φόερ και ο Φόερ αποστέλλει στον Αλεξ τα αφηγηματικά μέρη μιας ευρύτερης σύνθεσης που αφορά τους μακρινούς προγόνους του στην Ουκρανία. Ο Αλεξ τού στέλνει τα αναγνωστικά σχόλιά του. Ζητά η τέχνη να είναι πιο «πρωτοκλασάτη» σε σύγκριση με τη ζωή. Οι δύο διαπολιτισμικοί φίλοι καταφέρνουν να συνεννοηθούν βαθιά, παρά τις κρίσιμες διαφορές τους. Οι παππούδες τους ζουν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ουκρανία και αναγκάζονται να διαλέξουν πλευρά. Το αίμα ρέει, τα χωριά ξεριζώνονται, οι άνθρωποι πεθαίνουν. Το χωριό που αναζητεί ο Φόερ έχει εξαφανιστεί από τον χάρτη. «Εγώ είμαι το Τράχιμπροντ», θα ξεστομίσει η τελευταία επιζήσασα. Ζει φυλάσσοντας τα πράγματα πεθαμένων ανθρώπων.

Αφή, γεύση, όραση, όσφρηση, ακοή, μνήμη. Για τον Φόερ οι Εβραίοι έχουν έξι αισθήσεις. «Για τους Εβραίους η μνήμη είναι εξίσου θεμελιώδης όσο το τσίμπημα μιας καρφίτσας», επεξηγεί. Μέσα από μια θαυμαστή ποικιλία αφηγηματικών τρόπων και τεχνικών, οι οποίες υπαγορεύονται από το ίδιο το αντικείμενο της αφήγησης και δεν αποτελούν επίδειξη συγγραφικής εξυπνάδας, οι πολλαπλοί αφηγητές διατυπώνουν ρητά το άρρητο, δίνουν φωνή σε πολλές και διαφορετικές γενιές, εκτινάσσονται από τη φρικωδία στην ειρωνεία.