Ενα βιβλίο για την πολύμορφη επίδραση που εξάσκησε και εξασκεί στη σύγχρονη πολιτική θεωρία ένας εχθρός της μαζικής δημοκρατίας, προφήτης και θεωρητικός απολογητής του ναζιστικού κράτους, ο οποίος αποτελεί ωστόσο μια συνεχή πρόκληση για τη φιλελεύθερη σκέψη, καθώς αναγνώρισε τις βαθιές αντιφάσεις του φιλελευθερισμού και προέβλεψε τα αδιέξοδα της «μεταπολιτικής» εποχής
Υπήρξε ο πιο ανησυχητικός, ο πιο διαβρωτικός, πραγματικά ο πιο επικίνδυνος πολιτικός φιλόσοφος του εικοστού αιώνα. Φανατικός εχθρός της μαζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά και οξυδερκής αναλυτής των εγγενών αντιφάσεών της. Θεωρητικός του απόλυτου κράτους, αλλά και κήρυκας του τέλους της εποχής του έθνους-κράτους. Διαπρύσιος αρνητής της οικουμενικότητας (ιδιαίτερα σε μορφές όπως η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση, την οποία έβλεπε ήδη να επελαύνει), αλλά και προφήτης της δημιουργίας μειζόνων πολιτικών ενοτήτων, πέρα από και μετά το εθνικό κράτος. Εξάσκησε και εξακολουθεί να εξασκεί μεγάλη επίδραση, άμεση ή έμμεση, σε ένα απίστευτα ευρύ φάσμα πολιτικών στοχαστών, από την άκρα Δεξιά ώς την άκρα Αριστερά. Και μάλιστα φαίνεται πως γίνεται ολοένα πιο επίκαιρος, όσο βαθαίνει η κρίση των δυτικών δημοκρατιών.

Ο λόγος για τον Καρλ Σμιτ (1888 – 1985), τον Κronjurist (αρχινομικό) του Τρίτου Ράιχ, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται (παρόλο που, είναι αλήθεια, δεν ταυτίστηκε ποτέ εντελώς με το ναζιστικό καθεστώς), ή τον «Λένιν της μπουρζουαζίας», όπως τον χαρακτηρίζουν μερικοί.

Για τον Σμιτ, στην καρδιά της έννομης τάξης βρίσκεται πάντοτε η πολιτική απόφαση μιας αυθεντίας, που ορίζει τον νόμο. Δεν έχει σημασία ποια είναι αυτή η απόφαση, αν είναι σωστή, ηθική κ.λπ., σημασία έχει απλώς ότι λαμβάνεται. ΄Οπως το διατύπωνε ο Χομπς τον 17ο αιώνα, η αυθεντία και όχι η αλήθεια κάνει τον νόμο. Αλλά, σε μια κρίσιμη διαφορά από τον Χομπς, ο Σμιτ θεωρούσε ότι η εξουσία που εγκαθιδρύει αυτή η αυθεντία πρέπει να παράγει ένα υπαρξιακό νόημα, και αυτό το νόημα προκύπτει μέσα από τον αγώνα εναντίον ενός εχθρού. Ο εχθρός αυτός δεν είναι απαραίτητα «κακός» ή κατώτερος από τη φύση του ή τη φύση του πολιτισμού του, είναι απλώς ο αλλότριος, ο ξένος. Με τη σαφή διάκριση από τον ξένο επιτυγχάνονται η ομοιογένεια και η ομοθυμία της λαϊκής ή εθνικής κοινότητας και ο προσανατολισμός της προς έναν απώτερο σκοπό. Η δημοκρατία, όπως την εννοούσε ο Σμιτ, σημαίνει την απόλυτη ταύτιση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.

Εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτή τη θεωρία το απαίσιο πρόσωπο του φασισμού και να την καταδικάσουμε αμέσως μετά βδελυγμίας. Δυστυχώς για εμάς, όμως, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Ο Σμιτ αφορμάται από την εξέταση της μετάλλαξης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του 19ου αιώνα στη μαζική δημοκρατία του 20ου αιώνα: από ένα σχετικά ομοιογενές, ταξικά, σώμα, που έπαιρνε αποφάσεις έπειτα από ελεύθερη και έλλογη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του, το κοινοβούλιο εκφυλίστηκε σε ένα όργανο όπου ο ορθολογικός διάλογος έχει υποκατασταθεί από την άκαμπτη κομματική πειθαρχία, τα ειδικά συμφέροντα και τις αθέμιτες συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, δηλαδή μόνο πια κατ΄ όνομα πρόκειται για θεσμό δημόσιας διαβούλευσης. Δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε ότι η ανάλυση αυτή περιέχει σωστές διαπιστώσεις.

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι όμως μια άλλη, βαθύτερη παρατήρηση του Σμιτ: ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι από τη φύση της ανίκανη να εγγυηθεί τις προϋποθέσεις της. Αν θέλει να είναι συνεπής προς τις αξίες της, πρέπει να ανέχεται τους αντιπάλους της, που έχουν τελείως διαφορετικές αξίες, και θα κινδυνεύει έτσι ολοένα να καταλυθεί από αυτούς. Αν, από την άλλη, αποφασίσει να καταστείλει βίαια τους αντιπάλους της, ανάγοντας τις δικές της αξίες σε απόλυτες, μεταφυσικές και συνεπώς αδιαπραγμάτευτες αλήθειες, θα αρνηθεί τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η φιλελεύθερη δημοκρατία θα είναι ή ευάλωτη ή υποκριτική. Στην πράξη συμβαίνει συνήθως το δεύτερο, χωρίς ωστόσο να απομακρύνει οριστικά το πρώτο: η αληθινή φύση της φιλελεύθερης δημοκρατίας φανερώνεται στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και είναι η φύση μιας λανθάνουσας δικτατορίας.

Το δίλημμα αυτό που έθεσε ο Σμιτ στάθηκε μια γιγάντια πρόκληση για τους μεταπολεμικούς φιλελεύθερους στοχαστές, ενόψει και των ιστορικών εμπειριών του 20ου αιώνα. Προσπάθησαν να το λύσουν με διάφορους τρόπους, αλλά κανένας από αυτούς δεν είναι εντελώς πειστικός. Υπάρχουν όμως και άλλες πλευρές της σκέψης του δυσώνυμου Κronjurist που αναδεικνύουν ακανθώδη πολιτικά προβλήματα.

Για παράδειγμα, η θέση του για την προοπτική μιας παγκόσμιας ηγεμονίας (που, όπως έβλεπε καθαρά ο Σμιτ, θα ασκούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα είχε για σημαία τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς). Σύμφωνα με τον γερμανό διανοητή, ένα τέτοιο καθεστώς θα είναι επισφαλές, εξαιτίας της αδυναμίας του να εξωτερικεύσει την άρνησή του, εξαιτίας δηλαδή της απουσίας ενός εξωτερικού εχθρού με σαφές περίγραμμα, ενός αντίπαλου δέους. Για να διατηρηθεί, θα πρέπει να δημιουργεί συνεχώς στο εσωτερικό του αποκλεισμούς, και μάλιστα τόσο πιο απόλυτους και βίαιους όσο θα τους δικαιολογεί με την επίκληση οικουμενικών ηθικών αξιών (όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα). Επομένως, η νέα παγκόσμια τάξη θα είναι ουσιαστικά ένα μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, εμφυλίου πολέμου. Η απάντηση της Ιστορίας επαληθεύει την πρόγνωση του Σμιτ. Βρίσκεται στους «ανθρωπιστικούς πολέμους» των ΗΠΑ, στον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, στα Γκουαντάναμο και στα Αμπού Γκράιμπ.

Η εναλλακτική πρόταση του Σμιτ στην ιδέα της παγκόσμιας ηγεμονίας είναι οι «μείζονες χώροι», στους οποίους ο ίδιος έδινε τη δυσοίωνη, λόγω των ιστορικών συνειρμών της, ονομασία Reiche (ενικός Reich), αλλά τους φανταζόταν ως πολιτικά ενιαίες ζώνες με πολιτισμική μάλλον παρά φυλετική ομοιογένεια. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, με διακηρυγμένο στόχο της την πολιτική ολοκλήρωση και τη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, ανταποκρίνεται σε αυτή τη σύλληψη. Ανταποκρίνεται όμως και η θεωρία του Χάντινγκτον για τις κλειστές πολιτισμικές σφαίρες. Βλέπουμε ότι η επιχειρηματολογία του Σμιτ μπορεί να στηρίξει πολιτικά προγράμματα με πολύ διαφορετικό ιδεολογικό χαρακτήρα.

Και γενικά, είναι ατέλειωτος, όπως είπαμε και στην αρχή, ο κατάλογος των στοχαστών και πολιτικών αναλυτών όλου του ιδεο λογικού φάσματος που ερεθίστηκαν ή ερεθίζονται από τη σκέψη του Σμιτ. Το ότι έγινε, με τη θεωρία του για το αυταρχικό κράτος και τον απαραίτητο εχθρό, πηγή πνευματικής καθοδήγησης για υπερσυντηρητικούς και ακροδεξιούς κύκλους είναι ευνόητο. Αλλά θα εκπλαγούμε ίσως, αν μάθουμε ότι τον θεωρητικό λόγο του εκτιμούσαν, τουλάχιστον ως προς ορισμένες πτυχές του, μαρξιστές φιλόσοφοι όπως ο Λούκατς και ο Μπένγιαμιν, οι επίγονοι της Σχολής της Φρανκφούρτης γύρω από το περιοδικό Τέλος , ακόμα και απολογητές των αντάρτικων κινημάτων (για τα οποία ο Σμιτ είχε προβλέψει, και πάλι σωστά, ότι στο μέλλον θα ήταν περισσότερο συντηρητικά και αρχαϊκά παρά νεωτεριστικά). ΄Ενας πασίγνωστος σύγχρονος μαρξιστής φιλόσοφος ολοφάνερα επηρεασμένος από τον Σμιτ είναι ο Ζίζεκ. Στην Ελλάδα, η σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη έχει και αυτή τέτοια εμφανή ίχνη.

Αυτό που κάνει σήμερα τους προβληματισμούς του Σμιτ ενδιαφέροντες ή και δελεαστικούς είναι το διαρκώς ηχηρότερο αίτημα για επιστροφή στο πρωτείο της πολιτικής, μετά το χάος και τις καταστροφές που προκάλεσε η ασυδοσία των αγορών. Ο Σμιτ προσπάθησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: μια κρατική εξουσία που δεν έχει καμιά ηθική νομιμοποίηση, αλλά που είναι ικανή να δώσει υπαρξιακό νόημα στη ζωή των υπηκόων. Δικαιολογημένα, ο ντεσιζιονισμός (αποφασιοκρατία) του επικρίθηκε ως ένα είδος ρομαντισμού (τον οποίο ο Σμιτ καταδίκαζε), αλλά και ως ουσιαστικός μηδενισμός, αφού ευλογεί οποιαδήποτε απόφαση οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας, από οπουδήποτε και αν προήλθε. Παρόλα αυτά, ο Σμιτ διέβλεψε τα πολιτικά αδιέξοδα της μετανεωτερικής εποχής και κλόνισε την αυταρέσκεια των φιλελεύθερων διανοητών της, δεξιών και αριστερών. Ναι, είναι ένας επικίνδυνος νους, αλλά ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει είναι ένας χρήσιμος κίνδυνος- κάτι σαν τον απαραίτητο εχθρό στη θεωρία του.