«ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΤΟΥ LΑWRΕΝCΕ
DURRΕLL ΤΗΝ ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ
ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ “ΑLΕΧΑΝDRΙΑΝ QUΑRΤΕΤ”,
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΑ.
ΚΑΙ ΣΚΑΩ ΑΠΟ ΛΥΣΣΑ. ΓΙΑΤΙ
ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΜΟΥ. ΕΙΝΑΙ
ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ Ο ΑΘΛΙΟΣ ΑΛΛΑ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΤΑΛΕΝΤΟ»: ΤΟ ΑΥΘΟΡΜΗΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΕΝΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΦΙΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1960, ΟΤΑΝ Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ
Μολονότι υπήρξε πολυγράφος και θήτευσε σε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου, ο Λόρενς Ντάρελ (1912-1990) απέκτησε διεθνή φήμη κυρίως με το τετράπτυχο Αλεξανδρινό κουαρτέτο , μυθιστορηματική σύνθεση που περιλαμβάνει την Ιουστίνη (1957), τον Μπαλτάζαρ (1958), τον Μαουντόλιβ (1958) και την Κλέα (1960). Τα τρία πρώτα βιβλία διαδραματίζονται στην προπολεμική Αλεξάνδρεια, ενώ το τέταρτο εκτυλίσσεται στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τίτλοι παραπέμπουν σε πρωταγωνιστικά πρόσωπα της πολυφωνικής αυτής εξιστόρησης, ενώ οι επιγραφές που κοσμούν την έναρξη κάθε επιμέρους μυθιστορήματος (κυρίως παραθέματα από κείμενα του μαρκήσιου ντε Σαντ) προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τον ερωτισμό που κυριαρχεί στο σύνολο του έργου- η πρώτη μάλιστα επιγραφή, παραπέμποντας σε μια φράση του Φρόιντ («αντιμετωπίζω κάθε σεξουαλική πράξη ως διαδικασία στην οποία εμπλέκονται τέσσερα πρόσωπα»), ξεκλειδώνει έμμεσα τον γενικό τίτλο της τετραλογίας.

Ο κυρίως αφηγητής, ένας εκκολαπτόμενος λόγιος ονόματι Ντάρλι (εμφανής αναγραμματισμός του ονόματος του συγγραφέα), αποτραβηγμένος σε ένα ελληνικό νησί ανασυνθέτει τις αναμνήσεις του από την Αλεξάνδρεια όπου έζησε έντονες στιγμές και συγχρωτίστηκε με τα προαναφερόμενα πρόσωπα, αλλά και πολλά άλλα εξίσου σημαίνοντα. Επιχειρώντας να βάλει σε μια τάξη επεισόδια και καταστάσεις όπως τα γνώρισε, ανακαλύπτει ότι το ξετύλιγμα της ιστορίας οδηγεί σε ένα παλίμψηστο που φέρνει συνεχώς στο φως νέες εκδοχές, άγνωστες λεπτομέρειες, διαφορετικές αναγνώσεις του παρελθόντος: γράφει το μυθιστόρημα της ζωής του αγνοώντας εν μέρει βασικές παραμέτρους των γεγονότων στα οποία έλαβε και ο ίδιος μέρος και θεωρούσε πως ελέγχει τη λογική τους – μια αυτοαναφορικότητα με χαμένο το κέντρο της. Είναι και αυτό μέρος της καβαφικής ειρωνείας που διαστίζει το κείμενο· οι αναφορές στην ποίηση του Αλεξανδρινού γέροντα είναι συχνές και διόλου τυχαίες, αφού το στήσιμο του μυθιστορήματος αναδεικνύει ως απόλυτη πρωταγωνιστική φιγούρα την πόλη του Καβάφη, σε όλο το μεγαλείο της παρακμής της.

Πολύβουη, πολυπρόσωπη, καλειδοσκοπική, με φώτα και σκιές, κοσμοπολίτικη και εξευρωπαϊσμένη, αλλά και εξαθλιωμένη, ανατολίτικη μυρμηγκιά, η Αλεξάνδρεια διαμορφώνει τους χαρακτήρες που παρεπιδημούν εντός των ορίων της, εγκλωβίζοντάς τους σε ένα δίχτυ ηδυπάθειας, κυνικού ρεαλισμού και πολύτροπης πανουργίας. Μια πόλη της απωλείας, χάνεται βαθμηδόν η ίδια στους στροβίλους της Ιστορίας, αλλά οδηγεί στον χαμό και όσους καθρεφτίζονται στο πρόσωπό της. Από το σμάρι που στριφογυρίζει μέσα στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο κάποιοι υποκύπτουν στον θανάσιμο εναγκαλισμό με τη φρενίτιδα της πόλης ή σημαδεύονται καίρια. Ο Περσγουόρντεν π.χ. αυτοκτονεί, η Μελίσα σβήνει άδοξα, ο Ναρούζ δολοφονείται, ο Σκόμπι σκοτώνεται, η Λάιλα απομονώνεται στον περίκλειστο κόσμο της, η Κλέα ακρωτηριάζεται· άλλοι σκορπίζουν μακριά της για να συνεχίσουν τον δρόμο τουςμεταξύ αυτών και ο Ντάρλι, ο αφηγητής, αλλά και η Κλέα, ο Αμαρίλ με τη Σεμίρα, ο Μπαλτάζαρ και, όπως όλα δείχνουν, ο Νεσίμ και η Ιουστίνη.