Από τότε που η παπαδιαμαντική Ελλάδα έπαψε να υπάρχει (αν υπήρξε ποτέ), άρχισε να γίνεται ελκυστική. Ό,τι για τον Παπαδιαμάντη ήταν βίωμα, έγινε νοσταλγική προσομοίωση του βιώματος, ανέξοδη και άνευ συνεπειών, για τους μπαϊλντισμένους από την αστική ζωή, αλλά και απρόθυμους να τη στερηθούν απογόνους των κατοίκων της αγροτοποιμενικής Ελλάδας. Με άλλα λόγια, ο παπαδιαμαντισμός είναι η μετακίνηση από τη λαϊκότητα και τη λαϊκή θρησκευτικότητα στη γραφικότητα και τη λαογραφία. Κι ένα παπαδιαμαντικό αφήγημα μπορεί σήμερα να γίνει δημοφιλέστερο απ΄ ό,τι ήταν τα διηγήματα του Σκιαθίτη στον καιρό τους.

«Όμορφα πράγματα». Με αυτή τη φράση τελειώνει η νουβέλα του Μακριδάκη. Ο Παπαδιαμάντης δεν θα σχολίαζε ποτέ έτσι την παραδοσιακή σκιαθίτικη κοινότητα των διηγημάτων του. Για εκείνον, η συγκίνηση που τον πλημμύριζε στην ενατένιση αυτού του κόσμου δεν ήταν θέμα αισθητικής. Ήταν θέμα αυθεντικότητας και πίστης. Από τότε έχει κυλήσει όμως πολύ νερό στ΄ αυλάκι. Είναι ενδεικτικό ότι στο βιβλίο του Μακριδάκη το σχόλιο «όμορφα πράγματα» διατυπώνεται από έναν εξωτερικό παρατηρητή: έναν παραθεριστή, που, επιστρέφοντας από το θαλασσινό μπάνιο του, αποθαυμάζει το ειδυλλιακό σκηνικό του μοναστηριού, με τον μοναχό Βικέντιο, τον σκύλο του, τη γαλανόλευκη, τον ήχο της καμπάνας που σημαίνει ο μοναχός αντιχαιρετώντας το πλοίο που περνάει στ΄ ανοιχτά. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η οπτική του ανώνυμου λουόμενου είναι η οπτική του συγγραφέα.

Το μοναστήρι της «Παναγιάς τ΄ Ακρωτηριού» είναι χτισμένο ψηλά σ΄ έναν βράχο στη βορειοανατολική άκρη της Χίου. Ο μοναχός Βικέντιος έχει απομείνει ο μόνος ένοικός του. Σαραντάρης σήμερα, τρελαινόταν από μικρό παιδί για τα εκκλησιαστικά και σε ηλικία μόλις δεκαεφτά ετών μπήκε στο μοναστήρι ως δόκιμος. Δεν έχει μετανιώσει για την απόφασή του, αν και τελευταία τον βαραίνει η μοναξιά. Μοναδικός σύντροφός του είναι η σκυλίτσα του, η Σίσσυ, που θα πεθάνει όμως, παρά τις φροντίδες του, από τις επιπλοκές ενός τοκετού και θα του αφήσει κληρονομιά τα τρία κουταβάκια της. Ο Βικέντιος αγωνίζεται να τα σώσει και τελικά θα κατορθώσει να κρατήσει στη ζωή το ένα.

Ο καλόγερος αυτός είναι υπόδειγμα της κατά Παπαδιαμάντη χριστιανορθόδοξης λαϊκής ευσέβειας. Αγαθός, αθώος, απέραντα ταπεινόφρων, πράος, με απλοϊκή αλλά βαθιά ριζωμένη θρησκευτική πίστη, με αγάπη για όλα τα πλάσματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα. Τηρεί ευλαβικά τους κανόνες της μοναστικής ζωής, αλλ΄ αφήνεται και στις μικρές, άδολες εγκόσμιες χαρές- το αγνάντεμα της θάλασσας, τους περίπατους στην εξοχή γύρω από το μοναστήρι για το μάζεμα τριφυλλιών, την κουβέντα με τους σποραδικούς επισκέπτες του μοναστηριού και, φυσικά, την τρυφερή σχέση με τη σκυλίτσα Σίσσυ ή, αργότερα, με τα κουτάβια της.

Ο τρόπος ύπαρξής του βρίσκεται (χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί ή να το επεξεργάζεται) στον αντίποδα της επιδεικτικής πολυτέλειας, της απληστίας, της αλαζονείας, της εξουσιομανίας που ενδημούν στις κορυφές της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Και η αντίθεση αυτή υπογραμμίζεται από τον συγγραφέα χάρη στο κεντρικό εύρημά του: τα συμβάντα της νουβέλας, από τον τοκετό της Σίσσυς ώς την οριστική διάσωση του τρίτου κουταβιού της, συμπίπτουν χρονικά και παραλληλίζονται με όσα διαδραματίζονται από τον θάνατο του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου ώς την εκλογή του καινούργιου προκαθήμενου της Εκκλησίας. Ο μοναχός Βικέντιος ακούει μάλλον αδιάφορα στο ραδιόφωνο τις μεγαλοστομίες για τα πλήθη που συρρέουν για να προσκυνήσουν τη σορό του μακαριστού και αντιδρά κάπως αμήχανα στις εκφράσεις λατρείας και πένθους για τον εκλιπόντα ποιμενάρχη από τη μεριά των πιστών που καταφθάνουν στο μοναστήρι. ΄Οχι επειδή δεν λυπάται κι αυτός για την απώλεια του αρχιεπίσκοπου, αλλά επειδή το δράμα της σκυλίτσας του και των μικρών της τον αγγίζει πολύ περισσότερο.

Μια χαρά είναι όλ΄ αυτά. Μόνο που ένα πρόσωπο όπως ο μοναχός Βικέντιος αλλιώς λειτουργεί ως σύμβολο στην Ελλάδα του 1909 και αλλιώς στην Ελλάδα του 2009. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η ποιητική ανάδειξη ενός στοιχείου της ζωντανής λαϊκής κουλτούρας· στη δεύτερη δεν μπορεί να είναι παρά κάτι ανάμεσα σε γραφικό αναχρονισμό και κήρυγμα αναχωρητισμού. Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς αφήνει να το δούμε αυτό: οι πιστοί που επισκέπτονται το μοναστήρι δεν έχουν τίποτα κοινό με τον Βικέντιο, οι περισσότεροι είναι ψευδευλαβείς και δυσάρεστα «σύγχρονοι», με

Γιάννης Μακριδάκης

Η ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥ

ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2009 ΣΕΛ. 143,

ΤΙΜΗ: 10 ΕΥΡΩ

χαρακτηριστικότερη περίπτωση την οικογένεια που έρχεται για να ευλογήσει ο καλόγερος το αυτοκίνητο που αγόρασαν οι γονείς στον κανακάρη τους.

Ποσοτικά, όμως, εκείνο που κυριαρχεί στη νουβέλα του Μακριδάκη δεν είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στην απλοϊκή, πηγαία ευσέβεια και την τρυφερότητα του Βικέντιου αφ΄ ενός, τον φαρισαϊσμό και την υλοφροσύνη των θρησκευτικών αρχόντων ή των λαϊκών αφ΄ ετέρου· είναι οι σχοινοτενείς, επαναλαμβανόμενες και, με το συμπάθιο, ανιαρότατες περιγραφές των καθημερινών ασχολιών του Βικέντιου στο μοναστήρι. Ο συγγραφέας γοητεύεται τόσο πολύ από τέτοιες λαογραφικού χαρακτήρα λεπτομέρειες της μοναστικής ζωής ώστε εκβιάζει μια ευκαιρία να μιλήσει και για όσα δεν χωρούν στο αφηγηματικό του πλαίσιο: με αφορμή την επίσκεψη δύο νεαρών, βάζει τον Βικέντιο να τους λέει με τις ώρες, χωρίς να ερωτηθεί (και χωρίς ο αναγνώστης να πείθεται για την ψυχολογική φυσικότητα αυτής της ενέργειας), πώς ήταν η καθημερινή ζωή στο μοναστήρι την εποχή της πληρότητάς του σε μοναχούς. Κοινότοπες και αυτές οι περιγραφές, για όποιον έχει περάσει έστω μισή μέρα σε μοναστήρι, αλλά ο συγγραφέας τις θέλει ν΄ αποπνέουν ό,τι και το μαγειρείο της μονής, «που ανάδυε [sic] κι αυτό μια γαλήνη πρωτόγνωρη για ψυχές που δεν ξέρουνε και πολλά από την ησυχία της άσκησης μακριά απ΄ τον κόσμο» (σ. 91-2).

Ό,τι και αν «αναδύουν» πάντως τα μοναστήρια, ο Μακριδάκης δυσκολεύεται να το υποβάλει με τη γραφή του. Η αδεξιότητά του είναι έκδηλη προπαντός όταν αποτολμά παρομοιώσεις. Ένα παράδειγμα: o Βικέντιος θάβει τη Σίσσυ στη ρίζα του ιστού της μεσίστιας (λόγω του θανάτου του Χριστόδουλου) γαλανόλευκης, στέκεται δακρυσμένος πάνω από τον τάφο κι έπειτα «Πήγε δυο βήματα πίσω και στάθηκε με ευλάβεια σα φουσκωμένος κατάμαυρος διάνος» (σ. 50). Ο συγγραφέας έχει προφανώς κατά νου τον άνεμο που φουσκώνει το ράσο του καλόγερου. Αλλά η έκφραση «σαν φουσκωμένος διάνος» χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανόητη έπαρση και κομπασμό, δηλαδή το αντίθετο της ευλάβειας.

Φ αίνεται όμως πως ο Μακριδάκης θέλει να εκφράσει, πέρα από τον θαυμασμό γι΄ αυτό που αντιπροσωπεύει ο παπαδιαμαντικός ήρωάς του, και μια γνώμη για τη μετά Χριστόδουλο εποχή της Εκκλησίας. Έτσι, μας φυλάει για το τέλος μια αλλόκοτη και όχι ακριβώς ευχάριστη, λογοτεχνικά, έκπληξη. Είδαμε ότι η Σίσσυ γεννάει τη μέρα ακριβώς που πεθαίνει ο Χριστόδουλος και ότι το τελευταίο κουτάβι της ανασταίνεται τη στιγμή που το ραδιόφωνο ανακοινώνει την εκλογή του Ιερώνυμου ως διαδόχου του μακαριστού. Και πώς αποφασίζει ο πανευτυχής Βικέντιος να βαφτίσει το σκυλάκι; Ρώνυ, φυσικά από το Ιερώνυμος!

Αίσια τροπή, και για τη ζωή του σκύλου και για τη ζωή της Εκκλησίας.

Όλα θα πάνε καλύτερα στο εξής. Στο βάθος όμως ακούγεται, ερήμην των προθέσεων του συγγραφέα και ακυρώνοντας τις προσπάθειές του για δημιουργία κατανυκτικής ατμόσφαιρας, το σαρδόνιο γέλιο μιας βλάσφημης φάρσας…