Ο αιματοβαμμένος κύκλος της εξουσίας δεν κλείνει ποτέ! Λουσμένος σε πορφυρό κόκκινο φως, καθισμένος πάνω στον θρόνο, ο βασιλιάς Μάλκολμ (Φίλιππος Δελλατόλας) κηρύσσει το τέλος της τυραννίας του Μάκβεθ και την ειρήνη στο βασίλειό του. Αυτή είναι η υποσημείωση του σκηνοθέτη Λορέντσο Μαριάνι λίγο πριν πέσει η αυλαία στην αριστουργηματική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι «Μάκβεθ» –πρώτη οπερατική παραγωγή της δοκιμαστικής περιόδου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Το ψυχρό σκηνικό που δημιουργούσαν τα υπερυψωμένα τείχη από γκρι ελενίτ, που τα διαπερνούσε το κόκκινο του αίματος, επέλεξε ο σκηνοθέτης για να αφηγηθεί την ερεβώδη πλευρά του μυαλού των ηρώων. Ο Μαριάνι βάζει στο κέντρο της δημιουργίας του τις εσωτερικές διαδρομές των ηρώων του και ανασύρει το αμείλικτο συναίσθημα του φόβου. Σε αυτή τη σκηνοθετική ερμηνεία εντάσσονται τα ιδιαίτερα ταμπλό βιβάν, οι φωτισμοί που ανέδιδαν με μαεστρία τον παλμό και την ένταση των ηρώων, ο ρυθμός των σωμάτων που εναρμονίζονταν με το κείμενο.

Ηταν πολλές οι αρετές αυτής της παράστασης και κατάφεραν να αφήσουν στην άκρη τις ατυχείς στιγμές και τα μικρά ατοπήματα. Π.χ., η αφύσικη αταραξία της Λαίδης Μάκβεθ (η Δήμητρα Θεοδοσίου η οποία έχει διαπρέψει σε βερντιανούς ρόλους σε θέατρα από το Μιλάνο έως τη Ζυρίχη και από το Λονδίνο έως την Ιαπωνία και τη Βραζιλία) όταν ο σύζυγός της καταρρέει δίπλα της, η αποτυχημένη προσέγγισή της για να ανέβει στον θρόνο (όταν τον άγγιξε κύλησε προς τα πίσω), οι σκιές της χορωδίας που διαγράφονταν την ώρα που εξελισσόταν η δράση επί σκηνής. Οι περισσότεροι έφυγαν από την αίθουσα του ΚΠΙΣΝ παίρνοντας μαζί τους την εξαιρετική εμφάνιση του Δημήτρη Πασκόγλου στον ρόλο του Μακντάφ, τη γοητευτικά αποπλανητική εμφάνιση των μαγισσών χορογραφημένη από τον Ρενάτο Τζανέλα, την όμορφα εκτελεσμένη μουσική από την ορχήστρα της Λυρικής υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού.

ΤΟ ΕΡΓΟ. Η υπόθεση της όπερας εκτυλίσσεται στη Σκωτία του 1040. Ο Μάκβεθ, στρατηγός του βασιλιά Ντάνκαν, γυρίζοντας από τη μάχη μαζί με τον φίλο του Μπάνκο, συναντά τις μάγισσες που προβλέπουν ότι θα κερδίσει τον θρόνο της χώρας. Η Λαίδη Μάκβεθ όταν μαθαίνει τις προφητείες πείθει τον άντρα της να δολοφονήσει τον βασιλιά, ο οποίος φιλοξενείται στο σπίτι τους. Ετσι ξεκινά η αναρρίχηση του Μάκβεθ στον θρόνο και πνίγει τη Σκωτία στο αίμα για να διατηρήσει την εξουσία, σκοτώνοντας ακόμη και τον Μπάνκο. Υπό το βάρος των τύψεων η Λαίδη Μάκβεθ τρελαίνεται και αυτοκτονεί, ενώ ο Μάκβεθ εκτελείται από επαναστατημένους ευγενείς, οι οποίοι υπερασπίζουν τα δικαιώματα του γιου του Ντάνκαν.

Οι ήρωες του Μαριάνι αποδίδουν την εσωτερική τους πάλη με ερμηνευτική γλαφυρότητα από τα πρώτα λεπτά. Ο φόβος τούς καταδυναστεύει, αλλά την ίδια στιγμή παραδίδονται στη γοητεία της δύναμης.

«Το μονοπάτι της εξουσίας είναι σπαρμένο με εγκλήματα» υπενθυμίζει η Λαίδη Μάκβεθ στον σύζυγό της και δυναμώνει ακόμη περισσότερο τη δίψα της ματαιοδοξίας του. Οι βίαιες απολαύσεις όμως έχουν βίαιο τέλος. Η αιμοδιψής διαδρομή του Μάκβεθ αποδίδεται με αριστουργηματικό τρόπο από τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, ο οποίος ξεπέρασε γρήγορα την αρχική αρρυθμία και επιδόθηκε σε μια ερμηνεία υψηλών φωνητικών και σωματικών απαιτήσεων.

ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ. Λίγες ώρες νωρίτερα ο πρωταγωνιστής του έργου μάς είχε μιλήσει για την προσέγγιση του ήρωα, τον οποίο κλήθηκε για πολλοστή φορά να ερμηνεύσει. «Αυτή η εσωτερική πάλη με τον φόβο βρίσκεται σε κάθε κίνηση του Μάκβεθ. Η αλαζονεία του και η δίψα του για εξουσία, με όσα εγκλήματα και να χρειαστεί για να την κατακτήσει, είναι διάχυτες». Τα τελευταία λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Μάκβεθ λίγο πριν ξεψυχήσει ηχούν σαν καμπάνα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας: «Πεθαίνω απόβλητος από τον ουρανό και από ανθρώπους μόνο για σένα καταραμένο στέμμα». Αυτή η στιγμή του ήρωα είναι ανελέητη για τον Τάση Χριστογιαννόπουλο –κατέρρευσε στην τελευταία σκηνή με αριστουργηματικό τρόπο, το σώμα του θαρρείς και ακολούθησε την εσωτερική συντριβή του –ο οποίος λέει: «Ακόμη και την ύστατη στιγμή φοβάται να αναμετρηθεί με την ουσία της κατάρρευσής του και να αναρωτηθεί: γιατί έζησα τόσο δυστυχισμένος;».

Αραγε, είναι αυτό το ερώτημα που κρύβεται στη ρίζα των ανθρώπινων αδυναμιών; Εκείνων που σέρνουν τις ζωές στην άβυσσο της αβεβαιότητας, των λαθών και της δυστυχίας; Η τοποθέτηση του Λορέντσο Μαριάνι μέσα από τη σκηνοθετική γλώσσα που προτείνει σε όπερα του Βέρντι, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μέγαρο τον Ιανουάριο του 2014: «Στον Μάκβεθ ο φόβος είναι ένας εχθρός, τον οποίο δεν μπορούμε να νικήσουμε: το άγνωστο. Το άγνωστο γύρω μας, το άγνωστο στους άλλους, αλλά πάνω απ’ όλα το άγνωστο μέσα μας. Ο Μάκβεθ αποτελεί ένα ταξίδι στους φόβους, στο σκοτάδι, στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας. Δρα αποκλειστικά νύχτα, είναι συμπυκνωμένος, κινείται όπως μια σπείρα, αλλά μονάχα εσωτερικά. Είναι μια συνάντηση με ασυνείδητες ορμές, πρωτόγονους παλμούς, με τις καθοδηγητικές δυνάμεις της ψυχής που μας εκσφενδονίζουν σε χώρους, τους οποίους απλώς δεν γνωρίζουμε».