«Μια βόλτα στη Γαλλία»: Μια πολιτική κομεντί χαρακτήρων με γλώσσα πολύ πιο σημαίνουσα και αιχμηρή απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, παραγνωρίζοντας ίσως την επιμονή του γαλλικού σινεμά σε μια γλώσσα που πάντα δείχνει να αφουγκράζεται τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις της. Στο εξαίσιο αυτό φιλμ του Ρασίντ Τζαϊντανί, ο Φαρούκ, ένας εικοσάχρονος ράπερ από τα προάστια του Παρισιού, αναγκάζεται να αφήσει την πρωτεύουσα όταν η ζωή του τίθεται σε κίνδυνο. Ενας φίλος έχει μια ιδέα: προτείνει στον Φαρούκ να πάρει τη θέση του και να συνοδεύσει σε ένα ταξίδι στα λιμάνια της Γαλλίας τον πατέρα του Σερζ, ο οποίος ακολουθώντας τα βήματα του κλασικού ζωγράφου Ζοζέφ Βερνέ θέλει να ζωγραφίσει εκ νέου τα έργα του. Ο Σερζ όμως δεν είναι κανένας μεγαλοαστός. Οι τρόποι του είναι άκαμπτοι και μονοκόμματοι και το χάσμα κουλτούρας μεγαλύτερο κι από το Γκραν Κάνιον.

Κι όμως, μια αναπάντεχη φιλία γεννιέται ανάμεσα σε αυτόν τον αντικομφορμιστή νέο και σε αυτό τον παραδοσιακό, συντηρητικό Γάλλο από τα βόρεια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού που τους οδηγεί στη Μασσαλία. Προσέξτε τώρα: Στο επίκεντρο έχουμε τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ. Στις κόντρες του με τον πιτσιρίκο Φαρούκ (τον ενσαρκώνει ο Σαντέκ, ένας αστέρας του γαλλικού χιπ – χοπ) τα ρατσιστικά καλαμπούρια δίνουν και παίρνουν. Κι όμως, ο Τζαϊντανί δεν έχει καμία πρόθεση να τους φέρει «αντιμέτωπους» για να πουλήσει αυτοδικαίωση στο ευρωπαϊκό κοινό του (η καταγωγή του, ευτυχώς, τον κρατά μακριά από τέτοιου είδους παθογένειες). Και όταν οι ήρωες συγκρούονται, τα λόγια που ακούγονται είναι καθαρά: Το ζήτημα στην Ευρώπη τού σήμερα δεν είναι φυλετικό. Είναι –και πάντα θα είναι –ταξικό. «Βρίζεις τους άραβες εργάτες γιατί η Γαλλία σε μεταχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο» ξεσπά ο Φαρούκ και αυτό εγγράφεται με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια στο δραματουργικό σώμα του φιλμ. Που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και, την ίδια ώρα, προσφέρει ένα απολαυστικό, ψυχαγωγικό θέαμα.

Βαθμοί: 7