Η εποχή που κόβουν το σιτάρι, είναι εποχή τέλους. Ορμώμενος από την αρνητική διάσταση της λέξης ο Δημήτρης Δημητριάδης βάφτισε το θεατρικό του «Θερισμός» (2010), θέλοντας παράλληλα να παίξει με τον παραθερισμό και τη θετική υπόσταση του όρου. Τοποθετημένο στο εξωτικό Ακαπούλκο, το έργο που σκηνοθετεί για το Εθνικό Θέατρο ο Δημήτρης Τάρλοου φέρνει στην επιφάνεια τη βαθιά απόγνωση της ύπαρξης.

Με πνεύμα κριτικό απέναντι στη γελοιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, κόντρα στις επιφανειακές αξίες της σύγχρονης ζωής, ο συγγραφέας μπολιάζει με χιούμορ την τραγωδία του ανθρώπου. Είτε βρίσκεται στην Αθήνα είτε στο Ακαπούλκο. Γιατί πολύ απλά φωλιάζει μέσα του.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης (Θεσσαλονίκη 1944), συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής, είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, τολμηρή, αιρετική. Υπερεκτιμημένος για κάποιους, υποτιμημένος για τους υπόλοιπους, ο δημιουργός τού «Πεθαίνω σαν χώρα» βρίσκεται την τελευταία δεκαετία σε πρώτο πλάνο. Ο λόγος του οξύς, ιδιαίτερος, ποιητικός, πηγάζει από βαθιά προσωπικές (και αρνητικές) εμπειρίες. Ο Δημητριάδης οδηγεί συχνά τους ήρωές του σε έναν ακραίο, ζωώδη, εξευτελισμό, εξαρτημένο από σεξουαλικές διαστροφές. Στον «Θερισμό», που πρώτη φορά ανεβαίνει στη σκηνή, ο δρόμος ήταν ευτυχώς διαφορετικός.

Η σκηνή, ένας ανοιχτός, ευάερος και ευήλιος χώρος, η μεγάλη βεράντα του ξενοδοχείου με την ατέλειωτη θέα προς τη θάλασσα. Ξαπλώστρες, πετσέτες αντιηλικά, χρωματιστά κοκτέιλ, μεγάλα ψάθινα καπέλα και φυτά, πολλά φυτά και λουλούδια. Κάπως έτσι θα είναι πράγματι το Ακαπούλκο.

Σε αυτό τον μακρινό τόπο εξελίσσεται η δράση του «Θερισμού». Μια πενταμελής παρέα, δύο ζευγάρια που το καθένα έχει αφήσει πίσω στην Αθήνα ένα παιδί στην εφηβεία και μια γυναίκα μόνη, που την εγκατέλειψε ο εραστής της, κάνουν διακοπές. Για να χαλαρώσουν, να ξεχαστούν και να ξεχάσουν, για να ξεφύγουν, να αποδράσουν. Αδύνατον. Ο ήχος του κινητού που χτυπά συστηματικά, πότε για τον έναν και πότε για τον άλλον, λειτουργεί καθοριστικά και απειλητικά. Μετατρέποντας τον «παράδεισο» σε κόλαση.

Για τους πέντε ήρωες με τα «εξωτικά» και γελοία ονόματα (Ζουζού, Ρουμί, Ασούρ, Λίκρα, Μπόνα) και τα κοστούμια με τα πλουμιστά χρώματα, το κινητό τηλέφωνο είναι η σύγχρονη εκδοχή της καβαφικής «Πόλης» –«Η πόλις θα σ’ ακολουθεί».

Ο Δημήτρης Τάρλοου (για πρώτη φορά εκτός του θεάτρου του) σκηνοθέτησε ευρηματικά και συγχρόνως λιτά το έργο, προσδίδοντας στην παράσταση τη συγκρότηση που τον διακρίνει. Χωρίς να προδώσει ούτε το κείμενο ούτε τον συγγραφέα, έστησε τον κόσμο του Δημητριάδη μέσα από τη δική του οπτική. Οδήγησε τους ηθοποιούς, μέσα από λεπτομέρειες και αποχρώσεις, σε μια ουσιαστική ενδοσκόπηση. Ενα πρώτο ρεαλιστικό τοπίο ανθρώπων, με νύξεις του δράματος που θα ακολουθήσει, ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια του θεατή. Με τη δύναμη του αδύναμου μπροστά στο αναπόφευκτο δράμα.

Οι ήρωες, ένας ένας, ξεδίπλωσαν τις πτυχές τους υπακούοντας σε ένα συνολικό σκηνοθετικό μοτίβο. Η αρχική ευφορία μετατράπηκε σε κόλαση. Οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά –με αποκορύφωμα την από τηλεφώνου αυτοκτονία –κυριάρχησαν, πλάι στην ερωτική απογοήτευση και την προσωπική τραγωδία. Η αναζήτηση και η ελπίδα μιας άλλης, δεύτερης ζωής, κοινός τόπος για όλους. Κι αν το τέλος μετακινήθηκε από τον ρεαλισμό στον σουρεαλισμό, ίσως να μην είναι αδυναμία του συγγραφέα να δώσει λύσεις. Αλλά να αντικατοπτρίζει την αντικειμενική δυσκολία να δοθεί λύση στο ανείπωτο. Σε αυτή την άγονη σοδειά ανθρώπων που γεννά η εποχή μας.

Εξαιρετική η διανομή: η Αλεξία Καλτσίκη, η Αννα Μάσχα και ο Νίκος Ψαρράς ξεγυμνώνονται ερμηνευτικά, πλάι στον Περικλή Μουστάκη και τη Μάρω Παπαδοπούλου, που τους συναγωνίστηκαν επιτυχώς.

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου

Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική: Κατερίνα Πολέμη

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη

Παίζουν: Αλεξία Καλτσίκη, Αννα Μάσχα, Περικλής Μουστάκης, Μάρω Παπαδοπούλου, Νίκος Ψαρράς

Πού: Εθνικό Θέατρο – Σκηνή Νίκος Κούρκουλος (Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210-5288.173)