Η «Ευτυχία» του Χρήστου Πυθαρά, που βγαίνει αύριο στις κινηματογραφικές αίθουσες, είναι μια «μικρή» ταινία, ένα ψυχολογικό θρίλερ στημένο πάνω σε έναν χαρακτήρα. Δηλαδή σε μια ηθοποιό: η Ξανθή Σπανού κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο και παίρνει στην πλάτη της σχεδόν όλο το φιλμ.

Πώς χτίζει κανείς έναν τέτοιο χαρακτήρα;

Να σου πω την αλήθεια, όταν προβλήθηκε η ταινία στη Θεσσαλονίκη, ένας θεατής με ρώτησε αν «απομονώθηκα» κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων για να προετοιμάσω τον χαρακτήρα μου. Αυτό που δεν του είπα τότε είναι πως δεν είχα το περιθώριο, μιας και έκανα δυο δουλειές ταυτόχρονα (γέλια). Νομίζω, αυτή είναι μια πραγματικότητα που ζουν πολλοί ηθοποιοί. Λοιπόν, κάναμε άπειρες συζητήσεις για την ψυχολογία της Αννας με τον Χρήστο. Είδα και πολλές ταινίες… Την «Αποστροφή» και τον «Ενοικο» του Πολάνσκι, το «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Κασσαβέτη και πολλές άλλες ταινίες που εστίαζαν σε έναν χαρακτήρα και σε αυτήν τη μετατόπιση από την πραγματικότητα.

Είσαι σχεδόν σε κάθε πλάνο της ταινίας.

Ηταν, φαντάζομαι, ρίσκο και για τον Χρήστο, που βασίστηκε τόσο πολύ σε μια ηθοποιό, όσο και για μένα. Ηταν η πρώτη φορά που έπρεπε να πλάσω έναν ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος, να είμαι εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η ταινία προέκυψε από μια ιδέα για μικρού μήκους και, τελικά, αυτό το στόρι άρχισε να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο. Πήγε κάπως σταδιακά δηλαδή. Οταν είσαι ένας πρωτόβγαλτος ηθοποιός και σου δίνεται μια τέτοια ευκαιρία, ε, το παίρνεις το ρίσκο.

Ποια είναι λοιπόν η Αννα, η ηρωίδα της «Ευτυχίας»;

Η Αννα είναι μια κοπέλα γύρω στα 30, εργάζεται στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα φωτογραφείο, δίχως να έχει ασχοληθεί με το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς. Είχε έναν χωρισμό στο παρελθόν, τον οποίο δεν έχει ακριβώς ξεπεράσει, έχει μια αρκετά προβληματική σχέση με τη μητέρα της και την πετυχαίνουμε στο τέλος του καλοκαιριού. Μια μητέρα που την έχει καταπιεί ο μικρόκοσμός της και δεν αντιλαμβάνεται πως το παιδί της δεν είναι καλά. Δεν μου φαίνεται καθόλου τραβηγμένο, νομίζω πως συμβαίνει σε πολλές οικογένειες.

Τη μητέρα σου ενσαρκώνει η Θέμις Μπαζάκα, ενώ στο φιλμ εμφανίζεται και ο Χρήστος Στέργιογλου. Πώς ήταν για μια πρωτόβγαλτη, όπως είπες, μια τέτοιου είδους συνεργασία;

Βρήκα τρομερή κατανόηση και στην Μπαζάκα αλλά και στον Στέργιογλου. Τους παρακολουθούσα, παρακολουθούσα το «χρώμα» στις ερμηνείες τους. Παίζοντας την κόρη της Θέμιδας στην ταινία κιόλας, αντλούσα έμπνευση από την ίδια, προσέθετα ψηφίδες του χαρακτήρα μου μέρα με τη μέρα. Είναι υπέροχο να βρίσκεις έναν άνθρωπο με τόσα χρόνια στον χώρο που αντιμετωπίζει ακόμα τους νέους συναδέλφους του με τόση γενναιοδωρία.

Πόσο ειρωνικός είναι ο τίτλος της ταινίας;

Από την αρχή, νομίζω, κάποιος αντιλαμβάνεται πως η ευτυχία απουσιάζει. Για μένα, ο τίτλος εκφράζει και την επιβολή της από τη μεριά των άλλων, του κοινωνικού συνόλου δηλαδή. Ξέρεις, οφείλεις να είσαι ευτυχισμένος. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να είσαι καλά, ενώ ξέρουμε πως κανείς δεν είναι. Μαθαίνουμε πως πρέπει να είμαστε δυνατοί και πως, παρά τις πιέσεις και τις απάνθρωπες ζωές μας, πρέπει να είμαστε πάντα υπό έλεγχο. Δεν μας επιτρέπουμε να σπάμε πού και πού ή έστω να λυγίζουμε.