Αρχικά, οι ηθοποιοί που συγκεντρώθηκαν ήταν όλοι νέοι, περσινοί απόφοιτοι Δραματικών Σχολών και θεώρησαν ότι το καλύτερο μάθημα για όλους θα ήταν να ασχοληθούν με τον Τσέχοφ. Ετσι, η την Ομάδα Ιριδα επέλεξε να βουτήξει στον κόσμο του Ρώσου δραματουργού και να ανεβάσει την παράσταση του έργου «Ο Βυσσινόκηπος» σε σκηνοθεσία Ερρίκου Μηλιάρη.

«Τον Βυσσινόκηπο τον διάβασα πρώτη φορά, όταν προετοιμαζόμουν να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στη δραματική σχολή» λέει ο σκηνοθέτης. «Είχα έναν μονόλογο από την “Πρόταση Γάμου” του Τσέχοφ και με την ευκαιρία διάβαζα και τα άλλα του έργα. Από εκεί και πέρα έτυχε να το ξαναδιαβάσω άλλες δύο φορές και όχι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά που το διάβαζα, θυμόμουν και κάτι άλλο απ’ το έργο, συγκρατούσα κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Και κάθε φορά ήταν σαν να το διάβαζα για πρώτη φορά. Είναι νομίζω απ’ τα έργα που θα σημαίνει πάντα κάτι άλλο ανάλογα με το ποια περίοδο της ζωής του το διαβάζει κανείς, αλλά ανάλογα και με την εκάστοτε γενικότερη ιστορική περίοδο».

Για την επιλογή του έργου. «Η δραματουργία του Τσέχοφ είναι η βάση της σύγχρονης θεατρικής ματιάς» συνεχίζει ο Μηλιάρης «από το πώς δομείται ένα θεατρικό κείμενο μέχρι το ποια είναι η γλώσσα των σύγχρονων ηθοποιών και ο τρόπος λειτουργίας τους και πιστεύουμε, ότι αν καταφέρουμε να αποκωδικοποιήσουμε τη γλώσσα του Τσέχοφ, θα έχουμε κατακτήσει μια σημαντική βάση για να αγγίξουμε έπειτα οποιοδήποτε κείμενο της παγκόσμιας δραματουργίας. Μετά από αυτή τη σκέψη, επιλέχθηκε ο Βυσσινόκηπος, καθώς ούτως ή άλλως είναι δεδομένο ότι είναι το πιο επίκαιρό του κείμενο και εμείς ως νέοι μπορούσαμε να εμπλακούμε με αυτό του το έργο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει πιο καίριο ζήτημα της εποχής μας από την αγωνία του σήμερα που αλλάζει και του άγνωστου αύριο που έρχεται».

Για τους ήρωες του έργου. «Διαβάζοντας το έργο, είδα ότι κύριο χαρακτηριστικό του είναι το συναισθηματικό δέσιμο της οικογένειας με όλο το κτήμα που εκεί έζησαν όλοι τους τη ζωή και τώρα πουλιέται. Ο Τσέχοφ για να καταφέρει να αναδείξει την αβουλία των ηρώων και τη συνολική ευθύνη τους, που οδηγούν τελικά στην πώληση του Βυσσινόκηπου, δεν τους κατηγορεί ανοιχτά, ούτε τους παρουσιάζει ως «ανόητους», αλλά τονίζει το δεσμό τους με αυτό το σπίτι και συνεπώς την αδυναμία τους να κάνουν οτιδήποτε για να το σώσουν. Αρνούνται με έναν τρόπο μάλιστα να μπουν σε αυτή τη διαδικασία, σαν να μην μπορούν γενικότερα να το πιστέψουν ότι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση μέχρι ακόμα και την τελευταία στιγμή. Έτσι κι εγώ επέλεξα να κάνω κέντρο της παράστασης αυτόν τον παραμυθένιο τρόπο με τον οποίον βλέπουν οι ήρωες το σπίτι, γεγονός που μας κάνει να συγκινούμαστε μαζί τους, αλλά παράλληλα να έρχονται προ των ευθυνών τους. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε θέσει ως κεντρική συνθήκη, την «κάμαρα των παιδιών». Οι ήρωες εισέρχονται στην παιδική κάμαρα και αφήνονται στο παραμύθι, μπαίνουν στη χώρα των θαυμάτων, χωρίς συνείδηση της πραγματικότητας. Είναι μάλιστα έρμαια αυτής της πραγματικότητας, σαν η μοίρα να είναι ήδη προδιαγεγραμμένη και να μην μπορούν να κάνουν και τίποτα να την αλλάξουν, γι’ αυτό κι εμείς έχουμε σε στιγμές σαφείς αναφορές στο σύμβολο της «μαριονέτας», σαν οι ήρωες μέσα σε αυτή την κάμαρα να γίνονται και εκείνοι κούκλες, δηλαδή ένα παιχνίδι κάποιου άλλου».

Για την Ομάδα Ιριδα. «Δημιουργήθηκε κυριολεκτικά από εκεί που δεν το περίμενα. Η σκέψη μου στην αρχή ήταν να φτιάξω μια ερασιτεχνική ομάδα. Γνωριζόμουν ήδη όμως με κάποια απ’ τα παιδιά που είναι τώρα στην παράσταση, και εκείνοι ήταν που μου έλεγαν συνέχεια να κάνω την κίνηση επαγγελματικά. Έτσι ξεκίνησα με αυτά τα παιδιά, έπειτα άνοιξα την πρόταση και σε άλλους που ήταν όλοι απ’ την ίδια δραματική σχολή και γνωρίζονταν, δέχτηκαν κι έτσι φτιάχτηκε η ομάδα και ξεκινήσαμε. Είναι υπέροχες οι συνθήκες που έχουμε δημιουργήσει και αυτός ήταν και ο ουσιαστικός στόχος. Να φτιάξουμε ένα περιβάλλον δουλειάς μακριά όσο γίνεται από παθογένειες των γενικότερων συνθηκών δουλειάς στο ελληνικό θέατρο. Στόχος είναι να κάνουμε κι άλλα πράγματα στο μέλλον, όχι απαραίτητα όλοι μαζί πάντα, αλλά φτιάξαμε μια κοινή βάση, μια «οικογένεια», ώστε να μπορούμε να κάνουμε διάφορα πράγματα».

Για το Θέατρο Εμπρός. «Με το Εμπρός είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία. Το Εμπρός έχει καταφέρει να είναι ένα υπόδειγμα αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρησης. Φυσικά υπάρχουν και προβλήματα, αλλά είναι υπέροχη αίσθηση να ξέρεις ότι όλοι λειτουργούν σαν οικογένεια που διαχειρίζεται το «σπίτι», ό,τι χρειαστείς θα είναι πάντα κάποιος εκεί να βοηθήσει και το ίδιο οφείλεις να κάνεις κι εσύ, το θέατρο δεν ανήκει σε κανέναν, δεν υπάρχει κανένας πάνω απ’ το κεφάλι μας να ορίσει αυτό που κάνουμε και να το φιλτράρει. Είναι ένας ελεύθερος χώρος, με ελεύθερους ανθρώπους. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένοι που πραγματικά έχουν θυσιαστεί για αυτό το εγχείρημα, χωρίς προσωπικό όφελος. Και παρ’ όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν, όλη αυτή η κίνηση έχει καταφέρει όχι μόνο να αντέξει, αλλά και να εξελίσσεται. Και είναι σημαντικό και καλοδεχούμενο, οποιοσδήποτε μπορεί να βοηθήσει με οποιοδήποτε τρόπο αυτό το εγχείρημα, να το κάνει. Αυτή τη στιγμή το Εμπρός έχει καταφέρει να είναι ένας χώρος για κάθε φωνή, και αυτό είναι συγκινητικό».

Ταυτότητα παράστασης

«Ο Βυσσινόκηπος» του Αντον Τσέχοφ

Σκηνοθεσία: Ερρίκος Μηλιάρης

Πρωτότυπη ζωντανή μουσική: Νικόλας Αναστασίου (ηλεκτρικό βιολί, κρουστά), Αντώνης Αντωνιάδης (πλήκτρα, ακορντεόν, μεταλλόφωνο, φλογέρα)

Κίνηση, Χορογραφίες: Βασίλης Ψυλλάς

Σκηνικά, Μακιγιάζ: Μαρίνα Μηλιάρη

Κοστούμια: Μαρίνα Μηλιάρη, Ελένη Καββάδα

Επιμέλεια μαλλιών: Κατερινα βασιλείου

Βοηθός σκηνοθέτη: Κλεοπάτρα Γκίνη

Παίζουν: Ελευθερία Κωνσταντοπούλου, ΑναστασίαΠλέλλη, Κατερίνα Παρισσινού, Γιάννης Yoshi Πάτσης, Τρύφωνας Ζάχαρης, Κωνσταντίνος Παράσης, Φιλία Κανελλοπούλου, Νικόλας Παπαευθυμίου, Δήμητρα Παπουρτζή, Αντώνης Αντωνιάδης

Θέατρο Εμπρός (Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή, τηλ. 6942-059.393). Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00. Είσοδος με ελεύθερη συνεισφορά.