Στα αλήθεια δεν υπάρχει ένας μόνο άνθρωπος που να μπορεί να του αποδοθεί η επινόηση, η γέννηση ενός μουσικού ρεύματος τόσο μεγάλου και διαρκούς όσο του ροκ εν ρολ. Υπάρχουν όμως εκείνοι που περισυνέλεξαν και ανέμειξαν τα σωστά συστατικά, τη σωστή στιγμή: την αφηγηματική τραγουδοποιία, τη μουσική βιρτουοζιτέ, την εκρηκτική σκηνική παρουσία, τα ανέμελα φωνητικά. Εναν τέτοιο θα χρειάζονταν μεταξύ άλλων οι Rolling Stones, ο Μπομπ Ντίλαν, οι Beach Boys ή οι Beatles για να αισθανθούν το δικό τους «κάλεσμα». Εναν τύπο γελαστό και καλοχτενισμένο, που έπαιζε περίτεχνα με τις λέξεις για να τραγουδήσει νεανικές χαρές και λύπες, που έριχνε στο τσουκάλι του rhythm ‘n’ blues μερικές σταγόνες παιχνιδιάρικης κάντρι, μαγνητίζοντας μαύρους και λευκούς, που βάσιζε ολόκληρα τραγούδια σε ένα απλό ριφ της κιθάρας. Την τελευταία, όταν ανάβανε τα κέφια, την έπαιζε μιμούμενος το «περπάτημα της πάπιας». Σχεδόν πάντα, οι εισαγωγικές νότες της υπάκουαν σε μια καλοδουλεμένη φόρμα, μέχρι σήμερα ξεσηκωτική. Και το όνομα αυτού, Τσακ Μπέρι.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε –πού αλλού; –στο Σεντ Λούις, ως το τέταρτο από τα έξι παιδιά ενός βαπτιστή ιερέα και μιας διευθύντριας σχολείου. Τα ροκ καμώματα ξεκίνησαν από νωρίς: έμαθε κιθάρα είτε ακούγοντας Τι-Μπόουν Γουόκερ και Μάντι Γουότερς είτε με την καθοδήγηση ενός γειτονικού μπαρμπέρη, ενώ 18 χρονών συνελήφθη για ένοπλη ληστεία. Στα 21 του παντρεύτηκε με τη Θαμέτα Σαγκς, δούλεψε κατόπιν σε εργοστάσια ή σε κέντρα αισθητικής, μέχρι που η μπίλια έκατσε οριστικά στη μουσική: η τοπική σκηνή του Σεντ Λούις λάτρευε να τον ακούει και να τον βλέπει να παίζει μπλουζ και κυρίως ενθουσιαζόταν όταν ηλέκτριζε παλιά σουξέ της κάντρι.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΙΝΓΚΛ. Από ένα ταξίδι του στο Σικάγο το 1955, το σημαντικότερο κομμάτι ήταν τα δύο λεπτά που μίλησε με τον Μάντι Γουότερς: ο μεγάλος τού πρότεινε να χτυπήσει την πόρτα της Chess Records, ο ιδρυτής της οποίας Λέοναρντ Τσες τον άκουσε να διασκευάζει το «Ida Red» του Μπομπ Γουίλς ως «Maybellene». Το σινγκλάκι πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και ο Ελβις, στα πρώτα του βήματα τότε, το περιελάμβανε στο πρόγραμμά του. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Μπέρι από δεκαπέντε δολάρια τη βραδιά έφτασε να κερδίζει τα δεκαπλάσια και να υπογράφει hits όπως «Roll over Beethoven», «Too much monkey business», «Memphis Tenessee» ή το τραγούδι για τον πρώτο ίσως ήρωα της μυθολογίας του ροκ εν ρολ, το ένα και μοναδικό «Johnny B. Goode».

Το ενδιαφέρον είναι ότι, αντίθετα με ομοτέχνους του που μετέτρεπαν τα κέρδη τους σε φανταχτερά κοστούμια ή γρήγορα αυτοκίνητα, ο Μπέρι επένδυε σε ακίνητα, σχεδίαζε την εμπορική εκμετάλλευση λούνα παρκ, εμφανιζόταν τακτικότατα σε τηλεόραση ή εγκαινίαζε δικά του μαγαζιά, όπως το «φυλετικά ανάμεικτο» (εν έτει 1958) Club Bandstand. Εκεί ήταν που οι Αρχές τον τσάκωσαν όταν διαπίστωσαν ότι μια υπάλληλος της γκαρνταρόμπας του κλαμπ όχι μόνο ήταν ανήλικη, αλλά παρείχε και πιο ιδιαίτερες υπηρεσίες. Αφού άσκησε έφεση λόγω ρατσιστικής αντιμετώπισης από έναν δικαστή, ο Μπέρι «έφαγε» τελικά δύο χρονάκια. Οταν αποφυλακίστηκε το 1963, η πίκρα και η κακοκεφιά αντικαθιστούσαν τη χαρά του για τη ζωή. Την ίδια περίπου περίοδο, ωστόσο, μπάντες όπως οι Beatles και οι Rolling Stones άρχιζαν την καριέρα τους με επανεκτελέσεις σε δικά του σουξέ. Ο ίδιος έπιασε ξανά την κιθάρα και ηχογράφησε κομμάτια όπως το «Nadine» με τη λαϊκή του ποιητικότητα ή το πονηρούτσικο και υπερεπιτυχημένο «My Ding-a-Ling». Σύντομα καλωσόρισε με τον τρόπο του το κίνημα των χίπις και άρχισε τις πολύμηνες περιοδείες. Σε καθεμιά τους, η βασική αποσκευή του Μπέρι ήταν η αγαπημένη του κόκκινη Gibson ES-335, επιλογή που δεν οφειλόταν μόνο σε κάποια μποέμικη στάση ζωής. Η φήμη του μουσικού που απαιτούσε από τους διοργανωτές να του παρέχουν μια καλή μπάντα για τις εμφανίσεις του (με την οποία πάντως αρνιόταν να κάνει έστω ένα soundcheck) εξαπλώθηκε. Η προτίμησή του να πληρώνεται σε μετρητά, ομοίως. Το 1979 άκουσε ξανά να κλείνει πίσω του η πόρτα της φυλακής, αυτή τη φορά λόγω φοροδιαφυγής.

ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΙΕΣ ΤΟΥ. Ναι, είχε παραξενιές σωρό. Ο Μπρους Σπρίνγκστιν, που στην αρχή της καριέρας του είχε αναλάβει να συνοδεύσει τον Μπέρι σε μία από εκείνες τις «αριστοκρατικές» εμφανίσεις του, διηγιόταν στο βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Hail! Hail! Rock ‘n’ roll!» ότι ο άνθρωπός μας δεν του είχε ανακοινώσει καν τη λίστα των τραγουδιών της βραδιάς. Ο σκηνοθέτης του «Hail!..» Τέιλορ Χάκφορντ δήλωνε ότι δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτήριζε τον Μπέρι σαν «τον πιο δύσκολο σταρ που γνώρισα». Ο Κιθ Ρίτσαρντς είχε ακόμα καλύτερες ιστορίες: σε μια επί σκηνής σύμπραξή τους στο Hollywood Palladium το 1972 ο Μπέρι τον κατσάδιασε από το μικρόφωνο, επειδή είχε πολύ δυνατά τον ενισχυτή του. Το 1981, σε κάποια νεοϋορκέζικα παρασκήνια, του έριξε μπουνιά για ασήμαντη αφορμή, ενώ το 1983 επιχείρησε να κάψει ένα πουκάμισό του. «Κάθε φορά που συναντιόμασταν», αφηγούνταν ο Ρίτσαρντς στο «Hail!..», «έφευγα τραυματισμένος».

Συμπλήρωνε όμως ότι μόνο σε εκείνον επέτρεπε τέτοιες κατεργαριές. Ισως γιατί ο Μπέρι θα το πάλευε μέχρι τέλους –προ μηνών είχε ανακοινώσει νέο δίσκο. Ισως γιατί ανεβάζοντας τα γκάζια στο rhythm ‘n’ blues και τραγουδώντας για εραστές σε χοροεσπερίδες, σε σχολεία, σε αυτοκίνητα και λεωφορεία, όχι μόνο τοποθέτησε τον έρωτα στην καθημερινότητα, αλλά και στα χείλη μιας νέας γενιάς, που ώς τότε δεν είχε δική της μουσική γλώσσα: χωρίς αυτόν, οι Stones, οι Beatles, οι Beach Boys και άλλοι δύσκολα θα μάθαιναν γραμματική και συντακτικό για να διηγηθούν τις δικές τους ιστορίες. Ο Μπομπ Ντίλαν τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε «Σαίξπηρ του ροκ εν ρολ». Ο Μπράιαν Γουίλσον τού είχε αποδώσει «όλα τα ωραία τραγούδια και τους ρυθμούς». Το καλύτερο το είχε πει ο Τζον Λένον: «Αν έπρεπε να δώσουμε στο ροκ εν ρολ άλλο όνομα, θα μπορούσαμε να το πούμε «Τσακ Μπέρι»».