Το σχολείο όπου πήγαινε στη Θεσσαλονίκη τού ήταν απόλυτα αδιάφορο. Εχει λοιπόν λιγοστές αναμνήσεις από τα σχολικά του χρόνια, ειδικά το γυμνάσιο και το λύκειο. Η πιο ουσιαστική παιδεία του Αλέξανδρου Ευκλείδη αποκτήθηκε στο ωδείο. Και ίσως έτσι η πορεία του μέχρι την ανάληψη της καλλιτεχνικής διευθυνσης στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής –τώρα που αλλάζει εποχή στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος –να μοιάζει φυσιολογική.

Ξεκίνησε 4 ετών τις μουσικές του σπουδές στο πρωτοποριακό Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του σπουδαίου μαέστρου Κάρολου Τρικολίδη και της εξαιρετικής σοπράνο Βαρβάρας Τσαμπαλή. Σε ανύποπτο χρόνο, στην άνυδρη πολιτιστικά δεκαετία του 1980, συμμετείχε σε πανευρωπαϊκές περιοδείες με την Ορχήστρα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Ωδείου. Δεκάωρες πρόβες τα καλοκαίρια, με πάνω από 40 βαθμούς, στην αίθουσα της ορχήστρας, υπό τη διεύθυνση του πάντα απογοητευμένου από το αποτέλεσμα Τρικολίδη, ο οποίος, καθώς τους αντιμετώπιζε σαν επαγγελματίες, είχε παράλογες απαιτήσεις. Κάπως έτσι, σε συνδυασμό και με την οικογενειακή ενθάρρυνση, η αγάπη για την κλασική μουσική έγινε βασική σταθερά της ζωής του.

Στο τέλος των σχολικών του χρόνων κι ενώ προσέβλεπε σε μια καριέρα μουσικού στο –όχι και τόσο δημοφιλές στην Ελλάδα όργανο –φλάουτο με ράμφος, «μολύνθηκε» από το μικρόβιο του θεάτρου. Εδωσε εξετάσεις και πέρασε στο νεοσύστατο τότε Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι έτσι η καριέρα του μουσικού υποχώρησε μπροστά στις σπουδές Θεατρολογίας. Αν και είχε εξαρχής την επιθυμία να γίνει σκηνοθέτης (και μάλιστα όπερας), έκανε μια μεγάλη παράκαμψη εμβαθύνοντας στις ακαδημαϊκές του σπουδές, που αποτελούν τον άλλο μεγάλο πυλώνα της επαγγελματικής του πορείας.

Ο πατέρας του Αλέξανδρου, με τεράστια αγάπη για την κλασική μουσική, ήταν εκείνος που έσπρωξε όχι μόνο εκείνον αλλά και την αδερφή του προς τις μουσικές σπουδές.

Οι καθηγητές του πάλι στο πανεπιστήμιο ήταν όλοι γαλλοτραφείς. Οι σπουδές στη Γαλλία ήταν μονόδρομος. Εφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, με την ελπίδα να μην ξαναγυρίσει ποτέ στην Ελλάδα. Μετά τον πρώτο χρόνο, όπου ζούσε θαμπωμένος από τη ζωή της γαλλικής μητρόπολης, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η ζωή της δεν του ταίριαζε. «Το Παρίσι είναι φτιαγμένο για ανθρώπους με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και στοχοπροσήλωση από μένα. Είναι επίσης μια πόλη τεράστιων ανισοτήτων, οι οποίες τότε με σοκάρισαν. Ετσι άφησα τη διδακτορική μου διατριβή στη μέση και γύρισα στην Ελλάδα. Είναι μια απόφαση που ποτέ δεν μετάνιωσα» λέει σήμερα.

Μετά την επιστροφή τού πρόσφερε μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση δραματολόγου ο τότε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βόρειας Ελλάδας Βίκτωρ Αρδίττης. Το μεγάλο όφελος, όπως έχει πει ο Αλέξανδρος, είναι ότι γνώρισε πολύ νέος τη λειτουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού οργανισμού, κάτι που του προσέφερε πολύτιμη πείρα αλλά και μια μόνιμη αμφιθυμία απέναντι στους περιορισμούς που οι κρατικοί οργανισμοί επιβάλλουν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Στο ΚΘΒΕ συνεργάστηκε πολύ στενά, πέρα από τον Αρδίττη, με εξαιρετικούς καλλιτέχνες όπως ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Κωνσταντίνος Ρήγος.

Το πρώτο έργο που σκηνοθέτησε, το 2002, ήταν η όπερα του Χέντελ «Ακις και Γαλάτεια», ένα ποιμενικό έργο το οποίο παρουσίασε με νέους τραγουδιστές στη Θεσσαλονίκη. Ηταν μια επιτυχημένη παράσταση που είχε εν σπέρματι τα περισσότερα από τα στοιχεία που έκτοτε επανέρχονται στις δουλειές του: μια ειρωνική και ελαφρώς κυνική ματιά πάνω στα μεγάλα οπερατικά συναισθήματα, αλλά και την ανάγκη να υπονομεύσει το αρχικό πλαίσιο των έργων για να μπορέσει να τα δει μέσα από τη σημερινή ευαισθησία. Η πρώτη του σοβαρή καλλιτεχνική αποτυχία ήρθε όταν αποδέχτηκε μια παράσταση κατά παραγγελία. «Κάθε φορά που δέχτηκα να ακολουθήσω εξωκαλλιτεχνικές επιταγές, απέτυχα παταγωδώς. Δυσκολεύομαι πολύ να λέω όχι κι αυτό είναι, θεωρώ, το μεγαλύτερό μου ελάττωμα» έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του.

Θεωρεί ότι στην οπερέτα βρήκε ένα είδος που του ταιριάζει απόλυτα, αφού πιστεύει ότι είναι εντελώς ανεξερεύνητο, επομένως ικανοποιεί και τις ακαδημαϊκές του ανάγκες, είναι ελληνικό κι επομένως το κατανοεί σε βάθος. «Αργησα πολύ στη ζωή μου να καταλάβω ότι το ελαφρό ήταν αυτό που μου ταιριάζει και με απελευθερώνει, γιατί πέρασα πολλά χρόνια υπό την τυραννία του υψηλού. Είμαι μάλλον μελαγχολικός ως χαρακτήρας και απαισιόδοξος. Κι αυτό μου δίνει μια φυσική ροπή προς τη φαρσοκωμωδία».

Γνωρίζει εξάλλου το μουσικοθεατρικό έργο του Γιάννη Χρήστου ύστερα από μια πρώτη σκηνοθετική απόπειρα κι έκτοτε του είναι πιστός. Ιδιοσυγκρασιακά δεν έχει καμία σχέση με τον Χρήστου και το πνευματικό πλαίσιο των έργων του. Ωστόσο, έχει έναν τεράστιο θαυμασμό για την τέχνη του, η οποία τον αγγίζει βαθιά ως θεατή.

Αναφορικά με την καλλιτεχνική διεύθυνση της Εναλλακτικής τονίζει: «Για να είμαστε σαφείς, είμαι επιλογή του Γιώργου Κουμεντάκη και επί της ουσίας είμαι μέλος μιας δυναμικής ομάδας που δημιουργείται στη Λυρική από ανθρώπους, όπως ο Γιώργος, που δεν πιστεύουν στην ιεραρχία, παρά μόνο μέχρι του σημείου που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για την ομαδική δουλειά. Ευτυχώς, υπηρετώ ένα είδος, το μουσικό θέατρο και την όπερα, στο οποίο ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος, καθώς είμαστε πολύ λίγοι εκείνοι που ασχολούμαστε αποκλειστικά μ’ αυτό. Ετσι δεν χρειάστηκε να πατήσω επί πτωμάτων –ακόμη!».