σπρόμαυρο, με γεωμετρικές γραμμές, αυστηρό και καλαίσθητο: το σκηνικό τοπίο της «Δίκης» αποδεικνύεται από την πρώτη σκηνή συνεπές με όλα όσα θα εξελιχθούν. Η θεατρική διασκευή της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 1883 -1924) από τον Θωμά Μοσχόπουλου, σε δική του σκηνοθεσία, σκιαγραφεί και αναδεικνύει όλο το παράλογο της ζωής. Με χιούμορ, πικρό και βαθύ, ο δεκαμελής θίασος λειτουργεί σαν παρτιτούρα, επιτρέποντας στο απλό και το καθημερινό να ενταχθεί μέσα στο σκοτεινό και αδυσώπητο.

Με αφετηρία τη φράση-κλειδί «Κάποιος θα πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Γιόζεφ Κ., καθώς χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη», η παράσταση έρχεται να επιβεβαιώσει το διαχρονικό μήνυμα του έργου.

Εκ των σημαντικότερων συγγραφέων του 20ού αιώνα, ο Κάφκα, άρχισε να γράφει τη «Δίκη» το 1914. Δεν δημοσιεύθηκε παρά δέκα χρόνια μετά, το 1925. Είτε ως προοίμιο της ανόδου του φασισμού είτε ακόμα ως προαναγγελία του Ολοκαυτώματος, το έργο φέρνει την κοινωνία απέναντι από κάθε εξουσία.

Η ιστορία ξεκινά με αυτή την παράλογη σύλληψη του Γιόζεφ Κ. Είναι ένας ανώτερος υπάλληλος τραπέζης και ένας αξιοπρεπής άνθρωπος που ξαφνικά βρίσκεται υπόλογος από μια ακαθόριστη ανώτερη αρχή. Δεν τον ενημερώνει κανείς για τίποτα κι ούτε ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει την ενοχή του. Δεν ξέρει τι έχει κάνει –κι ούτε θα μάθει.

Το ενδιαφέρον στην εξέλιξη του έργου είναι οι εφιαλτικές διαστάσεις που λαμβάνει η απειλή για τον κεντρικό ήρωα. Ο ίδιος απέναντι σε ένα σύστημα στο οποίο μέχρι πρότινος ήταν ενταγμένος. Με τον τρόπο αυτόν ο συγγραφέας και με τη σειρά του ο σκηνοθέτης επικρίνουν την υποκρισία και τη γραφειοκρατία μαζί με τους μηχανισμούς της, σε μια προσπάθεια να βγάλουν τον Γιόζεφ από τον λαβύρινθο. Τελικά τι μπορεί να κάνει το άτομο μόνο του; Πόση δύναμη έχει να αντιταχθεί στο απρόσωπο της εξουσίας;

Δοκιμασμένος και έμπειρος σκηνοθέτης ο Θωμάς Μοσχόπουλος καταπιάνεται με τη «Δίκη» έχοντας για συνοδοιπόρους μια ομάδα νέων ηθοποιών, καινούργιων –εκτός από τον Σωκράτη Πατσίκα. Μαζί τους ενορχηστρώνει αυτό το σκοτεινό κείμενο, μπολιάζοντάς το με το απαραίτητο φως της ελπίδας. Χωρίς να εγκαταλείπει το «καφκικό» χαρακτηριστικό –πώς θα μπορούσε άλλωστε, επιλέγει τη σύγχρονη εκδοχή του. Και έτσι το διαβάζει.

Με τη χρήση μάσκας, και ακόμα περισσότερο αυτής της λευκής, σχετικά γεωμετρικής, και εξαιρετικά απρόσωπης, η μονάδα αποκόπτεται από το σύνολο, ενώ την ίδια στιγμή το σύνολο χάνει τα χαρακτηριστικά του. Εξοχη η σκηνή με τον ζωγράφο, αλλά και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών.

Τέλος, ο 30χρονος ηθοποιός Μιχάλης Συριόπουλος υποδύεται τον Γιόζεφ Κ. με τον απαραίτητο συνδυασμό αφέλειας, αθωότητας και υπόνοιας. Με ξεκάθαρα εκφραστικά μέσα, τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, δίνουν με την κίνησή τους μια υγρή ροή στην παράσταση, σαν τη ροή της ίδιας της ζωής. Ενδιαφέρουσα η παρουσία του Σωκράτη Πατσίκα.