Η πρώτη του γυναίκα είχε εραστή τον θείο του εραστή της δεύτερης γυναίκας του: ο Μαρζαβέλ, περί του οποίου πρόκειται, είναι το παράδειγμα του απατημένου συζύγου. Κερατάς κατ’ εξακολούθησιν! Αυτοί είναι «Οι Τρειςευτυχισμένοι» («Le plus heureux des trois», 1870) του Ευγένιου Λαμπίς (Eugene Labiche 1815-1888), ένα τρίπρακτο έργο για τα συν και τα πλην του έγγαμου βίου που λειτουργεί ως πρακτικός οδηγός πίστης και απιστίας. Εμπλεκόμενοι ο σύγυζος και η τωρινή του γυναίκα (η προηγούμενη έχει πεθάνει), ο θείος, ο ανιψιός, μια μακρινή εξαδέλφη και ένα ζευγάρι υπηρετών από την Αλσατία.

Ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα, ο γάλλος δημιουργός υπηρέτησε και ταυτίστηκε με την κωμωδία και ιδιαίτερα με το vaudeville, αφήνοντας παρακαταθήκη 176 έργα –εκ των οποίων ούτε δέκα αποκλειστικά δικά του, καθώς έγραφε, συνήθως, σε συνεργασία με άλλους.

Παρά την επιτυχία που γνώρισαν οι κωμωδίες του, ο ίδιος εκτιμούσε περισσότερο το δράμα. Στον γαλλικό ναό του θεάτρου, την Κομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise) ο Λαμπίς «μπήκε» μετά θάνατον. Εκτοτε ανήκει στους είκοσι πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς του ρεπερτορίου της (έργα του, μεταξύ άλλων, τα «Καπέλο από ψάθα Ιταλίας», «Υπόθεση της οδού Λουρσίν», «Το ταξίδι του κυρίου Περισόν»). Είναι εκείνος που στήριξε τον Φεϊντό (Georges Feydeau) στα πρώτα του συγγραφικά βήματα.

ΜΥΣΤΙΚΑ. Ο αστικής καταγωγής Λαμπίς σχολίασε με τη γραφή του τις συνήθειες και τα ήθη της κοινωνικής του τάξης, χαρακτηριστικά της οποίας είναι κοινά στο ανθρώπινο είδος. Στους «Τρειςευτυχισμένους» επτά ήρωες μοιράζονται μικρά και μεγάλα μυστικά, μέσα από ένα παιχνίδι διαρκούς μεταστροφής και ανατροπών. Το θέμα της μοιχείας βρίσκεται στο επίκεντρο, αποδεικνύοντας ότι τελικά είτε ξέρεις είτε δεν ξέρεις, το ίδιο θα κάνεις. Αλλωστε δύσκολο να αποδεχθείς ότι είσαι κερατάς –πάντα είναι ο άλλος.

Με την επιλογή μιας καθαρόαιμης, αλλά καίριας, κωμωδίας, ο Γιάννης Χουβαρδάς προσθέτει στο θεατρικό του σύμπαν ένα σχόλιο πάνω στις ανθρώπινες αδυναμίες. Δοσμένη με σκωπτικό αλλά και τολμηρό τρόπο, η παράσταση προτάσσει μια υπερβολή γεμάτη γκροτέσκα στοιχεία –που παραπέμπουν ακόμα και σε καρτούν. Σύμβολα, ήχοι, κρότοι, θόρυβοι, ακόμα και ιαχές ζώων μαζί με κινήσεις ενίοτε μηχανικές συνέθεσαν μια πολύχρωμη και πολύβουη πανδαισία. Το γέλιο, που βγαίνει αβίαστα και αποδεικνύεται λυτρωτικό γιατί είναι αυτοσαρκαστικό.

Στημένη με μαεστρία και καλοκουρδισμένη, η παράσταση πατά στη γερή και αισθητικά φινετσάτη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Λειτουργικό και υψηλής ποιότητας το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, εύκολα προσαρμόσιμο στις απαιτήσεις της δράσης, αποτελεί καθοριστικό σκηνοθετικό στοιχείο. Ετσι το (αφαιρετικό) αστικό σαλόνι (με τις πόρτες και τα παράθυρα) γίνεται καταπράσινο σπιτάκι κήπου και, στο τέλος, δάσος. Πραγματικός αρωγός οι χρωματικές επιλογές (και όχι μόνο) στα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι μουσικές νύξεις γαλλικών τραγουδιών και οι φωτισμοί.

Υποκριτικές ακροβασίες και ερμηνευτικές λεπτομέρειες μοιράστηκαν οι επτά ηθοποιοί: ο Δημήτρης Τάρλοου (Μαρζαβέλ) σκιαγράφησε το διαχρονικό πορτρέτο του συζύγου-κερατά με αυτοσαρκασμό. Ο Χρήστος Λούλης (Ερνέστος) συνδύασε την ελαφράδα του εραστή με το μεστό του παίξιμο. Ο Αγγελος Παπαδημητρίου (Ζομπλέν) αποτέλεσε μια σαρωτική παρουσία. Ο Λαέρτης Μαλκότσης (Κράμπαχ) επιβεβαίωσε, απλώς, το μεγάλο του ταλέντο. Η Αλκηστις Πουλοπούλου (Ερμάνς) υπηρέτησε με αλήθεια την κωμωδία, η Λένα Παπαληγούρα (Πετούνια – Λίσμπετ) ανέδειξε τις κωμικές της πτυχές και η Ιωάννα Κολλιοπούλου (Μπέρτα), μετά τη Στέλλα («Στέλλα κοιμήσου»), μεταμορφώθηκε με επιτυχία στον «σπασίκλα» της παράστασης.

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης

Διασκευή – σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Παίζουν: Δημήτρης Τάρλοου, Χρήστος Λούλης, Λένα Παπαληγούρα, Αλκηστις Πουλοπούλου, Αγγελος Παπαδημητρίου, Λαέρτης Μαλκότσης, Ιωάννα Κολλιοπούλου

Πού: Στο θέατρο Πορεία, Τετάρτη – Παρασκευή και Σάββατο (21.00), Κυριακή (20.00).