Αν δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια, ίσως να μην αποτελούσε καν είδηση: ένα άλμπουμ των Rolling Stones με διασκευές σε μεταπολεμικά μπλουζ της ηλεκτρικής σκηνής του Σικάγου μοιάζει είτε σαν κάτι που διαρκώς αναβαλλόταν από την μπάντα, ώσπου ξεχάστηκε, είτε σαν ξεθυμασμένη φαντασίωση των πιο καλά διαβασμένων ακροατών της. Εκείνων που δεν ξέχασαν λ.χ. ότι η τυχαία συνάντηση δύο παλιών συμμαθητών στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ντάρτφορντ το 1962 αναλώθηκε σε εκατέρωθεν ενθουσιώδεις δηλώσεις για τον Μάντι Γουότερς. Εκείνων που γνωρίζουν ότι, όπως και άλλοι νεαροί Αγγλοι εκείνη την εποχή, τα μέλη της μπάντας ανδρώθηκαν σε γκρουπάκια εμμονικά με τις επανεκτελέσεις (ή τον εξηλεκτρισμό) επιτυχιών του Χάουλιν Γουλφ ή του Φρεντ ΜακΝτάουελ. Το ντεμπούτο των Stones το 1964 είχε όλο κι όλο ένα δικό τους τραγούδι. Οι πρωτότυπες συνθέσεις θα πλήθαιναν στη συνέχεια. Από δίσκους ωστόσο, όπως το «Exile on Main Street», δεν θα μπορούσε να λείπει το «Stop breaking down» του Ρόμπερτ Τζόνσον. Σύμφωνοι, το βρετανικό blues boom αποτελούνταν εν μέρει από χαλαρούς πιτσιρικάδες που τραγουδούσαν ανυποψίαστοι για αληθινά βάσανα σε βαμβακοφυτείες ή εταιρείες που έβλεπαν έναν οικονομικό τρόπο για να πουλήσουν τη μουσική των Αφροαμερικανών σε κοινό λευκών. Με τούτα και με εκείνα, όμως, τα θεμέλια του ήχου του κλασικού ροκ στερεώθηκαν γερά.

Με δεδομένο πια το προχωρημένο της ηλικίας τους, τα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από το «A bigger bang» ή τα αδιέξοδα μιας μπάντας-πολυεθνικής η οποία μετά τους βαριεστημένους (ή μακαρίτες) baby boomers αναζητά νέους πελάτες σε χώρες κάποτε αδιάφορες για όλα αυτά, το «Blue and Lonesome» μοιάζει μια καλή εμπορική κίνηση. Μουσικά μιλώντας, δεν παίρνει και πολλά ρίσκα. Οι διασκευές προέρχονται από μια δεξαμενή (με σκαλισμένα πάνω της τα ονόματα του Ματζίκ Σαμ, του Γουίλι Ντίξον, του Λιτλ Γουόλτερ και άλλων) στην οποία, για να λέμε την αλήθεια, οι Stones ποτέ δεν σταμάτησαν εντελώς να «δροσίζονται». Οι προσεγγίσεις τους ωστόσο, αντί για υποδαυλιστικές, μάλλον παραδοσιακές ακούγονται πλέον –η συμμετοχή του Ερικ Κλάπτον στα «Everybody knows about my good thing» και «I can’t quit you baby» θυμίζει ακαδημαϊκό διαπιστευτήριο. Οχι ότι λείπουν οι μικρές δημιουργικές εξάρσεις: η ωριμότερη, αλλά σταθερά νεανικής χροιάς φωνή του Τζάγκερ άλλοτε το καταευχαριστιέται («Just your fool»), άλλοτε γίνεται ελαφρώς απειλητική («Commit a crime») και άλλοτε («Hate to see you go») οδύρεται χωρίς υπερβολές –η εντυπωσιακή δε βελτίωσή του στη φυσαρμόνικα τον συμπληρώνει ως blues frontman. Οι κιθάρες του Κιθ Ρίτσαρντς και του Ρόνι Γουντ δεν κομπάζουν βεβαίως, αλωνίζουν όμως σαν γηραλέα τσακάλια ή θυμίζουν σειρήνες περιπολικού. Ο Τσάρλι Ουότς και οι ελεγχόμενες εκρήξεις του στα «Ride ’em down» και «Just like I treat you» συνιστούν κάτι παραπάνω από ρυθμικό υπόβαθρο.

ΠΟΝΟΙ ΚΙ ΕΡΩΤΕΣ. Το καλό είναι ότι η μπάντα ακούγεται σαν να διασκεδάζει με όλα αυτά –πράγμα καθόλου εύκολο έπειτα από μισό αιώνα συνύπαρξης, αλλά και κάμποσα ξεκατινιάσματα, ειδικά με αφορμή τη σχετικά πρόσφατη αυτοβιογραφία του Ρίτσαρντς. Μπορεί να μη δίνει νέα πνοή στα μπλουζ –δεν είναι κι εύκολο. Τουλάχιστον σε μερικά κομμάτια όμως πετυχαίνει κάτι που απαιτεί χρόνια από έναν καλλιτέχνη: να μιλήσει για πόνους, για έρωτες, για χαρές ή λύπες, για ανθρώπινα βιώματα τέλος πάντων, έχοντας χορτάσει κι όχι απλά φανταστεί κάμποσα από αυτά. Η συννεφιασμένη ατμόσφαιρα του «Little Rain» του Τζίμι Ριντ ίσως να επιτυγχανόταν δύσκολα από ασυγκράτητους εικοσάρηδες. Μακάρι το κατόρθωμα να ίσχυε για το σύνολο του «Blue and Lonesome», αν και τελικά φαίνεται αρκετό που οι Rolling Stones ύστερα από καιρό δείχνουν να μην προσποιούνται και να μην πασχίζουν να διατηρήσουν υψηλά το στάτους τους. Λέγεται ότι ηχογράφησαν τον δίσκο μέσα σε τρεις ημέρες. Οτι όλα ξεκίνησαν από ένα ζέσταμα πριν δουλέψουν σε νέο, ακυκλοφόρητο ακόμα υλικό. Ισως γι’ αυτό ακούγονται σαν ένα συγκρότημα που μόλις κλείσουν οι ενισχυτές, τα μέλη του θα κάνουν λίγη παρέα ακόμα. Λες και θα πιουν μια μπίρα στο κοντινό, έστω ακριβό, μπαράκι και δεν θα χωριστούν μπαίνοντας ο καθένας τους σε μια λιμουζίνα.