Στον βαθμό που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στον ίδιο ακριβώς βαθμό η Αλκη Ζέη αποτελεί οργανικό μέλος της νεοελληνικής Ιστορίας. Δεν είναι μόνον οι δραματοποιημένες μέσα στα βιβλία της πολιτικού, κοινωνικού και συχνά εθνικού χαρακτήρα περιπέτειες του δεύτερου ημίσεος του εικοστού αιώνα. Είναι γιατί τις περιπέτειες αυτές τις έζησε ή μάλλον τις βίωσε η Αλκη Ζέη από πρώτο χέρι, χωρίς να χάνει ποτέ, παρά την ιδεολογική της στράτευση, την πνευματική οξυδέρκεια, τη συναισθηματική καθαρότητα και το φιλελεύθερο φρόνημα του μοναχικά σκεπτόμενου και αγωνιώδους ανθρώπου. Συγκερασμός εξαιρετικά δύσκολος, καθώς κατορθώθηκε σε εποχές που ήταν σχεδόν αδύνατον να υπάρξεις χωρίς να εκφραστείς μ’ έναν μετριοπαθή έστω φανατισμό. Λογικό λοιπόν μια συνομιλία μαζί της, με αφορμή το πρόσφατο ταξίδι της στη Μόσχα, ν’ ανοίγει τους κρουνούς μιας θαλερότατης μνήμης όπως άλλωστε θαλερές παραμένουν η ένσαρκη παρουσία και η συγγραφική δημιουργία της Αλκης Ζέη. Και εμείς προσωπικά ν’ αναπολήσουμε ότι την πρώτη, ολόπρωτή μας συνέντευξη, σε σχέση με μια μακρότατη σειρά συνεντεύξεων που επρόκειτο να ακολουθήσουν, την είχαμε πάρει 51 χρόνια πριν, το 1965, από τον σύζυγό της, τον θεατρικό συγγραφέα, σκηνοθέτη και λαμπρό θεατράνθρωπο Γιώργο Σεβαστίκογλου κι ότι είχε δημοσιευτεί στη «Θεσσαλία» του Βόλου.

Κυρία Ζέη, ανάµεσα στην παραµονή σας, για δέκα χρόνια, στη Ρωσία, από το 1954 ώς το 1964, και το πρόσφατο ταξίδι σας εκεί µεσολάβησε στα χρόνια που διέρρευσαν ένα ακόµη ταξίδι σας;

Ηταν το 1984, όταν είχε πάει το Εθνικό Θέατρο με τον «Ορέστη» του Ευριπίδη που είχε σκηνοθετήσει ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Δεν το υπολογίζω όμως γιατί ήταν ένα ταξίδι μόλις τριών ημερών. Ηταν επί Μπρέζνιεφ, μια πολύ άσχημη εποχή, όλοι οι φίλοι μας εκεί ήταν σε κατάθλιψη, η Μόσχα είχε τα χάλια της.

Τώρα με ποια ακριβώς αφορμή πήγατε στη Ρωσία;

Βγήκε στα ρωσικά το βιβλίο μου «Το καπλάνι της βιτρίνας» και συνέπεσε η έκδοση αυτή με τη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου στη Μόσχα. Το εδώ Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού συμμετείχε μ’ ένα περίπτερο στην Εκθεση αυτή. Εμένα με είχε καλέσει πρωτίστως η εκδότριά μου, σε συνεργασία βέβαια με το Ιδρυμα. Ηταν ένα σύντομο ταξίδι, όμως πρόλαβα να δω κάποια πράγματα, αν και ήμουνα διαρκώς κλεισμένη στον χώρο της Εκθεσης. Πηγαίνοντας, για παράδειγμα, προς το αεροδρόμιο, νόμιζα ότι ήμουν σε μια ξένη πόλη, ότι δεν είχα ζήσει ποτέ εκεί.

Στη Μόσχα πόσα χρόνια είχατε ζήσει συνολικά;

Οκτώ στη Μόσχα και δύο στην Τασκένδη. Ευτυχώς που τα περισσότερα ήταν στη Μόσχα, γιατί αν ήταν στην Τασκένδη, θα είχα λαλήσει.

Τι σας δηµιούργησε την εντύπωση ότι η Μόσχα ήταν για σας τώρα µια ξένη πόλη;

Στη λεωφόρο που παίρναμε παλιά για να πάμε στο αεροδρόμιο και που ήταν μεγάλη και τότε –τώρα έχει τέσσερις λωρίδες από τη μια πλευρά και τέσσερις από την άλλη –υπήρχαν δεξιά και αριστερά χωριά με ξύλινα σπιτάκια. Τώρα στη θέση τους υπάρχουν πολυκατοικίες με τριάντα ορόφους, στα δε ισόγειά τους καταστήματα αυτοκινήτων με όλων των ειδών τις μάρκες και φίρμες όπως Γκούτσι, Ιβ Σεν Λοράν, τέτοια. Το αεροδρόμιο βέβαια είναι το ίδιο, όμως έχει μεγαλώσει πάρα πολύ.

Η λεωφόρος βέβαια αυτή ξεκινάει από τη Μόσχα;

Ακριβώς. Την παίρναμε όταν πηγαίναμε στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούμε Ελληνες, εμείς δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε.

Η αλλαγή αυτή σας ευχαρίστησε ή σας ενόχλησε;

Δεν μπορώ να πω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μάλλον αδιάφορη μου φάνηκε. Η αλλαγή ωστόσο που με εντυπωσίασε, σε σχέση με όσα πρόλαβα να δω, ήταν οι καθημερινοί άνθρωποι, η κοπέλα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, η καμαριέρα, όσοι συναντούσες μέσα στην Εκθεση. Εμεινα κατάπληκτη με τις κοπέλες του Ιδρύματος Πολιτισμού που τις έβλεπες να σηκώνουν κάτι μεγάλα κιβώτια και να μην πηγαίνει κανείς να τις βοηθήσει. Παλιά, όταν περπατούσες στον δρόμο και κρατούσες από το ένα χέρι ένα παιδάκι κι από το άλλο ένα μεγάλο δέμα, θα ερχόταν οπωσδήποτε κάποιος να σου πει: «Να σας το πάω εγώ στο σπίτι σας;».

Μήπως ήταν µια συµπτωµατική συµπεριφορά αυτή στους χώρους της Εκθεσης;

Μακάρι, αλλά δεν το νομίζω. Γιατί υπάρχει κάτι άλλο που με στενοχώρησε πάρα πολύ. Οταν βγήκαμε μια βόλτα με την εκδότριά μου και με ρώτησε πού θα ήθελα να πάω, της είπα ότι θέλω να δω το παλιό μου σπίτι, να δω την κουζίνα του όπου έγραφα «Το καπλάνι της βιτρίνας». Φτάνοντας, η ίδια η πολυκατοικία δεν μου θύμισε τίποτε. Ηταν τότε μια μεγάλη πολυκατοικία, με 500 διαμερίσματα, σε σχήμα «Π», που μέσα της υπήρχε ένα πάρκο με μικρά δεντράκια. Τον χειμώνα το χιόνι που σκέπαζε το πάρκο γινόταν πάγος και βγαίνανε το βράδυ τα παιδάκια με τα παγοπέδιλά τους και κάνανε πατινάζ. Μια πραγματικά αλησμόνητη εικόνα. Για να περάσουμε στο μπλοκ, όπου ήταν το διαμέρισμά μας, χρησιμοποιούσαμε μια ξύλινη πόρτα που είχε ένα πόμολο, δεν υπήρχε κλειδί. Γυρίζαμε το πόμολο, μπαίναμε μέσα, παίρναμε το ασανσέρ και πηγαίναμε στο διαμέρισμά μας. Πηγαίνω τώρα και τι βλέπω; Μια ατσάλινη πόρτα με κάμερα και μια περίπλοκη παράταξη κουδουνιών. Οταν τελικά ανακαλύψαμε το κουδούνι του διαμερίσματος όπου είχα μείνει άλλοτε, το χτυπήσαμε και είπε η εκδότριά μου στη φωνή που ρώτησε ποιος είναι ότι μια ξένη συγγραφέας θέλει να ξαναδεί το σπίτι όπου είχε γράψει το βιβλίο της, η απάντηση ήταν «περιμένετε». Κατεβαίνει ένας κύριος και μας λέει ότι «η γυναίκα μου δεν θέλει να ανεβείτε» και ότι «έχω τον κατάλογο όσων έζησαν σ’ αυτό το διαμέρισμα και κανείς ξένος δεν έχει μείνει κάποτε εδώ». Και μας έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Αλλοτε σ’ αυτά τα 500 διαμερίσματα, και κανέναν να μην ήξερες, αν χτυπούσες ένα κουδούνι κι έλεγες «Μου δίνετε ένα λεμόνι;», θ’ άνοιγε αμέσως η πόρτα και θα σου το έδιναν. Παρόλο που οι άνθρωποι είχαν περάσει τόσα και φοβούνταν, ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν.

Πόσα δωµάτια είχε τότε το διαµέρισµά σας;

Ηταν μεγάλο. Είχε δυο δωμάτια, μπάνιο, κουζίνα. Το διπλανό μας είχε τρία δωμάτια, αλλά στο ένα έμενε ένα ζευγάρι με τα δυο του αγοράκια και τη μία γιαγιά, στο δεύτερο έμενε επίσης ένα ζευγάρι με ένα παιδάκι και στο τρίτο δωμάτιο, που ήταν το πιο μικρό, έμενε μια γυναίκα μόνη της. Οι ένοικοι και των τριών δωματίων ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Εμάς, επειδή ήμασταν ξένοι, μας έδωσαν ένα διαμέρισμα για να μείνουμε μόνοι μας.

Πού αποδίδετε την αντίδραση του ανθρώπου που δεν σας επέτρεψε ν’ ανεβείτε στο διαµέρισµα όπου είχατε µείνει άλλοτε;

Δεν ξέρω πώς ζούνε τώρα. Ξέρω ότι υπάρχει ένας απίθανος πλούτος, δεν μπόρεσα όμως να δω το μέγεθος της φτώχειας, πώς ζούνε οι καθηγητές, οι διανοούμενοι. Εμαθα ότι στο Λένινγκραντ υπάρχουν ομάδες ζάπλουτων νέων που έχουν πάνω στα κινητά τους διαμαντάκια. Ενας μάλιστα καλλιτέχνης έκανε την τύχη του γιατί έφτιαξε κονκάρδες με διαμαντάκια που σχηματίζουν τις φράσεις «Μπορούμε κι έχουμε ό,τι θέλουμε» και «Μπορούμε και τα έχουμε όλα». Στο ξενοδοχείο, όταν ζήτησα να τηλεφωνήσω από το δωμάτιό μου μέσα στη Μόσχα, μου είπανε ότι πρέπει πρώτα να κατέβω στη ρεσεψιόν και να πληρώσω. Τους απάντησα πως θα το κάνω όταν κατέβω για να βγω το βράδυ. Η απάντηση ήταν «όχι, πρέπει πρώτα να κατεβείτε να πληρώσετε και μετά θα κάνετε το τηλεφώνημα». Στην είσοδο βέβαια του ξενοδοχείου υπήρχαν άνθρωποι της ασφάλειας, έδειχνες την κάρτα του δωματίου σου για να μπορέσεις να μπεις στο ασανσέρ. Σε όλο το ξενοδοχείο επίσης κυκλοφορούσαν ημίγυμνες κοπέλες, τα λεγόμενα «λαγουδάκια». Η Εκθεση Βιβλίου επίσης μου φάνηκε πολύ φτωχή για έκθεση διεθνής. Ενώ οι εκθέσεις που γίνονταν όταν μέναμε εμείς στη Μόσχα ήταν πραγματικά μεγαλειώδεις. Το 1964 μάλιστα, όταν είχαν γυρίσει οι συγγραφείς από τα στρατόπεδα και υπογράφανε βιβλία –ανάμεσά τους κι ο Σολζενίτσιν -, η Εκθεση ήταν πραγματικά κάτι μοναδικό. Φέτος, σε γωνιές γωνιές, ένας συγγραφέας συνομιλούσε με λίγους αναγνώστες, δεν είχες καθόλου την εντύπωση Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου.

Οι έλληνες φίλοι σας έρχονταν στη Μόσχα σε όλη τη διάρκεια της οκταετίας που µείνατε εκεί ή αυτό γινόταν τα τελευταία µόνο χρόνια;

Κυρίως από το 1960 ή μάλλον από το 1961 και μετά. Με πρώτους την Αννα Συνοδινού και τον άντρα της, τον Γιώργο Μαρινάκη, που έκανε εμπόριο καπνών με τη Ρωσία και έτσι έρχονταν πολύ συχνά. Και μας έφερναν όλα τα νέα από την Ελλάδα. Το ξενοδοχείο τους ήταν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι μας, στην άλλη άκρη, αλλά υπήρχε το μετρό που τους έφερνε κατευθείαν στην πόρτα μας. Κι έλεγε η Συνοδινού «ώσπου να παραγγείλω το πρωινό μου στο ξενοδοχείο, πιο γρήγορα φτάνω στους Σεβαστίκογλου να πιω καφέ». Είχε έρθει και η Ελλη Λαμπέτη, δεν γνώριζε όμως ότι την ίδια ακριβώς εποχή είχαμε μετακομίσει κι εμείς από την Τασκένδη στη Μόσχα. Οταν τη ρωτήσανε, λοιπόν, τι θα επιθυμούσε περισσότερο, είχε πει: «Ενα ταξί για να πάω στην Τασκένδη να δω τους φίλους μου τους Σεβαστίκογλου». Και πέσανε όλοι κάτω. Είχαν έρθει τα χρόνια εκείνα –μιλάμε πάντα για μετά το 1961 –ο Θεοτοκάς, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, αλλά κι ο Δεσποτίδης, ο Ηλιού, ο Κύρκος, ο Μπριλάκης, μας επισκέπτονταν συχνά στο σπίτι μας, περισσότερο όμως από όλους ο Εμπειρίκος. Μου είπε κάποτε ένας συμπαθέστατος άνθρωπος που δούλευε στην πρεσβεία πως, όταν έρχονταν όλες αυτές οι αποστολές, υποχρέωναν τον διερμηνέα τους να δίνει ραπόρτο για το πού πήγανε, τι είπανε, τι κάνανε. Οταν τον ρώτησα αν υπάρχουν όλα αυτά, μου απάντησε: «Βεβαιότατα». Φαντάσου τι θα έχουνε γράψει.

Αυτά τα δέκα χρόνια στην Τασκένδη και στη Μόσχα, αν τα θεωρήσουµε ως µια παρένθεση στη ζωή σας, αισθάνεστε ευγνώµων που τη ζήσατε ή θα θέλατε να µην είχε υπάρξει;

Οχι, όχι. Δεν θα ήθελα με τίποτε να μην έχω ζήσει τα χρόνια αυτά. Ηταν χρόνια γεμάτα, γνωρίσαμε αυτόν τον πλούσιο κόσμο των διανοουμένων, του θεάτρου αλλά και ανθρώπους απλούς, πραγματικά σπουδαίους.

Ολα τα χρόνια που µείνατε στη Ρωσία, εκτός από «Το καπλάνι της βιτρίνας», γράψατε κάτι άλλο;

Εγραψα μια σειρά διηγημάτων, που τα έστελνα και δημοσιεύονταν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και μετά εκδόθηκαν με τον τίτλο «Αρβυλάκια και γόβες».

Στέλνατε κείμενά σας και δημοσιεύονταν σε περιοδικό που έβγαινε στην Αθήνα, εσείς γιατί δεν επιστρέφατε;

Δεν ήταν οι Ρώσοι που δεν μας άφηναν, οι Ελληνες δεν μας έδιναν την άδεια. Μας είχαν αφαιρέσει την υπηκοότητα, πώς θα ερχόμασταν; Ξέρετε κανέναν που να επέστρεψε τότε στην Ελλάδα; Κανείς. Ηταν η εποχή που είχε βγει ο Γεώργιος Παπανδρέου και θυμάμαι πως όταν ήρθε ο Ηλιού στη Μόσχα, του είχα πει: «Τώρα πια θα γυρίσουμε όλοι στην Ελλάδα». «Οχι», μου απάντησε, «θα γυρίσετε οι πρώτοι τρεις, μετά εμείς, η ΕΔΑ, θα κάνουμε ένσταση, θα γυρίσουν ύστερα άλλοι δέκα». Οι πρώτοι τρεις που γυρίσαμε ήμουν εγώ και τα παιδιά μου.

Πόσοι ήταν τότε οι Ελληνες στη Ρωσία που θα ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα;

Γύρω στις 7.000. Πάρα πολλοί, γιατί στο μεταξύ είχανε κάνει παιδιά. Και θέλανε όλοι να γυρίσουν στην Ελλάδα. Εμείς φανταζόμασταν, όταν ήρθε ο Παπανδρέου στην εξουσία, πως θα γυρίζαμε και θα μας περιμένανε με λουλούδια στο αεροδρόμιο όλοι οι Ελληνες μαζί.