«Ο πιο κουρασμένος και ο πιο ευτυχισμένος». Το δηλώνει με ένα πλατύ, χαρακτηριστικό του, χαμόγελο, πάνω από το μουσάκι του Σιρανό στο πηγούνι του. Που θα το κληροδοτήσει και στον Πετρούκιο και, όπως με άλλο ένα πλατύ χαμόγελο μου λέει, «θέλω να το κρατήσω στη ζωή μου». Κουρασμένος και ευτυχισμένος, λοιπόν, από όλα αυτά που έζησε τούτο το καλοκαίρι ανά την Ελλάδα. Στην επιτυχημένη περιοδεία με τον «Σιρανό» του Εντμόν Ροστάν, κατά Γιάννη Κακλέα, μια θεατρική περιπέτεια που ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια στο Παλλάς και πέρασε από το Πάνθεον.
Υστερα από 24-25 χρόνια στο θέατρο, «έχοντας την πολυτέλεια να μπορώ να διαλέγω, συνήθως και μαζί με τον Γιάννη (σ.σ.: Κακλέα, με τον οποίο δηλώνει ότι έχει «σχέση ουσιαστικής καλλιτεχνικής εξάρτησης»), διαλέγω στοιχήματα» μου λέει ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (το χαμόγελο είναι πάντα εκεί, πάνω από το μουσάκι). «Οχι τον τάδε ρόλο, επειδή μου πηγαίνει. Αλλά ρόλους που να μετράνε για μένα. Οχι κωμωδία ή δράμα. Ρόλους που να με κάνουν να αισθανθώ ότι μπορώ να δώσω κάτι. Οταν πριν από κάποια χρόνια αποφάσισα να μπω στα χειμερινά του θεάτρου, στο Βρετάνια ήρθα με Εντουάρντο ντε Φίλιπο, όχι με κάποια φάρσα που θα έφερνε κόσμο. Προτιμώ κάτι που να έχει γερό υπόβαθρο».
Το ομολογεί. Δεν ήταν λάθος εκείνη του η απόφαση και οι επόμενες. «Εζησα το απόλυτο όλα αυτά τα χρόνια. Την απόλυτη ευτυχία, την καλλιτεχνική, παράλληλα με την εμπορική. Και το λέω αυτό με σώας τας φρένας». Γελάει δυνατά. «Και μάλιστα ύστερα από αρκετές επιτυχημένες καλοκαιρινές περιοδείες. Ομως να κερδίζεις το στοίχημα έτσι είναι τρομερή επιβράβευση».

Δεν κρύβει τη λαχτάρα του –ναι, για λαχτάρα μιλάει –για το κλασικό ρεπερτόριο. «Δεν χρειάζεται να σου πω ότι ο Σαίξπηρ είναι ο αγαπημένος μου». Αλλωστε μιλάμε για τον Πετρούκιο πια και το «Ημέρωμα της στρίγκλας» (παλιά είχε μαρκαριστεί ως «Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι») που ανεβάζει με τον Γιάννη Κακλέα στο Βρετάνια, με τη Μαρία Ναυπλιώτου ως υπό εξημέρωση Κατερίνα. Σύμπτωση: με Σαίξπηρ είχαν πρωτοσυναντηθεί στη σκηνή με τη Ναυπλιώτου. Το 2005, όταν εκείνος έκανε τον Γελωτοποιό στον «Βασιλιά Ληρ», με τον Δημήτρη Καταλειφό, στο Εθνικό. Οπως ξανασυναντήθηκαν στο τηλεοπτικό «10» του Μ. Καραγάτση. Και δηλώνει πως νιώθει «μεγάλη χαρά και τιμή που βρίσκεται στην ίδια σκηνή με τέτοια πρωταγωνίστρια». «Οπως είναι μεγάλο πράγμα να φέρνεις το κείμενο του Σαίξπηρ στη σκηνή και να βρίσκει τον δρόμο του να περνάει στο κοινό. Εχει δύο μεγάλα ατού: δίνει τη δυνατότητα να γίνει ερωτεύσιμο το θέατρο στον θεατή και σε έναν ηθοποιό να ερωτευθεί τη σκηνή και τον λόγο. Να ξεχάσω πως είμαι ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και πως έχω έρθει στο θέατρο», όπως το θέτει.

Δεν διστάζει να κάνει συγκρίσεις με άλλους ηθοποιούς που είναι σπουδαγμένοι, καθώς πέρασαν από πανεπιστήμια και «έχουν λέγειν». «Εγώ, έχοντας από μικρός την πετριά να γίνω ηθοποιός, νόμιζα ότι τα μόνα εφόδια που χρειάζονται είναι η πολλή δουλειά και η αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Είδα όμως ότι όσο πιο πολλά εφόδια έχεις τόσο καλύτερα».

Ο Σιρανό και ο Πετρούκιος, δύο ήρωες στα όρια του μύθου, από άλλους καιρούς, τι θα πίστευαν ότι μας λείπει στους καιρούς που ζούμε; «Και οι δύο θα συνειδητοποιούσαν ότι τα δικά τους θέλω είναι τελικά πιο αληθινά από τον κόσμο γύρω μας. Και πετυχαίνουν, κυρίως στον έρωτα, μέσα στον δικό τους ψεύτικο κόσμο περισσότερα από τον δικό μας πραγματικό. Θα μας έλεγαν «αυτό που πετυχαίνουμε είναι αυτό που ονειρεύεστε γιατί είναι αυτό που σας λείπει». Αλλωστε το θέατρο είναι ένας καθρέφτης στον οποίο ο θεατής βλέπει τον εαυτό του όπως θα ήθελε να είναι».

ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΘΥΝΗ. Μιλάει σχεδόν εμμονικά για τα πόσα θα μπορούσε και θα ήθελε να προσφέρει στο κοινό ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Τόσο που σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμη κι αν είναι τρικ προσεταιρισμού του κοινού. Αντιδρά, πάντα με χαμόγελο: «Θα ήταν αυτιστικό, για μας τους ηθοποιούς, να θεωρούμε ότι κάνουμε μια τέχνη αγνοώντας τον μεγάλο και ουσιαστικό συμπαίκτη μας, το κοινό. Εγώ, πάντως, δονκιχωτικά νιώθω ότι είναι πολύ σημαντικό να κάνω σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας Σαίξπηρ και όχι μια φαρσοκωμωδία για να φέρω κόσμο. Αυτά τα χρόνια, δε, συναντώ θεατές που έρχονται πρώτη φορά στο θέατρο. Είναι μεγάλη ευθύνη, ξέρεις, αυτό. Στην ουσία η δουλειά μας έχει κάτι από λειτούργημα.

Το ζήτημα είναι μέσα από τις επιλογές μας να δημιουργήσουμε κάτι σε έναν νέο θεατή».

Πιστεύει ότι το ελληνικό θέατρο το στηρίζει, το ανεβάζει και το κρατάει ψηλά μόνο το κοινό. «Μόνο» επιμένει. «Είναι το μόνο που προστατεύει το θέατρο και δεν το βλέπουμε να κλείνει για να γίνει σουπερμάρκετ. Αυτό που θα μπορούσε να είναι εξαγώγιμο προϊόν, δεν το προσέχει άλλος. Μακάρι να ήταν ένα προϊόν που και εξαγώγιμο να μην ήταν, απλά να το πρόσεχαν λίγο οι πολιτικοί αυτού του κράτους. Δεν μιλάω για την κρίση.

Αυτό συνέβαινε και στα προηγούμενα χρόνια. Δεν υπήρχε και δεν υπάρχει μια πραγματική αγκαλιά από το κράτος για την τέχνη. Και δεν εννοώ μόνο την επιχορήγηση. Εννοώ, έτσι απλοϊκά, να αγαπούν το θέατρο οι πολιτικοί. Να είναι πολύ σημαντικό για αυτούς να πάνε να δουν μια παράσταση. Αν είναι σημαντικό για εκείνους, πολλά μπορούν να κάνουν. Η Μελίνα αυτό κατάφερε: να απλωθεί σαν μια υπέροχη ασθένεια η τέχνη σε όλη την Ελλάδα. Αυτό όλα αυτά τα χρόνια δεν το έχω συναντήσει. Στην ουσία η τέχνη έχει υιοθετηθεί σαν αδέσποτο από τους θεατές».

INFO

Θέατρο Βρετάνια, Πανεπιστημίου 7, τηλ. 210-3221.579. Τιμές εισιτηρίων: από 22 έως 14 ευρώ (Τετάρτη και Πέμπτη άνεργοι 10 ευρώ). Προπώληση εισιτηρίων: ταμείο θέατρου, καταστήματα Γερμανός, tickethour.com