πί πέντε χρόνια, ως διευθυντής του Μουσείου Αντι Γουόρχολ στο Πίτσμπουργκ, ο Ερικ Σάινερ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να παρουσιάσει σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό τη δουλειά τού κατά πολλούς «πατριάρχη» της ποπ αρτ. Αυτές τις μέρες ωστόσο, ο ρόλος του αλλάζει και στόχος του δεν είναι πλέον να δείχνει τα έργα του Αντι Γουόρχολ, αλλά να τα πουλά. Aναλαμβάνει τη θέση του α’ αντιπροέδρου στο Τμήμα Καλών Τεχνών του οίκου δημοπρασιών Σόθμπις εστιάζοντας στις ιδιωτικές πωλήσεις έργων του 20ού και 21ου αιώνα.

Ενας ακόμη βετεράνος, λοιπόν, από τον χώρο των μουσείων –ο τελευταίος χρονικά μιας μακράς λίστας –που αποφασίζει να αφήσει πίσω του τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και να περάσει στην όχθη όπου το χρήμα, οι κρυφές συμφωνίες και ο ανταγωνισμός έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο χωρίς προσχήματα. Μόλις πέρυσι ο οίκος Φίλιπς κατάφερε να αποσπάσει από την διεύθυνση του Μουσείου τού Μπρούκλιν τον Αρνολντ Λίμαν προσφέροντάς του τη θέση του ανώτερου συμβούλου.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι το συγκεκριμένο ανακάτεμα της τράπουλας δεν είναι παρά μία ακόμη έκφραση των ρευστών ορίων που υπάρχουν μεταξύ κερδοσκοπικών και μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, αναλογιζόμενοι ότι συλλέκτες ιδρύουν παγκόσμιου βεληνεκούς μουσεία, γκαλερί οργανώνουν εκθέσεις όπου τίποτα δεν διατίθεται προς πώληση και διευθυντές μουσείων οργανώνουν παρουσιάσεις σε φουάρ, δηλαδή σε αμιγώς εμπορικές εκθέσεις, ενώ μόλις τον περασμένο μήνα ο οίκος Σόθμπις δημιούργησε ένα διαδικτυακό κανάλι με βίντεο παραγωγής του και υλικό που προέρχεται από κορυφαία μουσεία όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και η Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου.

Η κατάσταση έχει αλλάξει από το 2007 όταν η Λίζα Ντένισον άφησε το μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης για να πάρει τη θέση της προέδρου του Σόθμπις στην Αμερική. Εκείνη την εποχή η εφημερίδα «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» είχε αφιερώσει ένα άρθρο για τη σημασία της κίνησής της. Τώρα «ουδείς ενδιαφέρεται για τα όρια», λέει η ίδια στη διαδικτυακή σελίδα της εικαστικής επιθεώρησης Αρτ Νιουσπέιπερ και υποστηρίζει ότι δέχεται ένα με δύο τηλεφωνήματα ετησίως από «κυνηγούς κεφαλών» που της προτείνουν μια διευθυντική θέση σε κάποιο αμερικανικό μουσείο. Ο δε Σάινερ διατείνεται ότι η μετάβασή του στον Σόθμπις είναι κάτι «φυσιολογικό» κι ελπίζει ότι ο τρόπος σκέψης του Γουόρχολ που συνδύαζε με εξαιρετικό τρόπο τέχνη και μπίζνες θα αποτελέσουν πολύτιμο οδηγό στα νέα του καθήκοντα.

ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΩΝ. Από αυτή τη μετακίνηση κερδισμένες βγαίνουν και οι δύο πλευρές, καθώς η μία προσφέρει τεχνογνωσία στην άλλη. Οι βετεράνοι φτάνουν στη νέα τους θέση έχοντας ως εφόδιο ένα μεγάλο δίκτυο επαφών αλλά και τη γνώση για μια μεγάλη γκάμα έργων σε ιδιωτικές συλλογές, τα οποία οι οίκοι θέλουν να εκμεταλλευτούν προς πώληση. Επιπλέον, προσωπικότητες με τέτοια ευρυμάθεια και βαρύτητα μπορούν να υποστηρίξουν τις απίστευτες τιμές και τον όγκο των πωλήσεων.

Από την πλευρά τους οι οίκοι δημοπρασιών ξέρουν τον τρόπο να εξωθούν τους ιδιώτες σε σπατάλες, ενώ το κλείσιμο μιας συμφωνίας αποτελεί γι’ αυτούς δεύτερη φύση, προσόντ πολύτιμο για τον διευθυντή ενός μουσείου που συνήθως υποχρηματοδοτείται. Και βεβαίως προσφέρουν καλύτερες αμοιβές από τα μουσειακά ιδρύματα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το μέσο ετήσιο εισόδημα ενός διευθυντή αμερικανικού μουσείου (βάσει περυσινών στοιχείων της Ενωσης Διευθυντών Μουσείων Τέχνης) είναι περίπου 230.000 δολάρια και ενός επικεφαλής επιμελητή 100.000 δολάρια, ενώ στους οίκους δημοπρασιών τα στελέχη που φέρνουν κέρδη έχουν ετήσιο εισόδημα με επτά ψηφία.

Οι μεταγραφές από τα μουσεία στον αμιγώς εμπορικό κόσμο της τέχνης δεν είναι καινούριο φαινόμενο, απλώς τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και συχνότερο. Αρκεί να θυμηθούμε τον Πέρι Ράθμποουν, α’ αντιπρόεδρο του οίκου Κρίστις επί μία 20ετία (1973-1993), ο οποίος πήρε τη θέση ύστερα από μια ανάλογη χρονικά θητεία ως διευθυντής του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Ο επί πέντε χρόνια (1995-2000) πρόεδρος του Σόθμπις στην Αμερική Ρίτσαρντ Ολντενμπεργκ είχε θητεία δύο δεκαετιών ως διευθυντής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ενώ και ο πρόεδρος του Κρίστις για το Λονδίνο, την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και τη Ρωσία, Γκιγιόμ Τσερούτι είχε διατελέσει επί πενταετία διευθύνων σύμβουλος στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι.

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ. Η μετακίνηση όμως των διευθυντών προς τους οίκους δημοπρασιών –και κάποιες φορές και η επιστροφή τους ή η απορρόφησή τους αργότερα από την ακαδημαϊκή κοινότητα –φαίνεται πως αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, καθώς πιστεύεται ότι πρέπει να διατηρηθεί το τείχος προστασίας μεταξύ των μουσείων και της αγοράς τέχνης, ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία των επιμελητών. «Δημιουργείται πρόβλημα όταν είναι διάχυτη η αντίληψη πως υπάρχει μια περιστρεφόμενη πόρτα ανάμεσα στο εμπόριο της τέχνης και τα ιδρύματα», λέει ο Ρόμπερτ Στορ, πρώην πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. «Δεν μπορείς να πείσεις τον κόσμο ότι το παιχνίδι δεν είναι νοθευμένο. Κι αν το κοινό πιστεύει ότι το σύστημα της τέχνης είναι στημένο, τότε είναι σχεδόν αδύνατον να έχεις δημόσια στήριξη όταν τη χρειάζεσαι σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης».

Ορισμένα ιδρύματα έχουν αυστηρούς κανόνες ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και δεν επιτρέπουν για παράδειγμα στους επιμελητές τους να γράφουν κείμενα σε καταλόγους ή να οργανώνουν εκθέσεις σε γκαλερί, πολιτική που είχε υιοθετήσει η Πενέλοπε Κέρτις κατά τη θητεία της στην Τέιτ Μπρίτεν. Ωστόσο οι διαχωριστικές γραμμές είναι πολύ εύκολο να σπάσουν, όπως εκτιμά η Λίζα Ντένισον: «Γίνεσαι διευθυντής μουσείου και λες ότι δεν έχω έρθει εδώ για να κάνω συναλλαγές, αλλά για να αναπτύξω σχέσεις. Οι σχέσεις όμως οδηγούν σε συναλλαγές και κοροϊδεύεις τον εαυτό σου αν τελικά πιστεύεις ότι ο τελικός σου στόχος είναι διαφορετικός».