Αποφάσισα ότι θέλω να μιλήσω για μια παράσταση η οποία υπήρξε κομβική για μένα χωρίς να το ξέρω όταν την έβλεπα. Απλώς αργότερα οι συγκυρίες της ζωής μού απέδειξαν ότι ήταν. Πρόκειται για τον «Θείο Βάνια» του Αντον Τσέχοφ που είχε ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής.

Εγώ τότε πήγαινα σχολείο και θα ανεβάζαμε ένα μονόπρακτο του Τσέχοφ, τον «Γάμο», όχι την «Πρόταση Γάμου» που δεν ανεβαίνει και πολύ συχνά. Ηταν και η πρώτη φορά που θα ανέβαινα στη σκηνή. Δεν είχα ξανακάνει ποτέ θέατρο. Αποφάσισαν λοιπόν οι υπεύθυνοι του τμήματος να μας πάνε να δούμε μια παράσταση Τσέχοφ που παιζόταν τότε στην Αθήνα, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.

Θυμάμαι τον δρόμο όπου συναντηθήκαμε όλοι οι μαθητές, θυμάμαι την καταμέτρηση που μας έκαναν, θυμάμαι τη θέση όπου καθόμουν, θυμάμαι τους ήχους της παράστασης πάρα πολύ έντονα. Θυμάμαι επίσης πολύ έντονα μια βροχή και μια απαλότητα ως αίσθηση που είχα από την παράσταση.

Θυμάμαι τη Λυδία Κονιόρδου –που δεν ήξερα ποια ήταν τότε –να λέει στην Ολια Λαζαρίδου –την οποία επίσης δεν την ήξερα –ότι «είμαι άσχημη» και ταυτίστηκα μαζί της, και είχα αγωνία να μην καταλάβουν οι διπλανοί μου ότι ένιωσα έτσι.

Και η ανάμνηση γενικότερα που κουβαλάω από αυτή τη συνάντηση είναι μια ησυχία και κάτι βαθιά φυσικό. Δεν θυμάμαι να βγαίνω από το θέατρο ούτε ενθουσιασμένη ούτε συγκλονισμένη ούτε μαγεμένη. Αν μπορώ να το πω με δυο κουβέντες θα το έλεγα ήσυχα μετατοπισμένη.

Ούτε που φανταζόμουν ότι ύστερα από αρκετά χρόνια θα συνεργαζόμουν με τον Λευτέρη Βογιατζή. Καταρχήν δεν φανταζόμουν ότι θα ασχολούμουν με το θέατρο, παρότι το ήθελα από μικρή.

Ούτε φανταζόμουν ότι θα συναντούσα τον Λευτέρη και τον τρόπο του. Οπότε αυτή η παράσταση υπήρξε κομβική, χωρίς να το ξέρω.

Μας είχαν πει ότι μετά το τέλος της παράστασης θα μας μιλούσε ο σκηνοθέτης. Περιμέναμε με τη θεατρική ομάδα του σχολείου στο φουαγέ του θεάτρου, τελικά δεν μας μίλησε ο Λευτέρης αλλά η Λυδία Κονιόρδου. Από τις τρεις παραστάσεις που έτυχε να δω όταν ήμουν μικρή, γιατί ήταν λίγες οι φορές που είχα πάει στο θέατρο, η μία ήταν αυτή. Οταν αργότερα, επαγγελματικά πια, άρχισα να βλέπω υποψιασμένη παραστάσεις και στοχευμένη, εννοώ όντας αντικείμενό μου το θέατρο, υπήρξαν πολλές παραστάσεις που μου άνοιξαν δρόμους στην αντίληψή μου σε σχέση με αυτό που κάνω.

Από τη Ρούλα Πατεράκη και τον μονόλογο «Ο ανιψιός του Βιτγκενστάιν» του Τόμας Μπέρνχαρντ, τον τολμηρά αφύλακτο «Εθνικό Υμνο» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, τον «Γλάρο» από το θέατρο Κρέτακορ σε σκηνοθεσία Αρπαντ Σίλινγκ που είχε έρθει στο Φεστιβάλ Αθηνών, την «Γκόλφω» που είχε κάνει ο Σίμος Κακάλας και είχε μια βιωμένη, μοντέρνα και παράλληλα βαθιά και οικεία λαϊκότητα, παραστάσεις με τον ρωσικό κώδικα που έφερε πιο καθαρά ο Στάθης Λιβαθινός στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με το «Αγάπης αγώνας άγονος». Νομίζω είναι πάρα πολλές.

Μια άλλη η οποία με σαγήνευσε χωρίς να το ξέρω ήταν η «Φρουτόμυγα» του ΚριστόφΜαρτάλερ το 2007 που την κουβαλάω ακόμα. Αλλά και η φετινή παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή».