Εχω συχνά – πυκνά (αφού τα τελευταία χρόνια μέσα στη γενική «μόδα» να καταφεύγει το θέατρο στο μυθιστόρημα, στην ποίηση, ακόμη και στην Iστορία) ασχοληθεί με τις από σκηνής αναγνώσεις των συνθέσεων του Γιάννη Ρίτσου που φέρουν τον τίτλο «Τέταρτη διάσταση». Πρόκειται για σύγχρονες προσεγγίσεις αρχαίων μύθων και κυρίως μυθικών, ιδιαίτερα τραγικών προσώπων σε μορφή μονολόγου: π.χ. Ορέστης, Ιφιγένεια, Χρυσόθεμις, Αγαμέμνων, Φιλοκτήτης κ.λπ.

Εχω επίσης σχολιάσει την καθαρά θεωρητική μου αντίρρηση να θεατροποιείται η λογοτεχνία του πεζού ή του καθαρόαιμου ποιητικού λόγου. Γιατί πιστεύω πως κάθε τέχνη έχει τα δικά της εσωτερικά εκτός από τα εμφανή εξωτερικά δομικά, υφολογικά και λεξιλογικά υλικά.

Και βέβαια ο Αριστοτέλης έγραφε πως οι τραγικοί μάζευαν τα ψίχουλα που έπεφταν από το πλούσιο τραπέζι του Ομήρου, αλλά εκείνος ο θεμελιωτής της δραματολογίας και ο πρώτος νομοθέτης των θεατρικών ειδών έδειξε ποιοι κανόνες ρυθμίζουν τη μετατροπή των ψιχίων του έπους σ’ ένα νέο καρβέλι, σ’ ένα άλλο έδεσμα, κάνοντας σαφή διαχωρισμό της μιμήσεως πράξεων «δρώντων» από «δι’ απαγγελίας»!

Δεν είναι τώρα εδώ ο χώρος και η ευκαιρία να μιλήσουμε για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον αφηγηματικό χρόνο ή τον ποιητικό λεκτικό ρυθμό και τον θεατρικό δραστικό λόγο. Αυτό άλλωστε σημαίνει το «δρώντων» του ορισμού του Αριστοτέλη. Και έκτοτε δεν άλλαξαν τα δομικά και μορφολογικά απαιτούμενα ενός θεατρικού κειμένου. Προσοχή! Δεν είμαι αντίθετος με τον θεατρικό μονόλογο, αν ο συγγραφέας του έχει συνείδηση του θεατρικού χωροχρόνου (και έχουμε έξοχο παράδειγμα: από τον Τσέχοφ και τον Μπέκετ έως τον Καμπανέλλη και τους περισσότερους νεότερους Ελληνες). Ο θεατρικός μονόλογος, είτε απευθύνεται στη συνείδηση του λέγοντος είτε στο παρελθόν του είτε στο κοινό εκθέτοντας την τραγωδία του ή τη γελοιότητά του, είναι θέατρο και ρέει εκτός του θεατρικού χρόνου.

Υπάρχει όμως και ένα τελείως ειδικό μονολογικό κείμενο που καλλιέργησε ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Είχαμε πολλές φορές στο παρελθόν όσο ζούσε τη μεγάλη χαρά της επικοινωνίας, να συζητήσουμε γύρω από την «Τέταρτη διάσταση», πάντα με την ευκαιρία που έδιναν σημαίνοντες έλληνες ηθοποιοί (Χατζίσκος, Νικηφοράκη, Παπαθανασίου, Καλλιγά, Τσάγκας, Παπαβασιλείου, Μπεμπεδέλη, Τριανταφυλλίδη). Και είχα τότε τολμήσει να γράψω σε μια μου κριτική και να το συζητήσουμε εκ των υστέρων με τον ποιητή που συμφωνούσε πλήρως, ότι πίσω από τους αριστουργηματικούς του μονολόγους με προσωπείο μυθικά τραγικά αρχαία πρόσωπα ήταν ο ίδιος ο Ρίτσος και τα προσωπικά και συχνά απωθημένα του προβλήματα αλλά και τα αδιέξοδα της ταραγμένης σχέσης του με την εποχή του, τους συγχρόνους του, τους συντρόφους του και την ιδεολογία του.

Πρέπει να είναι κανείς τελείως αστοιχείωτος για να μην αντιληφθεί πως η γηραιά κυρία που απευθύνεται σ’ ένα σιωπηλό αγόρι στο μείζον αριστούργημά του «Η σονάτα του σεληνόφωτος» είναι ο ίδιος ο Ρίτσος. Και ο Βασίλης Παπαβασιλείου που τόλμησε ύστερα από πολλές γυναίκες ηθοποιούς να το αποδώσει σε μια αμφίφυλη εκδοχή έφτασε στα έγκατα.

ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ. Παλαιότερα τον «Φιλοκτήτη» τον είχε αποδώσει ο αείμνηστος έξοχος χρήστης της ελληνικής λαλιάς Χρήστος Τσάγκας. Και ο «Φιλοκτήτης» του Ρίτσου δεν είναι μονόλογος του τραγικού εξόριστου κυνηγού από τη Φθία στην έρημο νήσο Λήμνο. Είναι αποκαλυπτικό το εύρημα του Ρίτσου. Στον μονόλογο ομιλεί ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, και ο Φιλοκτήτης ακούει!

Το πιστεύω ακράδαντα, παρόλο που στις συζητήσεις μας γι’ αυτό το θέμα ο Ρίτσος ήταν κουμπωμένος, και το κατανοούσα διότι όταν του ανέπτυσσα τις σκέψεις μου που θα ακολουθήσουν δεν αντιδρούσε αρνητικά.

Ο Ρίτσος στον μονόλογο αυτόν ακολουθεί το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θέτει τον προβληματισμό του ο Σοφοκλής στον δικό του «Φιλοκτήτη». Θυμίζω: πλέοντας οι Ελληνες για την Τροία, στάθμευσαν στην έρημη Λήμνο για να εφοδιαστούν με νερό. Ο Φιλοκτήτης, επαγγελματίας κυνηγός και κάτοχος των τόξων του Ηρακλή, κυνηγώντας παραβίασε ιερό τέμενος της Αρτέμιδος, η θεά του έστειλε ένα φίδι και τον δάγκωσε στο πόδι, με αποτέλεσμα να διαπυηθεί το τραύμα, να βρωμάει και να τον εγκαταλείψουν οι Ελληνες στο νησί. Μετά δέκα χρόνια και ενώ ο Αχιλλέας έχει σκοτωθεί, χρησμός επιτάσσει πως μόνο με τα όπλα του Ηρακλή, που διαθέτει ο εξόριστος Φιλοκτήτης, θα αλωθεί το Ιλιον. Ερχεται ο Οδυσσέας με τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο στη Λήμνο, με σκοπό ο νεαρός γιος του φίλου του Φιλοκτήτη Αχιλλέα να αποσπάσει τα όπλα από τον θυμωμένο εγκαταλελειμμένο εξόριστο.

Ο Ρίτσος υποδύεται τον νεαρό Νεοπτόλεμο και απευθύνεται στον σιωπηλό εξόριστο Φιλοκτήτη. Ιδού μια συνθήκη του μύθου που λες και από χρόνια και ζαμάνια ελληνικής τραγικής ιστορίας έρχεται γάντι στον ποιητή.

Δεν θέλω να διακινδυνεύσω ταυτίσεις με ιστορικά πρόσωπα της Αριστεράς. Αλλά ο καθένας αντιλαμβάνεται πως ο νεαρός ρομαντικός αλλά τραγικά σημαδεμένος από τη μοίρα μιας ιστορικής συγκυρίας έφερε έναν αστό νεαρό Ρίτσο γόνο μιας παραδοσιακής επαρχιακής οικογένειας να εκλιπαρεί έναν εξόριστο αποδιοπομπαίο καπετάνιο.

Αν δεν αντιληφθούμε πως ο Ρίτσος, ο διανοούμενος που τάχθηκε να υπηρετήσει ένα πολιτικό, ηθικό και καλλιτεχνικό όραμα το οποίο ερχόταν σε κάθετη ρήξη με την παράδοση της τάξης του και της Ιστορίας, προσπαθεί να εντάξει τα τραύματά του, τις έξεις του, τα κινήματα του ψυχισμού του σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων που απαιτεί τον ευνουχισμό, τον ακρωτηριασμό των αστικών και των μικροαστικών έξεων, αξιών και ιδεολογημάτων, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την κραυγή του ποιητικού του ηφαιστείου. Γύρω από τα δύο αυτά πρόσωπα, τον ευαίσθητο, ποιητή, διανοούμενο, ουτοπικό και συναισθηματικό Νεοπτόλεμο και τον δογματικό, πληγωμένο, εγκαταλελειμμένο, έμπειρο, θυμώδη κάτοχο των εργαλείων της βίαιης εκπόρθησης του στόλου, υπάρχει η κοινωνική συνθήκη, βρώμικη, ερεβώδης, απάνθρωπη, άτεγκτη, συμβιβασμένη όταν τη βολεί και ασυμβίβαστη όταν βρίσκει εμπόδια για να ανατρέψει τα πάντα.

Ο Ρίτσος ήταν ώριμος πλέον ποιητής, ενταγμένος στην Αριστερά, όταν ένας νεαρός μεταμφιεσμένος σε οπαδό δολοφόνησε τον Τρότσκι, όταν κάπου εξαφανίστηκε η πιο φωτεινή προσωπικότητα του κόμματος, ο Κώστας Καραγιώργης, από προσώπου γης και συντρόφων.

Οταν ο Ζαχαριάδης, αποδιοπομπαίος στην Τασκένδη, ζούσε απομονωμένος ως βοηθός οπτικού, όπου και κρεμάστηκε, πράγμα που ερμηνεύτηκε ως αυτοκριτική του!

Στην ταράτσα του πολιτιστικού χώρου (ωραίο παλαιό νεοκλασικό της Πλάκας) στην οδό Βρυσακίου, η Σίσσυ Παπαθανασίου δίδαξε τον «Φιλοκτήτη» του Ρίτσου, με σεβασμό απόλυτο στο κείμενο, στις ανάσες του, στον ρυθμό του και στην πίκρα του, στον Ενκε Φεζολάρι, έναν ηθοποιό που έχοντας ως δεύτερη γλώσσα την ελληνική έμαθε να τη γεύεται, να τη χαίρεται και να την αισθάνεται στο δέρμα του και στο στομάχι του.

Κατόρθωσε να μεταφέρει στον αττικό έναστρο ουρανό τις δικές του παιδικές, σαν τον Νεοπτόλεμο, οδυνηρές μνήμες από μια δική του πληγή αιμάσσουσα, όπου όπως κι εδώ το όραμα, η ουτοπία, η ελπίδα έγιναν εφιάλτης.

Στην παράσταση, εν είδει χορικού, η ηθοποιός Βέφη Ρέδη τραγούδησε ένα μοιρολόι στη γλώσσα της, που πάει να πει στην παγκόσμια γλώσσα της μουσικής, της ποίησης, του πένθους και της κοινής των πάντων πατρίδας, του θανάτου. Οι μεγάλοι μύθοι είναι όπως οι μαθηματικές ταυτότητες: ισχύουν για πάσαν τιμήν!

Σκηνοθεσία:Σίσσυ Παπαθανασίου

Ερμηνεία:Ενκε Φεζολάρι

Συμμετοχή:Βέφη Ρέδη

Σκηνικά – κοστούμια:Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη

Μουσική:The Milena Principle Project

Πού:Βρυσάκι, Βρυσακίου 17, Μοναστηράκι, τηλ. 210-3210.179, απόψε και αύριο στις 21.30