Τα τελευταία δύο χρόνια η παράσταση που με συγκίνησε πιο πολύ από όλες ήταν της Γεωργίας Μαυραγάνη, «Από πρώτο χέρι – Μια παράσταση για τα καπνά». Είχε ανεβεί το 2014 στο Bios, ενώ φέτος ανέβηκε και στο ΚΘΒΕ. Πρόκειται για μαρτυρίες γυναικών που δούλευαν στα καπνά στο Αγρίνιο. Ηταν τρομερές και η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες και η μουσική. Ηταν μια παράσταση που με ενθουσίασε και ελπίζω να ξαναπαιχτεί. Πήγα να τη δω γιατί άκουσα ότι είναι μια ωραία παράσταση αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο καλή. Και δεν ήταν κάτι γνωστό, ούτε τη Μαυραγάνη γνώριζα πολύ, ούτε ποιο ήταν το θέμα. Μετά έμαθα ότι βασίζεται σε πραγματικές μνήμες και αφηγήσεις ανθρώπων οι οποίοι εργάστηκαν ως καπνεργάτες ή ως αγρότες – καλλιεργητές στα καπνά του Αγρινίου. Πήγα εκεί και είδα μπροστά μου τρεις ηθοποιούς –συγγνώμη που μου διαφεύγουν τα ονόματα (σ.σ.: πρόκειται για τις Κατερίνα Καραδήμα, Μαντώ Κεραμυδά, Δανάη Σπηλιώτη) –οι οποίες ήταν εξαιρετικές.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΑΙΞΠΗΡ. Θα ήθελα όμως να πω και για την πρώτη παράσταση που είδα στη ζωή μου. Ηταν το «Πολύ κακό για το τίποτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, το 1946. Επαιζαν τότε ο Δημήτρης Χορν, η Μαίρη Αρώνη, ο Μάνος Κατράκης και η Ρίτα Μυράτ. Ηταν το πρώτο έργο που είδα σε παιδική ηλικία και με εντυπωσίασε πάρα πολύ.

Εκείνη την εποχή δεν είχαμε παιδικά θέατρα και έτσι με πήγαν κατευθείαν σε αυτή την παράσταση που ήταν για μεγάλους. Και τη θυμάμαι πολύ ζωντανά ακόμα και σήμερα. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η περιστρεφόμενη σκηνή και επίσης ότι σε μια σκηνή της παράστασης έλεγαν στη Ρίτα Μυράτ «κοίτα πώς κοκκίνισε», επειδή τη θεωρούσαν ένοχη. Και εμένα μου φάνηκε πως κοκκίνισε πραγματικά. Ηταν μια εικόνα που μού έκανε μεγάλη εντύπωση. Φυσικά δεν μπορούσε να είχε κοκκινίσει καθώς ήταν σπουδαία ηθοποιός, αλλά εγώ με την παιδική μου φαντασία είδα ότι όντως είχε κοκκινίσει.

Από τότε είδα και άλλα πράγματα, πολλές παραστάσεις και μπορώ να θυμηθώ ότι αργότερα με ενθουσίασαν δύο παραστάσεις του Κάρολου Κουν, που ανέβασε στο Εθνικό Θέατρο.

Η μία ήταν «Ο θείος Βάνιας» (1953) με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και η άλλη «Οι τρεις αδελφές» (1951) με την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Λυκούργο Καλλέργη, και τα δύο έργα του Αντον Τσέχoφ. Αλλά εκεί ήμουν πλέον πιο μεγάλη και πιο ικανή να εκτιμήσω αυτό που έβλεπα. Και οι δύο με είχαν συγκινήσει πάρα πολύ.