«Η παράσταση που ήταν ίσως και η αιτία για να γίνω ηθοποιός ήταν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, που σκηνοθέτησε ο Μίνως Βολανάκης το 1975 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Δράττομαι της ευκαιρίας να μιλήσω γι’ αυτόν τον μεγαλοφυή σκηνοθέτη. Οι λέξεις βέβαια έχουν αποδυναμωθεί από τη συνεχή και μηρυκάζουσα συνήθεια, ας πούμε ο χαρακτηρισμός θεατράνθρωπος έχει ξοδευτεί και έχει χαριστεί σε διάφορους. Στον Βολανάκη όμως ανήκει δικαιωματικά και ολοκληρωτικά. Και όποιος τον γνώρισε εκείνα τα χρόνια πιστεύω ότι θα συμφωνήσει μαζί μου. Αν διαβάσει κανείς τις μεταφράσεις του, θα μείνει έκθαμβος από το σοφό και τολμηρό του πνεύμα. Υπάρχει μια φράση της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» που υμνεί το αμφίσημο του λόγου: «Αλλιώς βογκούσε Εκείνος σαν την έσπερνε και αλλιώς Εγώ σαν τη γεννούσα».

Στην παράσταση που θυμάμαι η Κλυταιμνήστρα έβγαινε στη σκηνή πάνω σ’ ένα φορείο – φέρετρο, κάτι σαν λιτανεία, και γύρω γύρω μικρόσωμες κοπελιές με σείστρα στα πόδια τους έκαναν έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Πάνω στο φορείο ήταν η Νέλλη Αγγελίδου (Κλυταιμνήστρα) σαν τοτέμ, μ’ ένα αποστομωτικής ομορφιάς κοστούμι του Διονύση Φωτόπουλου, «έκρωζε» σαν όρνιο. Ενας ήχος παράταιρος, αλλούτερος, καθόλου συμβατικός, τόσο μαγευτικός. Οπως έμαθα εκ των υστέρων, η περίφημη ιδέα του φορείου προέκυψε από το ατύχημα που έπαθε η Αγγελίδου στις πρόβες. Είχε σπάσει το πόδι της και δεν μπορούσε να περπατήσει. Αυτό ως πληροφορία, αντί να με γειώσει, μεγάλωσε τον θαυμασμό μου για τον Βολανάκη. Δεν ξέρω, μπορεί επειδή ήμουν μικρή, όλα αυτά να πήραν άλλες διαστάσεις στο μυαλό και στη μνήμη μου. Από τότε όσες φορές είδα την «Ηλέκτρα» σε άλλες σκηνοθεσίες –και την είδα πολλές φορές –καμία δεν μπόρεσε να ξεπεράσει εκείνη του Βολανάκη.

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΘΒΕ. Υστερα από αυτή την παράσταση πήγα δειλά και σχεδόν απροετοίμαστη να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Τα πήγα χάλια. Από το τρακ ξέχασα τα λόγια και έπαιξα με κλειστά μάτια όλο τον μονόλογο της Ηλέκτρας. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν όμως ο Μίνως Βολανάκης και ενώ όλοι με καταψήφισαν, αυτός έθεσε βέτο και πέρασα στη Σχολή. Και το πιο τρελό ήταν ότι μου έδωσε και υποτροφία. Αν δεν ήταν αυτός, υποψιάζομαι ότι το θέατρο θα παρέμενε για μένα ένα απωθημένο ζωής.

ΚΑΙ ΤΟ «ΚΑΘΑΡΟΙ ΠΙΑ». Μια πιο πρόσφατη παράσταση που μου άλλαξε και χωρίς υπερβολή μετακίνησε τη ματιά μου πάνω στο θέατρο, ήταν το «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία του Κριστόφ Βαρλικόφσκι, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2002. Τρελό μυαλό αυτός ο Πολωνός, φευγάτος. Δημιούργησε κάτι τόσο βίαιο πάνω στη σκηνή αλλά και τόσο ποιητικό, που μ’ έκανε –εμένα, έναν θεατή της παράστασής του –να αγαπήσω και να κατανοήσω το έργο της Σάρα Κέιν, γιατί μέχρι τότε η αρρώστια της γραφής της με απωθούσε. Θυμάμαι, όταν βγήκα από την παράσταση ήμουν σαν ζαλισμένη, σαν μεθυσμένη. Πήγαμε για ποτό μετά γιατί το χρειαζόμασταν και τηλεφωνούσαμε σε φίλους στην Ελλάδα παραληρώντας. «Μα ποιος είναι αυτός;» μας ρωτούσαν. Γιατί μέχρι τότε κανείς δεν τον ήξερε. Υστερα από κάποια χρόνια ήρθε στο Φεστιβάλ Αθηνών με παραστάσεις του και βέβαια έσπευσα να τις δω ως φανατική οπαδός του».