Ορισμένες φορές είναι ευκολότερο να τοποθετείς την πλοκή στο παρελθόν, προκειμένου να μιλήσεις για το σήμερα. Κάτι τέτοιο κάνει και ο Αλέξι Κέι Κάμπελ, ο ελληνοβρετανός συγγραφέας του θεατρικού έργου «Ηλιοβασίλεμα στη Βίλα Θάλεια» που παίζεται μέχρι τις 4 Αυγούστου στη σκηνή Dorfman του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας. Η δράση τοποθετείται την περίοδο της δικτατορίας, στη Σκιάθο. Και μολονότι οι συντελεστές, στο επίσημο τρέιλερ, καλούν το κοινό να πάρει μια γεύση από ένα καλοκαιρινό ρομάντζο με πολύ ήλιο, καλό φαγητό και μουσική, όσοι κόψουν εισιτήριο στην αίθουσα δίπλα στον Τάμεση θα βρεθούν αντιμέτωποι με ισχυρά πολιτικά μηνύματα. «Οταν μου ανέθεσαν από το Βρετανικό Θέατρο να γράψω ένα έργο πριν από μερικά χρόνια, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε ήδη ρίξει βαριά τη σκιά της επηρεάζοντας τη ζωή πολλών ανθρώπων. Παρατηρώντας την αδικία, το βαρύτερο τίμημα να το πληρώνουν άνθρωποι που ελάχιστα συνέβαλαν στην κρίση, παρακινήθηκα να γράψω ένα πολιτικό έργο για την κρίση στην Ελλάδα και ευρύτερα για την παγκόσμια οικονομική κρίση –και την κρίση ταυτότητας που βιώνουν οι δυτικές δημοκρατίες» δηλώνει ο Κάμπελ στα «Πρόσωπα».

Πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι Αμερικανών, ο Χάρβεϊ, πράκτορας της CIA, μπλεγμένος τόσο στο ελληνικό πραξικόπημα όσο και στο χιλιανό και η σύζυγός του Τζουν. Οι δυο τους γνωρίζουν στη Σκιάθο τυχαία ένα άλλο ζευγάρι, Βρετανών αυτή τη φορά, τον συγγραφέα Θίο με τη σύζυγό του Σάρλοτ. Οι Αμερικανοί πείθουν τους Βρετανούς να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί το σπίτι της Ελληνίδας Μαρίας, που υποχρεώνεται να πάρει τον γέρο πατέρα της Σταμάτη και να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. «Ηθελα να γράψω ένα θεατρικό έργο για τις ρίζες της παρούσας κατάστασης στην Ελλάδα και να κοιτάξω το παρελθόν –ειδικά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όταν η αμερικανική επιρροή διαμόρφωνε τον κόσμο και μερικά χρόνια αργότερα όταν η Χιλή χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, τις οποίες εμπνεύστηκε ο Μίλτον Φρίντμαν και καθόρισαν την οικονομική πραγματικότητα στην οποία όλοι ζούμε σήμερα. Με τη συμπαιγνία μεταξύ κυβερνήσεων και μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων η οποία στράφηκε κατά των απλών εργαζομένων. Και ήθελα ταυτόχρονα να επικεντρωθώ στα ηθικά διλήμματα τα οποία τέθηκαν στους απλούς ανθρώπους στην καθημερινή τους ζωή» τονίζει ο 50χρονος δημιουργός.

«Το έργο είναι πολιτικό», εξηγεί, «ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει ότι οι σχέσεις είναι πάντα περίπλοκες. Ο Χάρβεϊ δεν είναι απαραιτήτως κακός χαρακτήρας. Εχω προσπαθήσει να φτιάξω σύνθετους, πολυδιάστατους χαρακτήρες. Το σπίτι –και η πώλησή του –συμβολίζει την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική πώληση μιας ολόκληρης χώρας» υπογραμμίζει ο Κάμπελ.

Μια σημαντική λεπτομέρεια στην παράσταση είναι ότι τα δύο ζευγάρια γνωρίζονται και εγκαινιάζουν τη φιλική τους σχέση την 21η Απριλίου 1967. «Είναι μια συναρπαστική στιγμή στην Ιστορία» λέει ο Αλέξι. «Συνιστά κομβικό σημείο στο παιχνίδι ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης που «αγωνίζονται για την ψυχή του κόσμου», με την Ελλάδα να παγιδεύεται σε αυτή τη γιγάντια διαπάλη μεταξύ των δυνάμεων του καπιταλισμού και του κομμουνισμού».

Γεννημένος στην Αθήνα. Ο Κάμπελ (φωτογραφία δεξιά) ήρθε να γράψει το έργο του στην Ελλάδα. Αλλωστε έχει γεννηθεί στην Αθήνα από έλληνα πατέρα και βρετανή μητέρα. Ως συγγραφέας επέλεξε να υπογράφει με το επίθετο της μητέρας του ενώ το Κουμουνδούρος του πατέρα του το σύντμησε σε Κέι. «Κάθε έργο που γράφω είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας –υπάρχουν Ελληνες, Βρετανοί και Αμερικανοί στο έργο καθώς έχω ζήσει και στις ΗΠΑ. Τοποθετώντας όλους αυτούς τους χαρακτήρες στο έργο, τους επιτρέπω να αλληλεπιδρούν, να συζητούν με τις συχνά αντίθετες φωνές τους» υποστηρίζει.

Μαζί με τους βρετανούς πρωταγωνιστές Πέπα Νίξον, Σαμ Κρέιν, Μπεν Μάιλς και Ελίζαμπεθ ΜακΓκόβερν (του «Ragtime» του Φόρμαν και του «Downton Abbey»), στη σκηνή ανεβαίνουν επίσης έλληνες ηθοποιοί όπως ο Χρήστος Κάλοου και η Γλυκερία Δήμου, άλλη μια αναφορά στις ρίζες του Κάμπελ. Οπως και στην τελευταία σκηνή του έργου όπου η νεαρή Μαρία υπόσχεται στη γιαγιά της σε άπταιστα ελληνικά να φροντίζει το σπίτι τους, χωρίς να υπάρχουν υπέρτιτλοι στα αγγλικά. «Είναι ζωτικής σημασίας σε μια παράσταση που παίζεται μακριά από τη χώρα με την οποία σχετίζεται το θέμα της, οι άνθρωποι της χώρας αυτής –εν προκειμένω οι Ελληνες –να έχουν το δικαίωμα της χρήσης της γλώσσας τους, με όλη την τραγική ειρωνεία που σηματοδοτεί αυτό» λέει ο θεατρικός συγγραφέας.

«Το έργο ζητά από το βρετανικό κοινό του να δει, μεταφορικά, τα πολλά πρόσωπα της αποικιοκρατίας. Επισημαίνει επίσης έναν ορισμένο τύπο φιλελεύθερης υποκρισίας. Πώς οι φιλελεύθεροι συχνά το πρώτο που κάνουν είναι να κρίνουν ή να καταδικάζουν ένα οικονομικό σύστημα, ακόμη και αν κερδίζουν πολλά από αυτό. Δείχνω επίσης το απλό γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα –όπως και σε άλλες χώρες –δεν ορίζουν τη μοίρα τους» καταλήγει.