Λαμπρινή Κουζέλη

Ντον ντελιλο, «Zero K.»

«Το στοίχημα είναι ο ρυθμός»
Τη γλώσσα του Ντον ΝτεΛίλο διακρίνουν υψηλού βαθμού κυριολεκτική ακρίβεια, ποιητική συμπύκνωση και εσωτερικός ρυθμός. Επιπλέον, ο ΝτεΛίλο λατρεύει την επιστημονική και τεχνολογική ορολογία και τους ευρηματικούς νεολογισμούς της αμερικανικής καθομιλουμένης. Με αυτά ως δεδομένα, στο «Ζero K» οι προβληματισμοί ξεκινούν από τον τίτλο. Ζero K (0 Κ) είναι το -273,15° C, το απόλυτο μηδέν, μια επιστημονική ένδειξη που μας κατευθύνει στην καρδιά του μυθιστορήματος: την κατάψυξη του ανθρώπινου σώματος με τη μέθοδο της κρυονικής. Απέρριψα το κοινό σ’ εμάς «Απόλυτο μηδέν», μιας και ο ΝτεΛίλο δεν επέλεξε το «Absolute zero». Απέρριψα και το «Μηδέν Κ» ή το «Μηδέν Κάππα» –πολύ αφαιρετικές αποδόσεις, που ξενίζουν στην ελληνική. Κατέληξα, για την ώρα, στο «Μηδέν βαθμοί Κέλβιν»: νοηματικά πιστό, επιστημονικά ακριβές και παραπέμπει κάπως στη φράση «βαθμοί υπό το μηδέν» και στην αίσθηση του μεγάλου ψύχους. Μεγαλύτερη δυσκολία θέτει η ποιητική της πρότασης στον ΝτεΛίλο. Συγγραφέας που δίνει σχολαστική προσοχή στην κατασκευή της, καθοδηγείται από έναν εσωτερικό ρυθμό, ενώ οι λέξεις στο εσωτερικό της πρότασης αποκτούν μια πλαστική ποιότητα και συμμετρία. Μια συλλαβή να του περισσεύει και θα αναζητήσει άλλη λέξη. Παρότι ο έλληνας μεταφραστής δεν υποχρεούται να υιοθετεί όλες τις δημιουργικές εμμονές του, βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα ηθικής φύσεως, διότι αυτή η ποιητική που χαρακτηρίζει τη γραφή και το ύφος του γεννήθηκε στην Ελλάδα, όταν ο ΝτεΛίλο ζούσε εδώ και παρατηρούσε το ελληνικό αλφάβητο σε επιγραφές. Η εικαστική συμμετρία είναι ίσως μια εξαντλητική ματαιοπονία. Ο εσωτερικός ρυθμός όμως μπορεί να αποδοθεί. Παρακάλεσα τον ΝτεΛίλο, όταν ήρθε τον Μάρτιο στην Αθήνα, να μου διαβάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο ενώ τον ηχογραφούσα. Διάβασε την πρώτη σελίδα. Με αυτήν την ηχογράφηση ως καθημερινό οδηγό γίνεται η μετάφραση. Αν η μέθοδος λειτουργεί ή όχι, απομένει να φανεί. Εκδόσεις Εστία (αναμένεται)

Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης

Τζόναθαν Φράνζεν, «Αγνή»

«Ζόρι γοητευτικό και εποικοδομητικό»
Στην καθημερινότητα του μεταφραστή δεσπόζει η προσωπικότητα του συγγραφέα τον οποίο μεταφράζει. Είναι μια γόνιμη συμβίωση. Ιδίως όταν πρόκειται για πολυσέλιδα και σημαντικά βιβλία. Μεταφράζοντας, ζεις στο σύμπαν ενός άλλου.

Μεταφράζω το «Purity» του Τζόναθαν Φράνζεν εδώ και μήνες. Συγκατοικώ με τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις του σπουδαίου αυτού αμερικανού μυθιστοριογράφου. Εχω ήδη μεταφράσει τα δύο πρώτα μυθιστορήματά του («The twenty-seventh city» και «Strong motion») και μετά το «Purity» θα καταπιαστώ με άλλα δύο έργα του («Corrections» και «Freedom»). Ολα είναι πολυσέλιδα και απαιτητικά. Κι αυτό είναι πολύ γόνιμο: μαθαίνεις τους τρόπους, μαθαίνεις τα τεχνάσματα, μαθαίνεις τις μεθόδους που απαιτούνται για να καταστρωθεί, και να κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον, ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Πολλές οι προκλήσεις και οι δυσκολίες. Πρόκειται, άλλωστε, για μυθιστόρημα πολλών εκατοντάδων σελίδων. Με προβλημάτισε ο τίτλος, η πολύσημη λέξη «Purity», που είναι και το όνομα της κεντρικής ηρωίδας. Ταλαντεύτηκα ανάμεσα στο «Διαύγεια» και το «Αγνή», και καταλήγω στο δεύτερο, κυρίως διότι υπάρχει το όνομα και στην Ελλάδα.

Η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζω ως μεταφραστής είναι η μετάβαση από το έργο ενός συγγραφέα στο έργο ενός άλλου, πολύ διαφορετικού. Υποχρεώνομαι να περάσω μια, αναγκαστικά σύντομη, περίοδο αγρανάπαυσης και μελαγχολίας, όταν αφήνω τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και την καλειδοσκοπική πολύπτυχη γραφή του για να περάσω στον Τσαρλς Μπουκόφσκι και τον άμεσο ρεαλισμό του και εν συνεχεία να καταβυθιστώ στον ωκεανό του Φράνζεν, όπως μου συνέβη με τα τρία τελευταία βιβλία που μετέφρασα. Αλλά αυτή η δυσκολία είναι ακριβώς και η γοητεία της δουλειάς μας. Λειτουργούμε όπως περίπου οι ηθοποιοί που χθες έπαιζαν Σαίξπηρ, σήμερα Τόμας Μπέρνχαρντ και αύριο Μπέκετ. Ζορίζεσαι, αλλά πρόκειται για ζόρι αφάνταστα γοητευτικό και εποικοδομητικό. Για μένα, το μεγάλο πλεονέκτημα της μεταφραστικής μου εργασίας είναι ότι εξοικειώνομαι με τους τρόπους σημαντικών συγγραφέων και έτσι εμπλουτίζω και τους δικούς μου όταν καταπιάνομαι με τη συγγραφή των βιβλίων που στρώνομαι να γράψω.

Εκδόσεις Ψυχογιός (αναμένεται)

Μιχάλης Μακρόπουλος

Χένρι Τζέιμς, «Η χρυσή κούπα»

«Σαν μακροβούτι στον βυθό»

Είχα ήδη δουλέψει τις «Βοστονέζες» (1886) όταν έπιασα να µεταφράσω τη «Χρυσή κούπα» (1904), ίσως ένα από τα πιο απαιτητικά µυθιστορήµατα που έχουν γραφτεί στην αγγλική γλώσσα. Τότε, πλέον, ο Τζέιµς υπαγόρευε τα κείµενά του και ο προφορικός του λόγος ήταν απείρως πολύπλοκος, «ευφηµιστικός, εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευθείς, και ξάφνου ακριβής, εκεί που είθισται ο λόγος να είναι αποσιωπητικός ή ελλειπτικός», γράφει ο Γκορ Βιντάλ. Οι χαρακτήρες στη «Χρυσή κούπα» περιπλανιούνται σ’ έναν λαβύρινθο περίπλοκων σκέψεων και αµφίσηµων κινήτρων, που καθρεφτίζεται και στη γλώσσα του µυθιστορήµατος. Πολυσέλιδες παράγραφοι, µακροπερίοδος λόγος µε δαιδαλώδη σύνταξη, παρένθετες προτάσεις µέσα σε άλλες παρένθετες προτάσεις, απρόβλεπτη χρήση των λέξεων, πλήρης αποσύνδεση του υποκειµένου από το κατηγόρηµα ή του κατηγορήµατος από το κατηγορούµενο. Πρώτο µέληµά µου ήταν να µη θυσιάσω σε καµία περίπτωση την «όψη» του κειµένου, που σηµαίνει τις µακρές περιόδους του, θραύοντάς τες –τις κράτησα όλες ως ακριβώς είχαν. Επειτα, έπρεπε να διατηρηθεί η δισηµία, µα δίχως σε καµία περίπτωση να διολισθήσει στην ακατανοησία. Ακόµα κι αν το κείµενο απαιτεί από τον αναγνώστη συνεχή εγρήγορση, δεν θα έπρεπε πουθενά να είναι ακαταλαβίστικο, µε τη φτηνή δικαιολογία πως «έτσι το ‘γραψε ο συγγραφέας». Δουλεύοντάς το µε κόπο και χαρά, λέξη τη λέξη και αράδα την αράδα, σκέφτηκα κάποια στιγµή τούτη τη φράση: «Η ανάγνωση της «Χρυσής κούπας» και πολύ περισσότερο η µετάφρασή της είναι σαν µακροβούτι που στο τέλος λες πως δεν σου µένει ούτε τοσηδά αναπνοή, αλλά που, όταν βγαίνεις στην επιφάνεια, θυµάσαι µε θαυµασµό ό,τι µαγικό αντίκρισες στον βυθό».

Εκδόσεις Gutenberg (αναμένεται)

Ρίτα Κολαΐτη

Ζιλ Βενσάν, «Τρεις ώρες προτού χαράξει»

«Αίσθημα ανησυχίας μαζί με πείσμα»

Καθώς διάβαζα το «Τρεις ώρες προτού χαράξει» του Ζιλ Βενσάν –κι έχοντας μεταφράσει δύο άλλα βιβλία του συγγραφέα («Ντζεμπέλ», «Το φιλί του θανάτου», εκδόσεις Καστανιώτη) -, μου μπήκαν διάφορες ιδέες: Γιατί το μυθιστόρημα να μην έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο έτσι ώστε οι συγκλονιστικοί ήρωές του να ζωντανέψουν στην οθόνη, τα ατελείωτα ανθρωποκυνηγητά να συνοδεύονται από μια επιβλητική μουσική, οι απειλητικές σκιές να μου κόψουν την ανάσα και οι εκπληκτικοί διάλογοι να φτάσουν στ’ αφτιά μου; Γιατί να μην μπορώ ν’ απολαύσω νυχτερινά πλάνα από το Παλιό Λιμάνι της Μασσαλίας και τα σοκάκια με τα κακόφημα μπαρ και τις σκοτεινές φυσιογνωμίες; Η ανάγνωση τελείωσε, το βιβλίο με μάγεψε, αφήνοντας κατά μέρος τις κινηματογραφικές επιθυμίες μου.

Οι μέρες περνούν, η μετάφραση προχωράει, κάποια στιγμή τελειώνει. Ανάγνωση πάλι από την αρχή, του «δικού μου» κειμένου πλέον. Ενα αίσθημα ανησυχίας ανάμεικτο με πείσμα με κατακλύζει. Οχι, όχι… Οι διάλογοι δεν μ’ αρέσουν: τους θέλω πιο στακάτους, κοφτερούς σαν λάμα, έτσι όπως μιλάνε οι μπάτσοι και οι δολοφόνοι. Τους διορθώνω, σαν καλύτεροι μου φαίνονται. Μα και οι περιγραφές κάτι θέλουν κι αυτές: πρέπει να αποτυπώνουν πιο έντονα τον ζόφο, το μυστήριο, την αγωνία, την απειλή, τον θάνατο. Αστυνομικό μυθιστόρημα γαρ… Στα σημεία όπου αμφιταλαντεύομαι έχω τη δικλίδα ασφαλείας: το νυχτερινό τηλεφώνημα στον συγγραφέα του βιβλίου και καλό μου φίλο. «Ζιλ, μπονσουάρ, εγώ είμαι» του λέω και τον παίρνω μονότερμα. Αφού με ακούει προσεκτικά, μου απαντάει: «Μια χαρά το πας, μην ανησυχείς». Και τότε ξαναβυθίζομαι στο κείμενο, με τη σιγουριά πως ο αναγνώστης θα το απολαύσει!

Εκδόσεις Καστανιώτη (κυκλοφορεί)

Αχιλλέας Κυριακίδης

Αντρές Νέουμαν, «Ο ταξιδιώτης του αιώνα»

«Κατέβασα τη μισή βιβλιοθήκη»

Μόλις ολοκλήρωσα τη μετάφραση ενός πολύ σημαντικού μυθιστορήματος με τίτλο «Ο ταξιδιώτης του αιώνα» («El viajero del siglo»), που πρωτοεκδόθηκε το 2009, όταν ο συγγραφέας του, το σύγχρονο παιδί-θαύμα της αργεντινέζικης λογοτεχνίας, ο Αντρές Νέουμαν, ήταν μόλις 32 ετών! Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Χανς, ένας περιπλανώμενος μεταφραστής στη Γερμανία των αρχών του 19ου αιώνα. Σε ένα από τα ταξίδια του κάνει μια στάση στην πόλη Βρανδεμβούργο (μια πόλη όχι μόνο φανταστική αλλά και με απροσδιόριστες συντεταγμένες, αφού κι αυτή, όπως ο Χανς, μετακινείται συνεχώς –μια ευφυής αλληγορία των αλλεπάλληλων συνοριακών μεταβολών στη σπαρασσόμενη και διαρκώς αναχαρτογραφούμενη Ευρώπη εκείνου του αιώνα). Το βιβλίο, παρά τον όγκο του, διαβάζεται απνευστί, αλλά η μετάφρασή του ήταν συναρπαστικά επίμοχθη, εξαιτίας όχι τόσο του αριθμού των σελίδων όσο του όγκου των πληροφοριών και των πραγματολογικών στοιχείων που με υποχρέωσαν (θυμίζοντάς μου την εποχή κατά την οποία μετέφραζα Μπόρχες) να κατεβάσω τη μισή μου βιβλιοθήκη και να αναστατώσω τις μισές μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο, αυτόν τον ευλογημένο άγιο προστάτη των μεταφραστών. Καθώς το βιβλίο βρίθει ποιημάτων και αποσπασμάτων από πεζά, ποιήματα και θεατρικά έργα άλλων συγγραφέων και επειδή ο κεντρικός ήρωας, όπως προανέφερα, δεν ταξιδεύει μόνο από τόπο σε τόπο, αλλά, ως μεταφραστής, και από γλώσσα σε γλώσσα, αποφάσισα ν’ αποτίσω φόρο τιμής τόσο στη μαγική πράξη της μετάφρασης όσο και, ειδικότερα, στον έλληνα διάκονό της. Ετσι, λοιπόν, ζήτησα από δεκαοκτώ άξιους μεταφραστές (και άξιους φίλους) να συμμετάσχουν στο εγχείρημα και ν’ αποδώσουν, ο καθείς με τα όπλα του, από ένα ή δύο αποσπάσματα συγγραφέων όπως ο Πούσκιν, ο Κιτς, ο Χάινε, ο Καλντερόν, ο Σίλερ, ο Λεοπάρντι κ.ά. Κι όπως δεν έχω άλλο τρόπο να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου γι’ αυτήν τη συγκινητικά ενθουσιώδη ανταπόκρισή τους, αποφάσισα, με κάθε ταπεινότητα, να τους αφιερώσω τη μετάφραση του υπόλοιπου βιβλίου.

Εκδόσεις Οpera (κυκλοφορεί)

Αναμένονται ακόμη

«Το παγοδρόμιο» του Ρομπέρτο Μπολάνιο – από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο (Αγρα)

«Ιούδας» του Αμος Οζ – από τη Μάγκι Κοέν (Καστανιώτη)

«Λίγη ζωή» της Γιάνια Γιαναγκιχάρα – από τη Μαρία Ξυλούρη (Μεταίχμιο)

«High-Rise» του Τζ. Γκ. Μπάλαρντ – από τον Αποστόλη Πρίτσα (Κέδρος)

«Φορτουνάτα και Χαθίντα» του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός – από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο (Gutenberg)

«Στη σωφρονιστική αποικία» του Φραντς Κάφκα – από τον Βασίλη Τσαλή (Κίχλη)

«Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» του Ζορζ Μπερνανός – από την Ιφιγένεια Μποτουροπούλου (Πόλις)

«Η θυσία» του Πιερ Λεμέτρ – από την Κλερ Νεβέ (Μίνωας)

«Μπρούκλιν» του Κολμ Τόιμπιν – από την Αθηνά Δημητριάδου (Ικαρος)