Παρασκευή απόγευμα, ο Ρέντσο Πιάνο βρισκόταν πάνω στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος στο κτίριο της Λυρικής Σκηνής. Εκεί όπου ο θόλος με το αινιγματικό χαμόγελο (στην κοιλότητά του έχουν τοποθετηθεί οι μηχανισμοί των φώτων και τεχνικός εξοπλισμός) καλύπτει την αίθουσα σε σχήμα πετάλου χωρητικότητας 1.400 θέσεων. Μαζί του ο διευθυντής του Μουσείου Whitney Ανταμ Γουάινμπεργκ, η ιστορικός αρχιτεκτονικής Βικτόρια Νιουχάους, ο καθηγητής αρχιτεκτονικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στην Ατλάντα Γιάννης Πεπονής και ο φωτογράφος του χρονικού κατασκευής του ΚΠΙΣΝ Γιώργης Γερόλυμπος. Αφορμή για τη συνάντησή τους (με συντονιστή τον Ανδρέα Κούρκουλα, καθηγητή Αρχιτεκτονικής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο) έδωσε η έκδοση της μονογραφίας του Πιάνο για το έργο του στην Αθήνα.

Ο Ρέντσο Πιάνο. «Το πρώτο σκίτσο του έργου, με την ιδέα του λόφου που ανηφορίζει ήπια και κρύβει τα κτίρια κάτω από την επιφάνειά του, το έφτιαξα στη διάρκεια της πρώτης συνάντησής μας στη Ζυρίχη τον Ιανουάριο του 2008 με το διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Σήμερα που είναι πια δυνατό να διασχίσω αυτό το πάρκο, βεβαιώνομαι επιτέλους για το πόσο σωστή ήταν εκείνη η πρώτη διαισθητική προσέγγιση. Ομως την πρώτη φορά που ανέβηκα στον λόφο στη διάρκεια των εργασιών με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Περπατάς προς τον Νότο, προς το φως, που κάποιες ώρες της ημέρας γίνεται εκτυφλωτικό. Ανεβαίνεις αργά, επειδή η κλίση έχει μελετηθεί έτσι ώστε να είναι σχεδόν ανεπαίσθητη και κάποια στιγμή αρχίζεις να διακρίνεις τη θάλασσα ώσπου το γαλάζιο ανοίγεται διάπλατα μπροστά στα μάτια σου». Ηταν τα λόγια του ιταλού αρχιτέκτονα τα οποία συμπλήρωναν οι προβολές των εικόνων από την εξέλιξη των εργασιών στο εργοτάξιο, το πρώτο άνοιγμα του χώρου στους επισκέπτες το 2011, τον χορό των γερανών της κατασκευαστικής κοινοπραξίας όταν ανυψώθηκε ο λόφος το καλοκαίρι του 2014.

Στη διάρκεια αυτής της παρέλασης εικόνων παρουσιάστηκαν και οι τεχνολογικές πρωτιές. Ο αρχιτέκτονας μίλησε με λεπτομέρειες γύρω από την έρευνα των υλικών και τον σχεδιασμό των ειδικών κατασκευαστικών λύσεων τις οποίες πρότεινε το γραφείο του μέσα από τη μελέτη του «Building Workshop». Ερευνα που κατέληξε στη δημιουργία του Φάρου και στο επιστέγασμά του. Τη μεγάλη ανοιχτή «αίθουσα» που έχει θέα προς τη θάλασσα και την πόλη και του λεπτού αστραφτερού λευκού στεγάστρου που μοιάζει με φακό. «Τώρα φτάσαμε στο σημείο όπου το έργο θα παραδοθεί στην πόλη. Οχι όμως μονομιάς. Εργα σαν αυτό –και μου έρχεται αμέσως στον νου το Auditorium del Parco della Musica στη Ρώμη -, δεν ανοίγουν ποτέ αιφνιδιαστικά για το κοινό. Δεν πρόκειται απλώς για πολιτικές επιλογές ή κινήσεις τακτικής. Ο στόχος είναι να ανταποκριθούμε σωστά στις προσδοκίες της πόλης. Πίσω από την ξεροκεφαλιά μας να κατασκευάσουμε αυτό το έργο και σε μια τόσο δυσχερή συγκυρία, ας μη βλέπουμε μόνο το γεγονός ότι είναι ένα σημαντικό δημόσιο έργο ή ότι τα κτίρια αυτά συμβάλλουν στην επίκαιρη συζήτηση για τον βιοκλιματικό χαρακτήρα των κτιρίων και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Το έργο για την Αθήνα είναι ένα πείραμα κοινωνικοπολιτικής μηχανικής».