Υπήρξε μια εποχή που οι Ιταλοί μπορούσαν να στήσουν στο δικό τους κινηματογραφικό τερέν ό,τι σκάρωναν οι Αμερικανοί –και μάλιστα καλύτερα και φτηνότερα. Επαιρναν το ιστορικό έπος και έχτιζαν το δικό τους επιβλητικό «peplum», ενώ από το αμερικανικό θρίλερ μυστηρίου προέκυψαν το «giallo» και οι σπουδαίοι Μάριο Μπάβα και Ντάριο Αρτζέντο. Στην Αγρια Δύση, όμως, μεγαλούργησαν. Με τα σπαγκέτι γουέστερν απογύμνωσαν ολοκληρωτικά το δυτικό μοντέλο από τον ξεπερασμένο κώδικα τιμής τους, αμβλύνοντας τη βία και προσθέτοντας γενναίες δόσεις αμοραλισμού.Κι όμως, παρά το τελευταίο, δεν μπορούσες να μη συμπαθήσεις τον ήρωα. Οχι τόσο επειδή οι κακοί ήταν «κτήνη», αλλά κυρίως επειδή τα πάντα διαδραματίζονταν σε μια απροσδιόριστη ζώνη που ένωνε μοναδικά το κόμικ με την όπερα: τίποτα δεν ήταν ακριβώς ρεαλιστικό λόγω αυτού του φλερτ με το γκροτέσκο.

Παραδόξως, λοιπόν, τα γουέστερν σύντομα έγιναν κομμάτι μιας παράδοσης ευρωπαϊκής που ξεκινούσε από τις απαρχές του κινηματογράφου: το φιλμ «Συμπόσιο Ινδιάνων» του Γάλλου Γκαμπριέλ Βέιρ, γυρισμένο στη γαλλική επαρχία του Καμάργκ, αποτελεί παραγωγή του 1896 –μόλις ένα χρόνο μετά την πρώτη κινηματογραφική δημόσια προβολή των αδελφών Λιμιέρ! Το δε πρώτο ιταλικό γουέστερν είχε τίτλο «Η ινδιάνα βαμπίρ» (ναι, επρόκειτο για συνδυασμό γουέστερν και θρίλερ –για έξτρα εμπορική ενίσχυση), κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1910 και τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Βιντσένζο Λεόνε. Και ναι, δεν πρόκειται για συνωνυμία: ο Βιντσένζο ήταν ο πατέρας του Σέρτζιο Λεόνε που μισό αιώνα μετά θα επαναπροσδιόριζε δραματικά το είδος. Οχι μόνο σε ευρωπαϊκό μα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί μπορεί τα σπαγκέτι να προϋπήρχαν του «Καλού, του Κακού και του Ασχημου», η ταινία του Σέρτζιο όμως ήταν η πρώτη που σημείωνε τέτοια εμπορική επιτυχία σε αμερικανικό έδαφος. Ξαφνικά, η ρομαντική και άκρως αρρενωπή Δύση του Τζον Φορντ (που υπέγραψε όλα τα κορυφαία γουέστερν του Τζον Γουέιν) έμοιαζε ξεπερασμένη και αντιδραστική. Και το «Για μια χούφτα δολάρια» (μαζί με το σίκουελ «For a few dollars more» –που στην Ελλάδα μεταφράστηκε σε «Μονομαχία στο Ελ Πάσο») έσπαγε ταμεία και στις δύο άκρες του Ατλαντικού. Ας τα πιάσουμε από την αρχή.

Εν αρχή ην ο Κουροσάβα

Το 1961 ο Ακίρα Κουροσάβα συγκλόνισε την υφήλιο με το «Γιοζίμπο», φιλμ δράσης με ήρωα έναν σιωπηλό σαμουράι (ο Τοσίρο Μιφούνε σε μια εμφάνιση εμβληματική). Ο Λεόνε εντυπωσιάστηκε τόσο που αποφάσισε, τρία χρόνια μετά, να μεταφέρει τη βασική ίντριγκα στην Αγρια Δύση που τόσο λάτρευε. Προτείνει τον Τζέιμς Κόμπερν για τον πρώτο ρόλο –αυτός άλλωστε ήταν και η αρχική του επιλογή. Τα λεφτά όμως ήταν λίγα για τον Κόμπερν –μα όχι και τόσο λίγα για τον Κλιντ Ιστγουντ, έναν επίσης αμερικανό ηθοποιό που είχε μόλις κάνει τα πρώτα σημαντικά του βήματα στην τηλεόραση. Με 250.000 δολάρια προϋπολογισμό, η ταινία σημειώνει εισπράξεις 14 εκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ –και μάλιστα με άλλα τρία χρόνια καθυστέρηση. Αλλά οι αμερικανοί παραγωγοί, αρνούμενοι να δεχτούν πως το «εθνικό» τους προϊόν μπορεί να περιέλθει στα χέρια ενός… μακαρονά, κάνουν τα στραβά μάτια θεωρώντας πως το συγκεκριμένο σουξέ ήταν απλά μια αβλεψία της τύχης, ένα παράδοξο δίχως προοπτικές. Οταν όμως το –εξίσου φτηνό –σίκουελ κάνει την έξοδό του μέσα στην ίδια χρονιά (1967) και μαζεύει 15 εκατομμύρια, αποφασίζουν να επενδύσουν. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν «Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος»: Σε μια εγκαταλειμμένη πόλη – φάντασμα στη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, ο ληστής Τούκο (Ιλάι Γουάλας – ο Ασχημος) ξεφεύγει πυροβολώντας τρεις κυνηγούς επικηρυγμένων. Μίλια μακριά, ο Αγγελομάτης (Λι Βαν Κλιφ – ο Κακός) αναζητά ένα σεντούκι με κλεμμένο χρυσό της Συνομοσπονδίας. Και ενώ ο Τούκο βρίσκεται αντιμέτωπος με μια άλλη ομάδα κυνηγών επικηρυγμένων, επεμβαίνει ο Ανθρωπος Χωρίς Ονομα (Κλιντ Ιστγουντ – ο Καλός) και τους ξεπαστρεύει. Σύντομα και οι τρεις άνδρες ξεκινούν το κυνήγι του θησαυρού. Το τέλος θα βρει ζωντανούς μονάχα τον Καλό και τον Ασχημο.

Κριτικοί και κοινό

Γυρισμένο στην Αλμερία της Ισπανίας, το φιλμ, υποστηριζόμενο αυτή τη φορά από τη United Artists με έναν προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου δολαρίων (και κάτι ψιλά), δείχνει «απλωμένο» σε έναν μεγαλύτερο καμβά. Η σινεμασκόπ φωτογραφία (από τον Τονίνο Ντέλι Κόλι) είναι πιο εντυπωσιακή και φροντισμένη, η μουσική του Ενιο Μορικόνε πιο έντονη και διαδραστική, το μαύρο χιούμορ πιο σκληρό, η δε διάρκειά του αγγίζει τις τρεις ώρες. Ο Λεόνε ήταν αποφασισμένος να φτιάξει την καλύτερη ταινία που μπορούσε βασισμένος σε «ευτελή» υλικά, τα οποία όμως και αναδείκνυε με μια μοναδική μαεστρία, όντας ο ίδιος φανατικός του είδους μα και βαθύς γνώστης του κινηματογράφου. Οι κριτικοί βέβαια ξέσκισαν το «φρικτό, σαδιστικό και άσχημο» φιλμ. Τα 25 εκατομμύρια που μαζεύει στην πρώτη του προβολή, όμως, δικαιώνουν τον Λεόνε –και η χρυσή εποχή του σπαγκέτι γουέστερν έχει μόλις ξεκινήσει.

Σύντομα θα ακολουθήσουν άπειροι «Τζάνγκο» και «Ρίνγκο», ενώ ο Φράνκο Νέρο, ο Τζουλιάνο Τζέμα (δηλαδή ο Μοντγκόμερι Γουντ), ο Κλάους Κίνσκι και ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν φορούν τα χαρακτηριστικά μεξικανικά πόντσο και περιοδεύουν στις οθόνες της υφηλίου χαρίζοντας καυτό μολύβι και καυστικές ατάκες στους πολυάριθμους θαυμαστές τους. Και ακολούθως, το σινεμά αλλάζει –μια αλλαγή δύσκολη για πολλούς: Το 1973 ο Κλιντ Ιστγουντ αποφασίζει να σκηνοθετήσει ο ίδιος ένα γουέστερν με τίτλο «Περιπλανώμενος πιστολέρο».

Η οργή του Τζον Γουέιν

Λίγες ημέρες μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες λαμβάνει μια οργισμένη επιστολή από τον Τζον Γουέιν. «Οι πρόγονοί μας δεν πέθαναν γι’ αυτή την Αμερική που παρουσιάζεις» του γράφει. Οταν το 1977 ο Γουέιν βρίσκεται στα πλατό του «The shootist», ο σκηνοθέτης Ντον Σίγκελ ζητά από τον πρωταγωνιστή να πυροβολήσει πισώπλατα τον αντίπαλό του. «Αδύνατον» αποκρίνεται ο Γουέιν. «Κανένας αξιοπρεπής καουμπόι δεν πυροβολεί πισώπλατα –ούτε καν τους εχθρούς του». Μειδιώντας, ο Ντον Σίγκελ θα απαντήσει «τι να σου πω, Τζον, ο Κλιντ Ιστγουντ δεν θα είχε αυτό το πρόβλημα!».

Οι μέρες του αμερικανικού ηρωισμού ανήκουν (προσωρινά τουλάχιστον) στο παρελθόν: Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, η ήττα στο Βιετνάμ, το τέλος του χιπισμού, όλα έχουν αφήσει τα σημάδια τους. Ηρωας πλέον είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτα –ορίστε η μεγάλη, σημαντική κληρονομιά του Σέρτζιο Λεόνε στο παγκόσμιο σινεμά, ξεκινώντας από τον «Επιθεωρητή Κάλαχαν» και φτάνοντας μέχρι τους ήρωες του Κουέντιν Ταραντίνο. Οπως λέει ο τελευταίος, που τόσο τον «χρησιμοποίησε» ξεσηκώνοντας ολόκληρα πλάνα μα και μουσικές από τις ταινίες του, «ο Λεόνε ήταν για μένα ο σημαντικότερος ιταλός κινηματογραφιστής. Οι σκηνοθέτες συνήθως είναι είτε στυλίστες είτε αφηγητές μιας ιστορίας. Μονάχα στον Λεόνε συναντάς αυτόν τον εκπληκτικό συνδυασμό και των δύο, πρώτον επειδή δημιουργεί ένα μοναδικό, κινηματογραφικό σύμπαν που είναι εντελώς δικό του και δεύτερον επειδή μέσα σε αυτόν τον χώρο αφηγείται μια ιστορία με οικονομία. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ να το κάνει τόσο καλά».