Τον Σεπτέμβριο του 1958 ο ολλανδός μυστικός πράκτορας Γιοπ βαν ντερ Βίλντεν έφερνε σπίτι του ένα από τα κρυμμένα όπλα της CIA στον πόλεμο με την τότε Σοβιετική Ενωση: έναν μικρό καφέ φάκελο με το βιβλίο που εκείνη τη χρονιά είχε κερδίσει το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η σύζυγός του Ρέιτσελ, με θητεία στην αγγλική ΜΙ6, κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι το αντίτυπο του «Δρος Ζιβάγκο» έμπαινε στο σπίτι για να συνεχιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος με άλλα μέσα.

Η αρχή βέβαια είχε γίνει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: τον Μάιο του 1956 ο ίδιος ο Παστερνάκ είχε εμπιστευθεί ένα χειρόγραφο του απαγορευμένου από το καθεστώς μυθιστορήματος στον ιταλό κομμουνιστή Σέρτζιο ντ’ Αντζελο, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην «αποικία των συγγραφέων» Περεντέλκινο. Ο Ντ’ Αντζελο το μετέφερε λαθραία στην πατρίδα του και το 1957 εκδόθηκε στα ιταλικά από τον εκδοτικό οίκο Φελτρινέλι.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ. Σύμφωνα με τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία της CIA το σχέδιο ήταν να τυπωθεί μια νέα έκδοση στα ρωσικά και αντίτυπά της «να προσφερθούν στους σοβιετικούς επισκέπτες της Διεθνούς Εκθεσης Βρυξελλών το 1958 και μάλιστα στο περίπτερο του Βατικανού», όπως σημειώνει η γερμανική εφημερίδα «Βελτ» στο χθεσινό της δημοσίευμα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Υπόθεση Ζιβάγκο: το Κρεμλίνο, η CIA και ο πόλεμος για ένα απαγορευμένο βιβλίο» των Πίτερ Φιν και Πέτρα Κουβέ. «Ο Παστερνάκ ήταν επί χρόνια ένας από τους διασημότερους ποιητές της Ρωσίας και φαινόταν λογικό πολλοί από τους επισκέπτες να θελήσουν να διαβάσουν το μοναδικό του μυθιστόρημα». Με τον τρόπο αυτό το μήνυμα του συγγραφέα –ότι κάθε άτομο αξίζει απαραβίαστη ιδιωτικότητα και σεβασμό –θα υπερπηδούσε τα σύνορα της σταλινικής λογοκρισίας και θα έφθανε στους «υπηκόους του πατερούλη». Η δεύτερη έκδοση χρηματοδοτήθηκε από την ίδια τη CIA στην Ουάσιγκτον και διανεμήθηκε το 1959 στους Παγκόσμιους Αγώνες Νεολαίας και Φοιτητών στη Βιέννη.

Ο Παστερνάκ συνέχιζε να ζει στο μεταξύ στην κόψη του ξυραφιού. Αποποιήθηκε το βραβείο ύστερα από τις πιέσεις του καθεστώτος, το οποίο συνέχισε να τον απειλεί το λιγότερο με εξορία (ο Στάλιν φέρεται να δήλωσε «Αφήστε τον ζωντανό. Ετσι κι αλλιώς ζει στα σύννεφα»). Τελικά το μυθιστόρημα εκδόθηκε στη Μόσχα μόλις το 1988, ενώ την επόμενη χρονιά το Νομπέλ δόθηκε στον γιο του Παστερνάκ, τον Γεβγκένι, σε τελετή στη Στοκχόλμη.