«Π ρέπει να σας πω εξαρχής πως νιώθω άβολα με τις βραβεύσεις. Οταν το κατεστημένο σε αγκαλιάζει, κάτι κάνεις λάθος. Κάποιοι μου λένε πως είναι κολακευτικό. Κι όμως, πάντοτε είχα την αίσθηση πως δουλεύουμε στο περιθώριο –με τον πληθυντικό αναφέρομαι στην ομάδα που απαρτίζεται από μένα, τον σεναριογράφο και τον παραγωγό μου. Θέλω να πω, ποτέ δεν αισθανθήκαμε πως βρισκόμασταν στο επίκεντρο των πραγμάτων. Μόνο έτσι διατηρεί κανείς την κριτική του σκέψη και αυτό είναι το μοναδικό χρέος ενός καλλιτέχνη, είτε είναι σκηνοθέτης είτε είναι συγγραφέας ή δεν ξέρω τι. Οταν «αναγνωρίζεσαι» από το κατεστημένο πάλι, ορίζεσαι και απ’ αυτό». Μόλις πριν από δυο χρόνια από τη φετινή του βράβευση με Χρυσό Φοίνικα, ο Κεν Λόουτς κάθεται απέναντί μου και μου μιλά με τη γνωστή, χαρακτηριστικά ήρεμη φωνή του, ενώ σε λίγες ώρες θα διακριθεί από το Φεστιβάλ Βερολίνου για το σύνολο της καριέρας του. Την ίδια μέρα, μας ανακοινώνει πως σκέφτεται να εγκαταλείψει οριστικά τον μυθοπλαστικό κινηματογράφο. Η ανάκληση αυτής της απόφασης θα τον φέρει στα παλιά λημέρια της Κρουαζέτ με νέα ταινία.

Η επιλογή του σκηνοθέτη των «Mad Max» και «Προέδρου» της φετινής κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών Τζορτζ Μίλερ να απονείμει τον Χρυσό Φοίνικα στον Λόουτς για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια (είχε προηγηθεί η βράβευσή του για το εξαίσιο «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι») συνάντησε εντυπωσιακές, σε μέγεθος, αντιδράσεις από τον κινηματογραφικό Τύπο. Πολλοί χάρηκαν (η «Guardian» και το «Variety» υποδέχτηκαν το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» με τα καλύτερα λόγια) –ήταν όμως αρκετοί και εκείνοι που αμφισβήτησαν τη βράβευσή του διερωτώμενοι για την πολιτική σημασία της, ενώ οι χειρότεροι όλων είχαν να του προσάψουν την προχωρημένη ηλικία του, λες και δεν υπάρχουν παραδείγματα καλλιτεχνών που μεγαλούργησαν στα γεράματα (αφήστε δε που η «νεολαία» εκπροσωπούνταν στις Κάννες από τον Ξαβιέ Ντολάν). Και η αλήθεια είναι πως η βράβευση αυτή ενδιαφέρει λιγότερο απ’ όλους τον ίδιο τον Λόουτς. Που ασχέτως διακρίσεων, επιμένει στον ίδιο μυθοπλαστικό δρόμο από την εποχή των θεατρικών έργων που επέλεγε να διασκευάζει και να σκηνοθετεί για την τηλεόραση του BBC στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Εργων τα οποία ριζώνουν στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, δυο λέξεις συνώνυμες πλέον με τη φιλμογραφία του 79χρονου κινηματογραφιστή.

Με τα φιλμ «Poor Cow» και «Kes» το 1967 και 1969 αντίστοιχα, ο σκηνοθέτης θα περάσει και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού καθώς οι αμερικανοί κριτικοί εντυπωσιάζονται από τη δεινή του ικανότητα να μετατρέπει ζητήματα κοινωνικά σε φορείς γνήσιου κινηματογραφικού σασπένς. Οι μετέπειτα δουλειές του δεν χαίρουν μεγάλης ανταπόκρισης. Από τη μια, η γλώσσα των ηρώων του ενοχλεί («κατακρίνουν τη βωμολοχία και την ίδια στιγμή περνάς έξω από μια παιδική χαρά και κοκκινίζεις από ντροπή με αυτά που ακούς» έλεγε κάποτε χαρακτηριστικά), από την άλλη ο ίδιος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τη βρετανική λογοκρισία. Οι ταινίες του εξαφανίζονται από προσώπου γης και ο σκηνοθέτης αποφασίζει να πάρει τον δρόμο των διεθνών φεστιβάλ που μπορούν, μέσω των βραβεύσεών τους, να προσφέρουν σε μια ταινία την αυτονομία της. Οι δηλώσεις του στον βρετανικό Τύπο πάντως δεν βοηθούν: «Οι οικονομικές δομές της χώρας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους νέους μας σήμερα έχουν καταστραφεί. Και τις κατέστρεψε η Θάτσερ» δηλώνει ενώ η τελευταία κυριαρχεί ακόμα στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Μετά τον θάνατό της θα πει το αμίμητο: «Πώς να την τιμήσουμε, όπως της αξίζει; Ας ιδιωτικοποιήσουμε την κηδεία της κι ας την αναθέσουμε στον φτηνότερο μειοδότη. Αυτό θα ήθελε και η ίδια». Στη δεκαετία του 1980 η συντηρητική εφημερίδα «Daily Mail» αναρωτιόταν στην πρώτη σελίδα: «Γιατί ο Κεν Λόουτς μισεί την πατρίδα του;» ενώ η πρόταση για διάκρισή του από τοΒρετανικό Σύστημα Τιμών απορρίπτεται τάχιστα από τον ίδιο, γιατί μια τέτοια στέψη «εκπροσωπεί ό,τι απεχθάνομαι: τη Βρετανική Αυτοκρατορία της εκμετάλλευσης και των κατακτήσεων, την υποταγή στη μοναρχία».

Πάντως, η αλήθεια είναι πως με την έλευση του νέου αιώνα οι αφηγηματικές τέχνες μοιάζουν να «κλείνονται» στον εαυτό τους. Τα θέματά τους, σχεδόν πάντα, διαπροσωπικά. Ιστορίες ατομικής απόγνωσης ή ελπίδας –η επαγωγή από το κοινωνικό στο προσωπικό σχεδόν ανύπαρκτη. Οι ταινίες του Κεν Λόουτς, καλές ή κακές, «μονόχνωτες» ή στρατευμένες, αναζητούν τις ιστορίες τους σε στρώματα κοινωνικά που το σινεμά και η λογοτεχνία έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Το παράδοξο; Είναι οι θεατές αυτών ακριβώς των κοινωνικών τάξεων που προτιμούν τα χολιγουντιανά blockbusters από τις ταινίες του και είναι οι «μεγαλοαστοί» κριτικοί και θεωρητικοί των φεστιβάλ και των εντύπων εκείνοι που τον εξυμνούν. «Δεν πιστεύω πως κάνω τον κόσμο καλύτερο –απλά προσθέτω κάθε τόσο άλλη μια ταινία στις τόσες που γυρίζονται κάθε χρόνο. Αλλά τι άλλο μπορείς να κάνεις; Προσπαθείς να υψώσεις ένα κάποιο ανάστημα, να κάνεις την παρουσία σου αισθητή μέσα σε όλο αυτό τον θόρυβο ελπίζοντας πως θα ξεχωρίσεις. Οχι χρησιμοποιώντας έντονη γλώσσα. Αλλά επειδή αυτά που λες έχουν αξία» λέει ο ίδιος. Η νέα του ταινία θα διανεμηθεί στις αίθουσες την ερχόμενη σεζόν. Μένει να δούμε πόσοι θα ανταποκριθούν.