Από τις σκάλες του μετρό ακόμη μπορούσες να ξεχωρίσεις εκείνους –τους λιγοστούς, είναι η αλήθεια –που είχαν εξασφαλίσει ένα από τα 150 μαγικά χαρτάκια τα οποία θα τους επέτρεπαν να μπουν πρώτοι στο μουσείο – φάντασμα της πόλης, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης: βιαστικοί για να είναι στην ώρα τους –το δελτίο εισόδου έγραφε αυστηρά στις 20.30 ασχέτως αν η εκδήλωση άρχισε με μισή ώρα καθυστέρηση –και με το χαμόγελο της προσμονής στα χείλη.

Στην είσοδο του παλιού εργοστασίου Φιξ, επί της Συγγρού, και όχι από την κεντρική επί της Καλλιρρόης, ήδη κάποιοι επίμονοι περίμεναν μήπως ακυρωθεί καμιά θέση, κι έτσι καταφέρουν να εξασφαλίσουν έστω και όρθιοι την είσοδό τους. Εκεί που χθες το βράδυ έγινε το πρώτο άνοιγμα του μουσείου στο κοινό, παρουσία του υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, με την περφόρμανς «Λαγκούν» του ελβετού καλλιτέχνη Ντενίς Σαβαρί, η οποία αποτελεί μια παραγωγή του Ιδρύματος Fluxum, με αφορμή την εκατονταετή επέτειο του κινήματος dada και παρουσιάστηκε με την υποστήριξη της πρεσβείας της Ελβετίας στην Ελλάδα.

Η εκπληκτική θέα από την Ακρόπολη ώς τη θάλασσα απέσπασε την προσοχή των συνολικά 250 θεατών μέχρι να αρχίσει η εκδήλωση, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που πλησίαζαν για να περιεργαστούν το σκηνικό: μια σύνθεση από πλεξιγκλάς που απεικόνιζε στέγες άλλοτε δυτικότροπων κι άλλοτε ανατολίτικων κτιρίων ως αναφορά στην «Αρχιτεκτονική του γυαλιού» (1914) του Σέερμπαρτ και μια ξύλινη μαριονέτα Robot King πάνω σε ένα βάθρο.

«Δεν πρόκειται για εγκαίνια, αλλά για το βάπτισμα του πυρός, μια ευκαιρία να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας» είπε υποδεχόμενη τους πρώτους επισκέπτες του ΕΜΣΤ η διευθύντρια του Κατερίνα Κοσκινά για τη βραδιά που είχε διπλή σημασία: αποτελούσε το «παρών» του μουσείου στον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων και την έναρξη των «Προλεγομένων» –των εκδηλώσεων δηλαδή που θα προηγηθούν των εγκαινίων, τα οποία εκτιμάται ότι θα γίνουν στο τέλος του χρόνου.

Τρία λεπτά μετά τις εννέα το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα από πλεξιγκλάς φωτίστηκε, η μαριονέτα συνάντησε τη δημιουργό της που θα κινούσε τα νήματά της για τα επόμενα 35 λεπτά κι επτά χορευτές –όλοι τους Ελληνες –άρχισαν να κινούνται υπό τους ήχους των κυμάτων και τη χορογραφική επίβλεψη της Μαρκέλλας Μανωλιάδη. Δονήσεις και ψίθυροι, μελωδίες από διαφορετικά σημεία του πλανήτη και διαφορετικές εποχές έδιναν το έναυσμα στους ερμηνευτές να μετακινούν τη γυάλινη πολιτεία που άλλαζε σχήματα και χρώματα μέχρι τη στιγμή που το κύμα τα σκέπασε και πάλι όλα, βυθίζοντας το όνειρο κάτω από τους ήχους του. Η βραδιά έληξε με ένα κρασί για το καλωσόρισμα στον τέταρτο όροφο του κτιρίου, εκεί όπου θα λειτουργεί το εστιατόριο και με πολλές ευχές τα οριστικά εγκαίνια να πάψουν να μοιάζουν με ανεκπλήρωτο όνειρο.