Κάθε άνθρωπος έχει μια ιστορία που τη γνωρίζει, αλλά συχνά και μία ιστορία που δεν θα τη μάθει ποτέ. Με την έννοια αυτή, ο πεζογράφος Κώστας Μουρσελάς μπορεί να θεωρηθεί τυχερός, αφού αξιώθηκε να ζήσει μια περιπέτεια που θα μπορούσε να την έχει επινοήσει ως υπόθεση ενός μυθιστορήματός του. Σπάνιο, αλλά συμβαίνει, να μεταβάλλει η ζωή την τέχνη σε κάτι χειροπιαστό – σχεδόν πάντα δραματικό. Ο Μουρσελάς φαίνεται να αποτελεί μια ευτυχισμένη εξαίρεση.

Νομίζω πως πριν απ’ όλα ο συγγραφέας, ο κάθε δημιουργός, δημιουργώντας το έργο του πολλές φορές εκθέτει και τον εαυτό του, και την οικογένειά του, και τον κόσμο του.

Οι πρώτες αφορμές για ένα ξεκίνημα, για μια πρώτη ιδέα, για ένα πρώτο εύρημα της έμπνευσής του, εκτός από άλλες άπειρες αιτίες, μπορεί να προέρχεται από το σπίτι του, μπορεί από δικούς του ανθρώπους, από το περιβάλλον του, από τις παρέες του, από τους πιο κοντινούς του, από τη γειτονιά του, από τη γυναίκα του ή μια άλλη πηγή που μπορεί να είναι οι φίλοι του, ένα καφενείο, τα στέκια του.

Σίγουρα, η «κόλαση» –την προτιμούμε –που ψάχνουμε για τις εμπνεύσεις μας μπορεί να είναι δίπλα μας, κοντά μας· μπορεί και να κοιμάται μαζί μας. Σ’ αυτή θα βρούμε αμαρτωλές ιστορίες, αμαρτωλές σχέσεις, σκάνδαλα, απάτες.

Το ξέρουμε, κάθε δημιουργός πιθανόν να ζει δίπλα στο υλικό που τον καίει, που τον βασανίζει, που τον εμπνέει.

Παράλληλα, φυσικό είναι να ξεπερνά τους φόβους του μήπως εκτεθεί ή εκθέσει ανθρώπους που εκτιμά ή που δεν τον συμφέρει να τους εκθέσει, φροντίζοντας ν’ αλλάξει ονόματα, χώρους, χρόνους, μπερδεύοντας έτσι τους αναγνώστες του, οι οποίοι πολλές φορές με κάθε τρόπο ψάχνουν να βρουν ποιοι είναι αυτοί που πράγματι έζησαν αυτές τις ιστορίες που διαβάζουν, ποιοι κρύβονται πίσω από τα ψευδώνυμα των ηρώων του.

Πιστεύω ότι στις πηγές των εμπνεύσεών μας υπερτερούν η πραγματικότητα, το βιωματικό υλικό· αυτά άλλωστε συντηρούν και τις μνήμες μας.

Δεν αντιγράφουμε την πραγματικότητα ως μιμητές της, τη διαφοροποιούμε δημιουργώντας μια άλλη επινοημένη πραγματικότητα.

Η αλήθεια είναι πως μόνο η κάθε είδους πραγματικότητα τροφοδοτεί τη φαντασία μας και αυτή είναι ουσιαστικά που χτίζει τις δικές της επινοημένες πραγματικότητες, ανάλογα βέβαια με το πού τις οδηγεί η δυναμική του ταλέντου μας.

Παρατράβηξε ίσως ο πρόλογός μου, αλλά ήταν και αναγκαίος γιατί ακριβώς σ’ ένα τέτοιο σημείο βρισκόμουν κι εγώ για αρκετά χρόνια, γιατί δεν τολμούσα να γράψω αυτήν την ιστορία που μόλις τώρα σας διηγούμαι, φοβούμενος ν’ αποκαλύψω δικά μου πρόσωπα και πράγματα, που με τα μυστικά τους αυτά έζησαν και πέθαναν.

Λάθος μου βέβαια, αλλά δεν ήταν και εύκολο, παρόλο που ένας συγγραφέας δεν πρέπει ν’ αποφεύγει τις αποκαλύψεις, μια και μ’ αυτές θα παγιδεύει τους αναγνώστες του.

Τέλος πάντων, στην ιστορία μας τώρα: Τίτλος της, «Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες» και όντως είναι αυτές που τις έζησαν τα πρόσωπα που βλέπετε στις φωτογραφίες.

Εκείνος ο λεπτός, ψηλός, αρκετά λιμοκοντόρος, με το κοσμοπολίτικο στυλ είναι ο πατέρας μου. Υποτίθεται βέβαια γιατί ο Στρίντμπεργκ μας λέει «να μην είμαστε ποτέ βέβαιοι για το ποιος είναι ο πατέρας μας», ο οποίος πατέρας μου, εικοσιπεντάρης τότε, στη φοβερή οικονομική κρίση εκείνης της εποχής, κάπου στο 1932, φεύγει, οικονομικός μετανάστης, για την Αμερική χωρίς χαρτιά και βίζες, παράνομος, και μάλιστα κάπου τότε γεννήθηκα και εγώ.

Απ’ αυτά τα γεγονότα τίποτα δεν θυμάμαι, αλλά άρχισα κάτι να φέρνω στο μυαλό μου κάπου κοντά στο 1938, πιτσιρίκος ακόμα εγώ τότε, όταν ένα πρωί χτυπά το κουδούνι του σπιτιού μου –στον Πειραιά μέναμε τότε -, ανοίγει την πόρτα η μάνα μου, πίσω της εγώ, και βλέπω να εμφανίζεται ένας ψηλός, ευθυτενής κύριος, καλοβαλμένος, με ένα ταλαιπωρημένο λεκιασμένο κοστούμι, με μια βαλιτσούλα στο χέρι, κατακίτρινος. «Ο πατέρας σου!» ουρλιάζει η μητέρα μου και τον αγκαλιάζει.

Κανείς μας στο σπίτι δεν τον περίμενε πια. Σχεδόν τον είχαμε ξεχάσει. Απλώς, εκεί στην Αμερική, κάποιος τον είχε καρφώσει ως παράνομο, μας διηγείται αργότερα –ακόμα ψάχνω να βρω ποιο ήταν εκείνο το καρφί τότε -, οπότε, ενώ κάποια Κυριακή έπινε τον καφέ του σε μια πλατεία –στην Αμερική πάντα -, εμφανίζονται ξαφνικά δυο αστυνομικοί, τον αρπάζουν, του βάζουν χειροπέδες, τον παίρνουν και αργότερα τον φορτώνουν σ’ ένα πλοίο κατευθείαν για Πειραιά.

Ούτε ένα δώρο δεν είχε προλάβει να μας αγοράσει.

Και βέβαια ούτε εδώ τελειώνει η ιστορία μου. Σε λίγο θ’ αρχίσει και ο πόλεμος του σαράντα.

Ενα άλλο πρωί, ύστερα από πολλά πολλά χρόνια –είχε τελειώσει και ο πόλεμος -, με συναντά στο δρόμο μια θεία μου και μου ζητά να καθήσουμε σ’ ένα καφενείο κάτι να μου πει και εκεί μου αποκαλύπτει ότι πριν από καιρό ένας νεαρός από την Αμερική, ντυμένος ναύτης, έψαχνε να βρει έναν Μιχάλη Μουρσελά, «με το επώνυμο του πατέρα σου δηλαδή», αλλά εκείνη του είπε ότι δεν ζει πια αυτός ο Μουρσελάς, φοβήθηκε μήπως είχε τίποτα μπλεξίματα όταν ήταν εκεί στην Αμερική και τα μάθαινε η μητέρα μου.

Ποιος ήταν αυτός ο νεαρός, τι τον ήθελε τον πατέρα μου; Το έμαθα πολύ αργότερα απ’ αυτή την ίδια θεία –αχ αυτές οι θείες -, όταν δεν ζούσε πια κανείς τους.

Τότε συμπλήρωσε τις αποκαλύψεις της, ότι αυτό το ναυτάκι ήταν, λέει, αδελφός μου, γιατί ο προκομμένος ο πατέρας μου είχε ερωτευθεί μια Αμερικανίδα και όχι μόνο ζούσε μαζί της, αλλά είχε γεννήσει και δυο παιδιά και μάλιστα το ένα ήταν αυτό το ναυτάκι, που του ‘μοιαζε κιόλας. Της θείας τής έδειξε και μια φωτογραφία της μάνας του, της Αμερικανίδας, και ήταν κι ωραία γυναίκα. Ομως ούτε τώρα τελειώνει η ιστορία μου, αφού το μυστικό δεν το ‘χει μάθει ακόμα κανείς.

Οταν είπα στον γιο μου αυτή την ιστορία του παππού του, πιο περίεργος και καχύποπτος αυτός, χωρίς να μου πει τίποτα, στέλνει το δικό του DNA σε κάτι αμερικανικές εταιρείες που κρατάνε παρόμοια αρχεία και του απαντούν με επιστολή τους ότι όντως βρέθηκε μια οικογένεια με το ίδιο DNA.

Χωρίς ακόμα να μου αποκαλύψει τίποτα, συνέχιζε για καιρό τις έρευνές του (επιστολές επί επιστολών, e-mail, φωτογραφίες) και μόνο όταν πια βεβαιώθηκε για την αλήθεια των γεγονότων, ένα πρωί ακούω το κουδούνι της δικής μου τώρα πόρτας, την ανοίγω και βρίσκομαι μπροστά στον γιο μου, ενώ πίσω του ακολουθούσαν ένας νέος κύριος με τη γυναίκα του και με τα τρία παιδιά τους.

«Από δω τα ανίψια σου, μπαμπά» ακούω να μου λέει γελαστός ο γιος μου.

Εμβρόντητος εγώ και λίγο χαμένος, τους δίνω τα χέρια μου. Μια αξιοπρεπέστατη, καλοντυμένη οικογένεια με τα παιδιά της.

Εδώ τελειώνει ο χρόνος μου, όχι όμως και η ιστορία μου. Αυτή μόλις τώρα αρχίζει.

Τους είπα «περάστε» και τους άνοιξα την κύρια πόρτα του σπιτιού μου. Οντως ήταν ο γιος του ετεροθαλούς αδελφού μου με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους.