Με φόντο το ειδυλλιακό σκηνικό των φοινικόδεντρων στο υπαίθριο φυσικό σκηνικό του Πασέο ντελ Πράδο η μόδα της ειδικής συλλογής διακοπών –κατά κόσμον resort –που έδειξε ο οίκος Chanel σφράγισε με ένα κομμάτι ύφασμα ό,τι πασχίζει για δεκαετίες με λόγια ή με πράξεις αποκλεισμού η διεθνής διπλωματία. Χάρη στη στυλιστική ευφυΐα του εμμονικού Καρλ Λάγκερφελντ η νέα γαλλοκουβανική εγκάρδια συνεννόηση βρήκε κοινούς συμβολισμούς. Ο μαύρος μπερές της Γαλλικής Αντίστασης και του ηγέτη της Επανάστασης Τσε Γκεβάρα συντάχθηκε με το λευκό ψάθινο καπέλο Παναμά που στην κορδέλα του τα εργαστήρια χειροποίητων αξεσουάρ της Chanel στερέωσαν καμέλιες.

Από τη μία πλευρά λοιπόν οι άνθρωποι της μόδας είδαν μια χώρα αμπαλαρισμένη στο περιθώριο του κομμουνισμού να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τα αποθέματα της διονυσιακής στάσης ζωής των κατοίκων της. Από την άλλη οι κάτοικοι της Αβάνας είδαν έναν στόλο συντελεστών μιας εταιρικής υπερπαραγωγής να συντονίζει το κατέβασμα των τόνων προκειμένου η ετεροτοπία του ισχυρού λογότυπου και του στυλ Chanel να σβήσει με το φως του σούρουπου που απλωνόταν στον ορίζοντα.

Μετά την πρόσφατη αποθεωτική υποδοχή της πρώτης συναυλίας στην Κούβα των Rolling Stones, ήταν το σόου της Chanel που έβγαλε στα μπαλκόνια και τις ταράτσες τους κατοίκους της Αβάνας. Εκεί όπου τα μοντέλα και οι 700 καλεσμένοι για μια στιγμή ξεχάστηκαν από την αύρα της αποστασιοποίησης που τους περιβάλλει και μαζί με τις απόμακρες ψυχρές καλλονές του περίγυρου του Καρλ Λάγκερφελντ και τις υπομονετικά ανέκφραστες επαγγελματίες δημοσιογράφους ένιωσαν την ελευθερία που φέρνει η απόλαυση της χαράς. Σαν ένα ποτάμι από ρούμι, σιρόπι ζαχαροκάλαμου και στυμμένο χυμό λάιμ με τριμμένο πάγο να τους υπαγόρευε τα βήματα του χορού που έκαναν ακολουθώντας τον ρυθμό των Κουβανέζων που γιόρταζαν μαζί τους.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ VINTAGE. Τα ρούχα της ειδικής συλλογής άψογα μεν στην εκτέλεσή τους έμοιαζαν ακόμη πιο ακριβά και πολύτιμα σε αυτό το απενεργοποιημένο από τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς κουβανέζικο τοπίο. Τα λιγοστά αυτοκίνητα vintage χαρακτήρα και τεχνολογίας δεκαετίας του ’50 που ακόμη λειτουργούν σε μια χώρα που δεν έχει αναπτύξει κανένα σχέδιο παραγωγής μόδας και συνήθως χρησιμοποιήθηκαν εξαντλητικά ως αξεσουάρ στις φωτογραφίσεις των ιλουστρασιόν περιοδικών μόδας τη δεκαετία του ’90, χρησίμευσαν στους εξαιρετικούς επισκέπτες ως selfies αφορμές. Στο πέρασμα των βραδινών φορεμάτων που κυμάτιζαν και οι μικροσκοπικές χάντρες, παγέτες και κρύσταλλοί τους λαμπύριζαν κάτω από τα φώτα, το θρόισμά τους αντηχούσε μιαν αλήθεια που τα συνθήματα στα Chanel T-shirts και τα χρώματα στις τουίντ ίσιες φούστες προσπαθούσαν να συγκαλύψουν. Είναι η αλήθεια για την οποία μιλούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στις «Θέσεις του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας». Για «μια πάλη για πράγματα ανεπεξέργαστα και υλικά, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να υπάρξουν τα εκλεπτυσμένα και πνευματικά. Αυτά τα τελευταία, εκδηλώνονται στην ταξική πάλη σαν θάρρος, σαν αυτοπεποίθηση, σαν χιούμορ, σαν επιτηδειότητα και επενεργούν βαθιά πίσω στην αχλή του χρόνου. Και κάθε φορά θέτουν σε αμφισβήτηση κάθε νίκη που έχει ποτέ επιτευχθεί από τους κυρίαρχους».