Οι παλιοί ίσως καταμαρτυρήσουν στους νεότερους αχαριστία: από εκείνη την άδοξα ληγμένη συναυλία των Rolling Stones τον Απρίλιο του ’67 θα περνούσαν χρόνια ώσπου ο μέσος έλληνας συναυλιάκιας να απολαύσει ένα μεγάλο όνομα με την ησυχία του. Η εμφάνιση των Police στο Σπόρτιγκ το 1980 είχε συνοδευτεί από συμπλοκές μεταξύ ΜΑΤ και ομάδων νεαρών. Εναν χρόνο αργότερα ο Ρόρι Γκάλαχερ είχε πυροδοτήσει πρωτοσέλιδα του στυλ «Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες». Ο Ιούλιος του 1985 αποδεικνυόταν ιδιαίτερα θερμός για τον Boy George που δεν άρεσε στο κοινό του Rock In Athens στο Καλλιμάρμαρο όσο οι Cure, Nina Hagen, Stranglers, Depeche Mode και τα άλλα ονόματα. Και το 1988, σε εκείνη τη συναυλία της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς κατά του AIDS, με Μπόνι Τάιλερ, Τζέρι Λι Λιούις και Τζόαν Τζετ, οι «καφρίλες» απλώς θα εξασθενούσαν. Τα μεγάλα ή μικρά αλλά πάντως σωστά οργανωμένα φεστιβάλ θα περίμεναν λίγο ακόμα μέχρι την όποια ακμή τους.

«Εκτοτε είναι μεγάλη η εξέλιξη. Οι μικρότεροι δεν διανοούνται πώς ήταν το ’80» λέει ο Σταύρος Στριλίγκας από το EJEKT Festival που φέτος φέρνει τους Muse, τους Editors ή τους James. Tα πράγματα δεν είναι φυσικά ρόδινα, εξηγεί, ούτε έλειψαν ποτέ οι διακυμάνσεις. Σημαντικός καταλύτης υπήρξε το Rockwave, ενώ και η δική του διοργάνωση έχει δεκαετή, εξισορροπητική παρουσία. Μια καλή περίοδος για όλους ήταν κάπου μεταξύ 2006 και 2012, όταν «ο ανταγωνισμός των μεγάλων χορηγών κινητής τηλεφωνίας ενίσχυσε την κατάσταση». Είτε όμως γιατί πολλοί κάνουν το ψώνιο τους ελπίζοντας να γίνουν στην πορεία επαγγελματίες, είτε γιατί το κοινό αρέσκεται στο ευδιάκριτο, σε αντίθεση π.χ. με της Δανίας, εγχώριο τραγούδι, είτε τέλος γιατί το 40% των εισιτηρίων είναι φόροι και γιατί οι πολιτικές αναταράξεις είναι συχνές, η σταθεροποίηση ενός μεγάλου φεστιβάλ θέλει δουλειά. «Για να συγκεντρώσεις επίσης 20.000 κόσμο πρέπει να υπάρχει και αντιστοίχιση με τα ροκ ραδιόφωνα της πόλης, που τυγχάνουν ελαφρώς αναχρονιστικά» καταλήγει ο Σταύρος. «Παλιά υπήρχε και το κριτήριο της δισκογραφίας και των πωλήσεων, πλέον όμως δεν υφίσταται καν».

Για τον Σπύρο Σμυρνή, υπεύθυνο επικοινωνίας του Rockwave, που φιλοξενεί Lana Del Ray, Last Shadow Puppets ή Dropkick Murphys, τα προτερήματα και τα ελαττώματα χωρίζονται σε εγγενή και σε αναστρέψιμα. Υπάρχει λοιπόν η γεωγραφική θέση της χώρας που δύσκολα εντάσσεται σε μια περιοδεία, υπάρχει όμως και ο ΦΠΑ που αυξήθηκε στο 23% –«παραμένοντας στο 6% για τα θέατρα, κάτι που ίσως εξηγεί τις πολλές παραστάσεις και τις αναλογικά λιγότερες συναυλίες». Υπάρχει ένα κοινό που, «σε αντίθεση με το ροκ ή μέταλ κομμάτι, το εξοικειωμένο με την αναπόφευκτη ουρά σε έναν χώρο με 30.000 ανθρώπους, δεν διαθέτει τη λεγόμενη φεστιβαλική παιδεία». Υπάρχουν όμως και οι ξένοι καλλιτέχνες που έχουν καλή άποψη για τις εγχώριες συνθήκες. «Κάποιοι που άργησαν να έρθουν, τελικά επιστρέφουν, άλλοι έρχονται σε μόνιμη βάση και όλοι μένουν ευχαριστημένοι και από τους διοργανωτές και από τη χώρα –από το φαγητό ας πούμε, όσο ασήμαντο και αν ακούγεται» λέει ο Σπύρος. Που τελικά, δυσαρεστημένο δεν τον λες: «Σίγουρα το φετινό καλοκαίρι έχει σύγχρονα συγκροτήματα που προωθούν την τελευταία τους δουλειά» καταλήγει. «Δεν έρχονται απλώς για να κολλήσουν τα τελευταία ένσημα».

ΘΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΑ. Η νέα καταχώριση στη φεστιβαλική παρέα, ο Θωμάς Μαχαίρας της Fuzz Productions, που τον Ιούνιο παρουσιάζει το νεοσύστατο Release Athens Festival με ονόματα όπως PJ Harvey, Black Angels, Sigur Ros ή Slowdive, συμφωνεί καταρχήν στα χαρακτηριστικά της χώρας: «Τα ελκυστικότερα είναι σίγουρα το κοινό, το κλίμα και η φυσική ομορφιά της. Τα αρνητικά είναι το routing μιας περιοδείας, που δύσκολα τους φέρνει στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, η μικρή αγορά και φυσικά η πολιτική αστάθεια. Αλλά, ειλικρινά, φαίνεται πως το ελληνικό κοινό μετράει γι’ αυτούς». Εμβαθύνοντας λιγάκι στο τελευταίο, πιστεύει ότι με την πάροδο του χρόνου αυτό ενηλικιώνεται «έχοντας αποκτήσει και αρκετές παραστάσεις από το εξωτερικό και δείχνοντας ότι μπορεί να υποστηρίξει την άνθηση στον συγκεκριμένο χώρο». Ανθηση είπε; «Αν υπάρχουν υψηλά standards, σε καλλιτεχνικό και οργανωτικό επίπεδο τότε η όλη κατάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια «άνοιξη της μουσικής»» καταλήγει ο Θωμάς. «Αλλωστε, οι δύσκολες συνθήκες είναι δεδομένες. Αν περιοριστούμε στο να αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει παθητικά, μέσα στην κατήφεια, ποιο το όφελος;».

Μάλλον κανένα. Το τελικό ερώτημα λοιπόν ίσως αφορά στα μεγέθη. Για τον Σταύρο, πέρα από την προσθήκη του Release, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα –«πέρσι τέτοια εποχή το Plisskën είχε ανακοινώσει 60 μπάντες και φέτος δεν θα γίνει, ενώ μεγάλα ονόματα του καλοκαιριού είναι μόνο οι Muse και η Lana Del Ray». Για τον Σπύρο λείπει κάποιο φεστιβάλ αντάξιο του Primavera ή του Coachella, που να φιλοξενεί 300 συγκροτήματα –«την ίδια ώρα πάντως είναι καλό να υπάρχουν επιλογές ώστε να κινείσαι τόσο βάσει γούστου όσο και οικονομικής κατάστασης». Κανείς πάντως δεν αμφιβάλλει ότι τα μουσικά φεστιβάλ αιμοδοτούν μια επιπόλαιη βιομηχανία. «Επειδή η δισκογραφία τελείωσε, οι μπάντες πρέπει να παίζουν συνέχεια, ενώ ο κόσμος σκέφτεται ότι αφού δεν αγοράζει CD, μπορεί να πληρώσει για να τις ακούσει» πιστεύει ο Σταύρος. «Οσο ο άνθρωπος παραμένει κοινωνικό ον θα έχει την ανάγκη να έρχεται σε επαφή με τους καλλιτέχνες που τον εκφράζουν και με όσους μοιράζονται παρόμοιες προτιμήσεις» υποστηρίζει ο Θωμάς. Ο Σπύρος προσυπογράφει: «Ολα τα άλλα μπορούν να αντικατασταθούν. Το να προσμένεις όμως το αγαπημένο σου συγκρότημα, το να «τα σπάει» επί σκηνής μαζί με το κοινό, δεν ικανοποιείται με μια οθόνη. Αυτή είναι η τελευταία ελπίδα της μουσικής».